Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Συνέντευξη με τον Γιάννη Καλαβριανό

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Αν δεν κάνω λάθος είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνουν τα Ανεμοδαρμένα Ύψη στην Ελλάδα.

Γιάννης Καλαβριανός – Ναι, η πρώτη είναι.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Τι ανεμοδαρμένα ύψη θα δούμε;

Γιάννης Καλαβριανός – Όχι αυτά που περιμένουμε. Είναι ένα έργο που αφηγείται τις ιστορίες δύο σπιτιών στα χερσοτόπια της βόρειας Αγγλίας, στο Γιορκσάιρ. Το έργο, επειδή έχει μια πολύ δυνατή ιστορία, σ’ ένα διάστημα τριάντα ετών της ζωής αυτών των σπιτιών, έχει πολύ γρήγορη εξέλιξη καθώς και από τη γραφή του σχεδόν κινηματογραφικό μοντάζ. Ο κινηματογράφος ήταν ο πρώτος που εμπνεύστηκε από τα Ανεμοδαρμένα ύψη. Υπήρχαν δημιουργοί που ασχολήθηκαν μ’ αυτό το έργο. Το ’39  έγινε μια πολύ γνωστή ταινία με τον Λόρενς Ολίβιε. Ο κινηματογράφος, λοιπόν, χρησιμοποίησε το ρομαντικό κομμάτι του έργου,  το ρομάντζο του, την ιστορία αγάπης. Και με αυτόν τον τρόπο έμεινε γνωστή ως τις μέρες μας. Στο μυαλό όλων μας είναι μια ρομαντική ιστορία αγάπης. Προφανώς είναι και αυτό, αλλά ταυτόχρονα είναι και ένα έργο εκδίκησης με βίαιους χαρακτήρες, με σχεδόν ανήθικους ανθρώπους και γι’ αυτό και κατηγορήθηκε πολύ όταν κυκλοφόρησε, οπότε η δική μας εκδοχή φωτίζει και τις άλλες πλευρές, δηλαδή, δεν είναι απλά μια ιστοριούλα αγάπης, αλλά είναι ένα έργο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια σύγχρονη μορφή τραγωδίας.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Με τον Χίθκλιφ ως κύριο τραγικό πρόσωπο.

Γιάννης Καλαβριανός – Με τον Χίθκλιφ, που ερωτεύεται την Κάθριν, εκείνη παντρεύεται τον Έντγκαρ, γιατί ήταν το σωστότερο για ένα κορίτσι της εποχής και της τάξης της. Ο Χίθκλιφ φεύγει με σκοπό να καταφέρει να κερδίσει την αγάπη της βγάζοντας χρήματα, οπότε γυρίζει πλούσιος και καλλιεργημένος με σκοπό να τη διεκδικήσει, εκείνη εν τω μεταξύ έχει παντρευτεί τον Έντγκαρ και ο Χίθκλιφ αποφασίζει να τους εκδικηθεί και ουσιαστικά αρχίζει μία ιστορία που καταστρέφει και τα δυο σπίτια. Είναι ένα έργο πολύ μαύρο, δεν είναι ένα έργο με ρομαντικές κοπελίτσες που κάθονται σε μπαλκόνια και τους παίρνει ο αέρας τα μαλλιά. Είναι γυναίκες δυναμικές, που εγκαταλείπουν τους άντρες τους, βίαιες, χτυπάνε… Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Έντα Γκάμπλερ ας πούμε, η Νόρα, είναι μοντέρνες ηρωίδες. Η Κάθριν, η Ισαβέλλα, είναι ηρωίδες που γράφτηκαν έναν αιώνα πριν και κάνουν πράγματα εξίσου ακραία. Το έργο έχει άντρες βίαιους, μέθυσους, χαρτοπαίκτες, υπηρέτες κακούς, μοχθηρούς, δηλαδή, έχει περιπτώσεις ανθρώπων που απέχουν από τον γλυκό, ρομαντικό ήρωα που υπομένει στωικά, περιμένει το χρόνο να περάσει για να ξαναβρεθεί με το ταίρι του. Είναι πολύ πιο ζόρικα τα πράγματα, θα λέγαμε, στο έργο.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Παρόλα αυτά το έργο εκδόθηκε στην τότε συντηρητική  Αγγλία.

Γιάννης Καλαβριανός – Ναι, εκδόθηκε όμως με ανδρικό ψευδώνυμο. Θεωρούνταν τρελό για μια γυναίκα να έχει γράψει μια τέτοια ιστορία. Επίσης, δεν μιλάμε γενικά για την Αγγλία, γιατί αυτά τα δυο σπίτια είναι απομονωμένα σε μια εξοχή. Δηλαδή, δεν είναι το Λονδίνο, είναι δυο οικογένειες που ζουν για αιώνες εκεί και μεγαλώνουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Οπότε δεν μπορούμε από αυτούς να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για όλο τον κόσμο. Οι ήρωες των δύο αυτών σπιτιών δεν είναι οι τυπικοί ήρωες της αγγλικής λογοτεχνίας. Δεν είναι Τζέην Ώστιν, ας πούμε. Δεν είναι ούτε καν Σάρλοτ Μπροντέ. Η Έμιλι Μπροντέ, η αδελφή της, έγραψε για πολύ πιο ελλειμματικούς ανθρώπους, δηλαδή, οι ήρωές της έχουν μεγάλες πληγές. Δεν είναι εύκολες περιπτώσεις.

Είναι ένα έργο πολύ μαύρο, δεν είναι ένα έργο με ρομαντικές κοπελίτσες που κάθονται σε μπαλκόνια και τους παίρνει ο αέρας τα μαλλιά.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Ήταν δική σου επιλογή να ανεβάσεις αυτό το έργο;

Γιάννης Καλαβριανός – Ναι, ήταν ένα έργο που το είχα διαβάσει όταν ήμουν μικρός, το θυμόμουν, και σε μια κουβέντα που είχα πέρυσι με τον Αντώνη Σολωμού, τον θεατρολόγο – πέρυσι έκανα μια δουλειά στο Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου στη Λευκωσία – συζητώντας για διάφορα έργα, ξανασυζητήσαμε κι αυτό. Ο Αντώνης έχει κάνει ένα μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, στο θέατρο και στην αγγλική λογοτεχνία και συζητούσαμε για τη Μπροντέ και τότε συνειδητοποιήσαμε ότι αυτή θα ήταν μια πολύ ωραία ιστορία να μεταφερθεί και έτσι ξεκινήσαμε, δειλά δειλά. Έκανα πρόταση στη διεύθυνση του ΚΘΒΕ, την αποδέχθηκαν και έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η περιπέτεια.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Πως έγινε το casting;

Γιάννης Καλαβριανός – Από τη στιγμή που έγινε η διασκευή του έργου, ένα έργο πεντακοσίων σελίδων, με άπειρα επεισόδια, γεγονότα, πολλές ιστορίες, έγινε πρώτα η διασκευή, οπότε εγώ κράτησα τις ιστορίες που με ενδιέφερε να παρασταθούν σκηνικά, άρα τελικά και τους ήρωες που θα έπαιζαν στην παράσταση. Είναι έντεκα χαρακτήρες, ήξερα από την αρχή ότι για το ρόλο του Χίθκλιφ ήθελα το Γιώργο Γλάστρα. Την ιστορία την αφηγείται η υπηρέτρια του ενός σπιτιού, η Νέλλυ, ήξερα ότι ήθελα να είναι η Έφη Σταμούλη, και για τους υπόλοιπους εννέα χαρακτήρες έγινε μια ακρόαση, αρχές καλοκαιριού, Μάιο-Ιούνιο, όπου συγκεντρώθηκαν 650 βιογραφικά!

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Που έγινε το casting;

Γιάννης Καλαβριανός Εδώ, στο Κρατικό. Έγινε μια πρώτη επιλογή μέσω βιογραφικών. Από τους 650 καταλήξαμε στους 180 υποψήφιους, τους είδαμε όλους, σε πολλές μέρες ακροάσεων, κάνοντας μια ιδιότυπη μορφή ακρόασης, δηλαδή, δεν έμπαινε ο κάθε υποψήφιος μόνος του να μας πει ένα κομμάτι, ένα τραγούδι ή ένα ποίημα, αλλά έμπαιναν πέντε-πέντε, κάθονταν για μισή ώρα και ουσιαστικά κάναμε κάποια παιχνίδια και κάποιες ασκήσεις, γιατί το ζητούμενο για μένα ήταν η ομαδικότητα. Δηλαδή, να επιλέξω ανθρώπους που να μπορούν να λειτουργήσουν ως σύνολο, γιατί ακριβώς είναι μια παράσταση συνόλου. Δεν είναι μια παράσταση που θα βγει κάποιος και θα κάνει το κομμάτι του και θα χειροκροτήσουμε. Είναι σκηνές με έναν πολύ γρήγορο ρυθμό, όπου οι χαρακτήρες συνεχώς μπαίνουν και βγαίνουν. Ήθελα ανθρώπους που να μπορούν να αποκτήσουν ίδιο ρυθμό, ίδια γλώσσα, να βρουν μια κοινή αισθητική, να υπάρχει ένας κοινός στόχος εργασίας. Επέλεξα τους έντεκα, λοιπόν, ηθοποιούς, κάποιοι έτυχε να είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν με το Κρατικό, οι υπόλοιποι είναι από αλλού. Και έτσι ξεκινήσαμε.  Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Τι σε οδήγησε στο να επιλέξεις να ανεβάσεις ένα κλασικό αγγλικό αριστούργημα;

Γιάννης Καλαβριανός – Η αφορμή για όλες τις παραστάσεις είναι μια ιστορία που δεν θα βαρεθώ, δηλαδή, ακούς διάφορες ιστορίες, διαβάζεις πράγματα, μαθαίνεις, ζεις. Είναι ιστορίες που από την αρχή πιάνεις ότι έχουν υλικό. Έτσι έγινε. Δεν είναι λόγοι αισθητικής ούτε ρεπερτορίου ούτε δραματολογίου, ούτε εποχής. Είχαμε πει να κάνουμε το Γιοι και Κόρες, είπαμε ότι μ’ αυτό θέλουμε να ασχοληθούμε. Πριν από τρία χρόνια είχαμε ξεκινήσει μια παράσταση με ιστορίες ανθρώπων που άφησαν το σπίτι τους. Τώρα είπαμε αυτό, κάτι δηλαδή σε αυτές τις περιπτώσεις, σα να γραπώνει το μυαλό σου, να τις σκέφτεσαι και να τις δουλεύεις. Για μένα αυτό είναι το κριτήριο. Αφού κόλλησε το κεφάλι μου κάτι σημαίνει. Πολύ άδολα, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο ύφους ή οτιδήποτε άλλο. Γι’ αυτό και δεν έχουν συνάφεια οι επιλογές μου. Δεν κάνω νεοελληνικά. Δεν κάνω γερμανικά. Είναι κάθε φορά ανάλογα το τι μου γυρίζει στο μυαλό.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Δεν είναι, θα έλεγες ότι έστω και υποσυνείδητα, υπάρχουν επιρροές και παραλληλισμοί με το σήμερα, με πράγματα που βλέπεις και χωρίς να το έχεις καταλάβει τα συναντάς και στα Ανεμοδαρμένα Ύψη; Το ερωτικό αδιέξοδο ας πούμε.

Γιάννης Καλαβριανός – Ζούμε στην εποχή μας, στο τώρα. Δεν μεγαλώνουμε σε μια φούσκα. Άρα προφανώς είμαστε η συνισταμένη όλων των πραγμάτων που δεχόμαστε, των ερεθισμάτων μας, του τρόπου που τα επεξεργαζόμαστε, των επιλογών μας, των δράσεών μας. Προφανώς υπάρχει, αλλά δεν είναι συνειδητή. Δεν ξέρω αν σε είκοσι χρόνια βλέποντας τη ζωή μας λέμε: «Α, τότε έκανα αυτό γι’ αυτό το λόγο». Τώρα που τα ζούμε δεν είναι πολύ καθαρό το γιατί κάνουμε κάποια πράγματα. Αλλά προφανώς είμαστε οι επιλογές μας. Για κάποιο λόγο κάνεις αυτή τη δουλειά, για κάποιο λόγο κάνεις αυτές τις σχέσεις. Δεν σε αναγκάζει κανένας. Ο λόγος δεν είναι πάντα τόσο ορατός. Γιατί έχεις κάποιους ανθρώπους που είναι πολύ καλοί σου φίλοι; Γιατί με κάποιους ανθρώπους αισθάνεσαι από την αρχή ότι μπορείς να συνυπάρξεις; Γιατί κάπου υπάρχουν μικρά αδιόρατα σήματα, αόρατα, που δεν τα πιάνει το μυαλό σου, αλλά μάλλον τα έχεις πιάσει με έναν τρόπο. Στη δική μας περίπτωση, και αυτό το οφείλω στη Διεύθυνση του Κρατικού, έγινε από τη μεριά τους πολύ γενναιόδωρα. Εγώ δεν είχα γράψει ούτε μία σελίδα της διασκευής. Είπα «Είναι αυτό το έργο που έχει αυτή την ιστορία. Τη σκέφτομαι έτσι κι έτσι κι έτσι. Τι λέτε;» Και μου είπαν «Προχωράμε!». Δηλαδή, κάπως βρίσκονται και οι άνθρωποι που στη δεδομένη στιγμή συμπλέουμε. Πιθανόν σε πέντε χρόνια ή πέντε χρόνια πριν να μη λέγανε «πάμε» ή και εγώ να μην ήθελα αυτό το έργο. Όλη η ζωή είναι επιλογές και κοινοί τόποι συναντήσεων. Όπως γίνεται και με τις σχέσεις. Στην αρχή είσαι τρελαμένος και μετά λες ότι δεν έχουμε καμία σχέση. Άλλοι πλανήτες. Αλλά και πέρα από τη σεξουαλική έλξη, και με φίλους που μοιράζεσαι και άλλα πράγματα, προχωράνε μαζί και μετά από καιρό δεν καταλαβαίνεις τι είναι εκείνο που σε έκανε να πας μαζί τους.

Καμία αγωνία να εκπληρώσω κάτι ή να πιάσω έναν υψηλό πήχη. Ίδια προσέγγιση είναι είτε κάνουμε ιστορίες παππούδων και γιαγιάδων είτε κάνουμε ιστορίες προσφύγων είτε κάνουμε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ευθύνες; Όταν ανεβάζεις ένα κλασικό μυθιστόρημα περνάνε από το μυαλό σου;

Γιάννης Καλαβριανός – Όχι, τίποτα. Καμία αγωνία να εκπληρώσω κάτι ή να πιάσω έναν υψηλό πήχη. Ίδια προσέγγιση είναι είτε κάνουμε ιστορίες παππούδων και γιαγιάδων είτε κάνουμε ιστορίες προσφύγων είτε κάνουμε τα Ανεμοδαρμένα Ύψη.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Υστεροφημία;

Γιάννης Καλαβριανός – Όχι, δεν έχεις να ανταγωνιστείς τίποτα. Τι να συγκρίνουμε; Έναν πίνακα με ένα θεατρικό; Ένα τραγούδι με ένα γλυπτό;

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Από τη στιγμή που περνάει από διασκευή είναι ένα άλλο πράγμα λοιπόν.

Γιάννης Καλαβριανός – Μα έτσι και αλλιώς είναι ένα άλλο πράγμα. Εδώ άλλο πράγμα είναι ένα θεατρικό γραπτό και άλλο στη σκηνή. Τα βιβλία έχουν τον κόσμο τους. Τα θεατρικά έχουν τον δικό τους. Πόσες φορές βλέπουμε μέτρια θεατρικά κείμενα να έχουν γίνει μεγαλειώδεις παραστάσεις; Ή επίσης πάρα πολύ συχνά, χάλια βιβλία, κακή λογοτεχνία να έχουν γίνει σπουδαίες ταινίες; Και πολύ δύσκολα κάποιες φορές το ανάποδο. Ο φόβος απέναντι στην αναμέτρηση με κάτι μεγαλειώδες μπορεί να σε παραλύσει. Πώς να κάνεις τη σκηνή του Ντοστογιέφσκι, ας πούμε; Δεν πας έτσι. Δεν έχεις ούτε να αποδείξεις ούτε να αναμετρηθείς ούτε να συγκριθείς. Δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη. Μπορείς να πάρεις ένα ηλίθιο βιβλίο και να κάνεις μια σπουδαία παράσταση. Εγώ δεν έχω ένα μάτι να με βλέπει και να πρέπει να λογοδοτήσω.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Τα ένστικτα του Χίθκλιφ οδηγούν τους πάντες στην καταστροφή. Είναι το βασικό τραγικό πρόσωπο, θα έλεγε κανείς, της ιστορίας.

Γιάννης Καλαβριανός – Είναι η κινητήριος δύναμη. Ο μοχλός που βάζει σε λειτουργία όλο αυτό το γρανάζι της καταστροφής. Βρήκε όμως πρόσφορο έδαφος. Αυτός ο άνθρωπος ήρθε για να εκδικηθεί, αλλά είχε μια αγαπημένη, η οποία επίσης ήταν ένα πνεύμα έτοιμο να τα τινάξει όλα στον αέρα. Υπήρχε ένα πρόσφορο έδαφος ανθρώπων οι οποίοι επηρεάστηκαν από αυτή την εκδικητική μανία. Μπορεί, αν οι υπόλοιποι ήταν αδιάφοροι, να μη συνέβαινε τίποτε. Αν δεν έχεις ανταπόδοση, δεν θα συμβεί τίποτε κακό. Αν δεν υπάρχει μπαρούτι, το φυτίλι απλά θα καεί μόνο του. Είναι πολύ περίεργη περίπτωση αυτός ο ήρωας. Ο Χίθκλιφ δεν είναι ο Ρέιφ Φάινς ή ο Λόρενς Ολίβιε. Είναι μια περίπτωση ανθρώπου που τον μάζεψαν από τον δρόμο, αγνώστου πατρός. Άγνωστης οικογένειας, ένα ορφανό παιδί, το έβαλαν στο σπίτι να μεγαλώσει, πάντα ως υπηρέτης. Πάντα υπήρχε η υπενθύμιση της ταξικής διαφοράς, δεν του δόθηκαν οι ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης και εκπαίδευσης που είχαν τα υπόλοιπα παιδιά. Η αγαπημένη του προτίμησε να παντρευτεί τον ευκατάστατο και καλλιεργημένο απέναντι γείτονα. Όλα αυτά ήταν το μίγμα για έναν χαρακτήρα με διάφορα θέματα μειονεξίας που μετά οργανώθηκαν σε μια μανία εκδίκησης. Ένας ψυχισμός με πολλά επίπεδα. 

Εκείνη τη στιγμή του έρωτα δεν μπορείς να βγεις πουθενά. Το μόνο σου ζητούμενο είναι το αντικείμενο του έρωτά σου, ο άλλος άνθρωπος. Δεν έχεις τέτοιες πολυτέλειες τότε. Μετά μπορείς να κάνεις ό, τι θες, να το συζητήσεις, να πιεις, να χτυπηθείς, να γράψεις, να τραγουδήσεις, να κλάψεις, μπορείς να τα κάνεις όλα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Δεν έδρασε δηλαδή βάσει μόνο ενστίκτου…

Γιάννης Καλαβριανός – Καθόλου. Ο άνθρωπος έφυγε, μορφώθηκε, είναι ένας άνθρωπος που είχε βάλει στόχο, για χρόνια προσπαθούσε να γυρίσει και να τα διαλύσει όλα. Είναι περίεργη περίπτωση ήρωα. Ένα κράμα. Είναι εκδικητικός, σκληρός, επιπόλαιος, στοχοπροσηλωμένος. Μια πολύ σκοτεινή, σχεδόν σατανική περίπτωση. Είναι όπως όλοι οι ξεχωριστοί χαρακτήρες. Είναι αυτός. Του έχει βάλει η Έμιλι Μπροντέ πολλά χαρακτηριστικά από τους βυρωνικούς ήρωες. Διάβαζε πολύ τον Μπάιρον, επηρεάστηκε πολύ από τα ποιήματά του, οπότε έφτιαξε ένα κράμα άντρα πολύ διαφορετικό από της εποχής και από τους μέχρι τότε εραστές της λογοτεχνίας. Είναι ένας άνθρωπος που δεν διστάζει να χτυπήσει γυναίκες, να οδηγήσει στο θάνατο άντρες, να κλέψει περιουσία, να βάλει τον άλλον να υποθηκεύσει το σπίτι του, να αναγκάζει κάποιον να πίνει και μετά να χαρτοπαίζει για να τον κλέβει. Οργανώνει ένα σχέδιο.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Παρά το θρησκόληπτο της εποχής του έτσι; Αυτό θα έβαζε φρένα τότε.

Γιάννης Καλαβριανός – Αυτοί δεν έχουν καμία σχέση. Το έργο έχει έναν χαρακτήρα, τον Ιωσήφ. Είναι ένας υπηρέτης που πιστεύει ότι θα σωθεί, πιστεύει πολύ στην εκλεκτική σωτηρία. Αν και η Μπροντέ είναι κόρη πάστορα, το έργο όμως απέχει πολύ. Καμία σχέση με την τρέχουσα της εποχής χριστιανική ηθική.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Από πού πηγάζουν οι καταστροφικοί έρωτες θα έλεγες; Από την αδυναμία διαχείρισης; Γιατί το βλέπω και στο σήμερα.

Γιάννης Καλαβριανός – Τι θα πει καταστροφικός έρωτας;

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Να είσαι εκτός εαυτού. Να κάνεις πράγματα και να τα μετανιώνεις.

Γιάννης Καλαβριανός – Άρα είναι ένας έρωτας που δεν εξελίχθηκε ομαλά. Δηλαδή αν βρίσκονταν την ίδια στιγμή με τα ίδια θέλω και προχωρούσε ο έρωτας, δεν θα υπήρχε αυτό το αδιέξοδο γιατί θα έβρισκε διέξοδο. Το λάθος timing είναι πολλές φορές που διαλύει τα πράγματα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Για τον έρωτα προσπαθείς;

Γιάννης Καλαβριανός – Δεν προσπαθείς για τον έρωτα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Προσπαθείς να βγεις από τον εαυτό σου και να τον κοιτάξεις;

Γιάννης Καλαβριανός – Εκείνη τη στιγμή του έρωτα δεν μπορείς να βγεις πουθενά. Το μόνο σου ζητούμενο είναι το αντικείμενο του έρωτά σου, ο άλλος άνθρωπος. Δεν έχεις τέτοιες πολυτέλειες τότε. Μετά μπορείς να κάνεις ό, τι θες, να το συζητήσεις, να πιεις, να χτυπηθείς, να γράψεις, να τραγουδήσεις, να κλάψεις, μπορείς να τα κάνεις όλα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Είναι προτιμότεροι οι έρωτες που θα πουν τις ατάκες: «Πώς θα ζήσω χωρίς τη ζωή μου, πώς θα ζήσω χωρίς την ψυχή μου, η ψυχή μου είναι θαμμένη εδώ μέσα» από αυτούς που κάνουν ένα βήμα πλάγια;

Γιάννης Καλαβριανός – Γιατί να το κάνεις αυτό όμως; Με στόχο τι;

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Να παρατηρήσεις τον εαυτό σου, παραδείγματος χάριν ως παρορμητικό, νευρικό, ή άδικο. Μπορεί να σώσεις πράγματα. 

Είμαι αισιόδοξος όχι, όσον αφορά την εποχή μας, αλλά για την εγγενή ικανότητα του ανθρώπου για μεγαλείο.

Γιάννης Καλαβριανός – Να κάνεις σχέδιο;

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Όχι ακριβώς σχέδιο. Να πεις ότι δεν είναι μόνο συναίσθημα. Έχει μια λογική. Και η λογική από το «είναι» σου πηγάζει. Πάλι από το ίδιο μυαλό κατεβαίνει, όπως και το συναίσθημα.

Γιάννης Καλαβριανός – Η λογική κουμαντάρεται.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Όταν αγαπάς το παιδί σου δεν το αγαπάς και με λογική;

Γιάννης Καλαβριανός – Νομίζω όχι. Εξ ου και όταν κινδυνεύει το παιδί σου, μπορείς να μπεις μπροστά στο αυτοκίνητο. Να κάνεις παράλογα πράγματα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Δεν είναι παράλογο αυτό για μένα. Αυτό για μένα είναι λογική. Διότι εσύ είσαι τριάντα, σαράντα, πενήντα, το παιδί σου είναι δέκα. Η λογική είναι να σωθεί ο μικρότερος.

Γιάννης Καλαβριανός – Όχι, η λογική του καθενός μας είναι η διατήρηση της δικής του ζωής. Από τη στιγμή που κάποιος γίνεται γονιός μετατοπίζεται η λογική αντίληψη της ζωής και μεταφέρεται κάπου αλλού. Η αγάπη ενός γονιού για το παιδί του δεν μπορεί να είναι λογική. Είναι τόσο μεταφυσική που δεν καλουπώνεται. Είναι έτσι. Είναι δεδομένη. Και τα εγκλήματα των γονιών μάς σοκάρουν πολύ. Γιατί αίρεται κάτι το οποίο δεν μετριέται. Είναι πιο παράλογο από το να αφαιρέσεις τη δική σου ζωή.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Παρατηρείς τη σημερινή νεολαία, τη νεολαία της κρίσης; Ότι στο παρελθόν ένα παιδί σήμερα στα 25 του, στα 18 του, πολλές φορές, θα απογαλακτιζόταν από το σπίτι, θα έφευγε και σιγά-σιγά, θα είχε τη δική του οικογένεια;

Γιάννης Καλαβριανός – Βέβαια, όλο αυτό το ζήτημα της σημερινής εποχής θα το βλέπουμε για πάρα πολλά χρόνια.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Είναι πολιτισμική η κρίση.

Γιάννης Καλαβριανός – Δηλαδή πριν από αυτό, εγώ τουλάχιστον, είκοσι χρόνια πριν, έμπαινα στο πανεπιστήμιο και είχα μία ελπίδα, όχι βελτίωσης της ζωής μου, αλλά ότι θα κάνω κάτι χρήσιμο για μένα, που αν θέλω, μπορώ να το ασκήσω.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ιατρική τελείωσες αρχικά;

Γιάννης Καλαβριανός – Ναι. Βλέπω τώρα τα ανίψια μου ότι κάνουν κάτι, χωρίς να έχουν έναν στόχο για μετά. Θεωρούν όλοι ότι το «μετά» είναι τόσο ασταθές. Δεν ξέρω τίποτα. Δεν ξέρω πού θα πάω. Δεν ξέρω αν οι σπουδές μου θα μου φανούν πουθενά χρήσιμες. Δεν ξέρω αν θα μείνω στην Ελλάδα. Δεν λέω ότι θέλεις στα 20 σου μία σταθερότητα, δεν έψαχνα αυτό.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Θες ελπίδα ότι υπάρχουν σοβαρές προοπτικές να εκπληρωθούν τα όνειρα.

Γιάννης Καλαβριανός – Ότι υπάρχει ένα ανοιχτό πράγμα και μπορώ να πάω όπου θέλω. Αυτό το αίσθημα ότι δεν περιορίζομαι από πουθενά. Έτσι πρέπει να είσαι στα 20. Όχι ότι ξεκινάω στα 20 και έχω πεντακόσια βουνά μπροστά μου. Στα 20 αισθάνεσαι ότι μπορείς να τα διαλύσεις όλα. Σου μιλάω από την εμπειρία μου και τον κύκλο των ανθρώπων που συναναστρέφομαι. Αλλά σήμερα είναι άνθρωποι πολύ πιο άτολμοι. Δεν έχουν τη σιγουριά ότι μπορούν να διαλύσουν το σύμπαν. Γιατί έτσι. Γιατί μπορώ. Γιατί είμαι 20 χρονών. Ξεκινάει το πράγμα κουτσά. Ξεκινάς μικρότερος, ξεκινάς πιο λίγος. Μετά έρχεται το άλλο, ότι δεν μπορείς να συντηρήσεις τον εαυτό σου. Οπότε συνεχίζει να σε συντηρεί το σπίτι σου. Μετά έρχεται το ότι δεν μπορείς να κάνεις σχέδια. Πώς μπορώ να μεγαλώσω ένα παιδί όταν εγώ δεν μπορώ να καλύψω τις βασικές μου ανάγκες; Από την άλλη, όμως, επειδή η ζωή νικά τα πάντα, όλοι θα βρουν τον τρόπο τους.

 

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) Είσαι, δηλαδή, αισιόδοξος;

Γιάννης Καλαβριανός Όχι, όσον αφορά την εποχή μας. Αλλά για την εγγενή ικανότητα του ανθρώπου για μεγαλείο. Ότι οι άνθρωποι μπορούμε. Και όχι μπορούμε γιατί έχουμε τη συγκεκριμένη κυβέρνηση ή τους συγκεκριμένους νόμους ή την ΕΕ. Μπορούμε γιατί μπορούμε. Γιατί είμαστε άνθρωποι. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να αισθανθείς ότι έχεις μπροστά σου έναν ανοιχτό ορίζοντα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ορίζοντας δεν μπορεί να είναι μόνο το τοπίο της πόλης σου. Πριν από είκοσι, πριν από πενήντα χρόνια, το βήμα ήταν να φύγεις από το χωριό σου και να πας σε μεγαλύτερες πόλεις, μετά να πας στην Αθήνα. Όταν η Θεσσαλονίκη σου φαίνεται μικρή, πας στην Αθήνα. Πας γιατί δεν μπορεί να είναι μεγάλη αυτήν την περίοδο. Αν θέλεις εσύ να κάνεις κάτι άλλο πηγαίνεις. Εμένα όλοι μου οι φίλοι ζουν στο εξωτερικό. Οι φιλίες μου από το σχολείο, από το πανεπιστήμιο, γιατί διατηρώ μακροχρόνιες φιλίες, τα πιο εξαιρετικά μυαλά είναι έξω. Δεν θα καθίσει ο άλλος να σκάσει επειδή εδώ δεν γίνονται προσλήψεις στο δημόσιο νοσοκομείο.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Εσένα τι σε κρατάει στην Ελλάδα;

Γιάννης Καλαβριανός – Ότι κάνω μια δουλειά που έχει να κάνει πολύ με τη γλώσσα. Αν ήταν μια δουλειά που η γλώσσα δεν έπαιζε τόσο ρόλο ή αν είχα ένα παιδί θα είχα φύγει. Αν αύριο βρεθεί μια συνθήκη, να δω κάτι ενδιαφέρον, θα πάω οπουδήποτε. Δεν είναι στόχος ζωής να είσαι εδώ ή εκεί. Εμένα τυχαίνει το σπίτι μου να είναι στην Αθήνα. Τώρα δουλεύω εδώ, πέρυσι δούλευα στην Κύπρο.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Γιάννη, σ’ ευχαριστώ!

Γιάννης Καλαβριανός – Εγώ σ’ ευχαριστώ!

 

Συνέντευξη: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr