Ηθοποιός σε ρόλο γυναίκας, σκηνοθέτις της ανθρώπινης απελπισίας, συγγραφέας με πάθη και παθήματα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Το θέατρο είναι προορισμός ή διαδρομή;
Λένα Κιτσοπούλου – Σαφώς και είναι διαδρομή. Το θέατρο είναι ζωή. Είναι εμπειρία. Δεν καταλήγει κάπου. Ανοίγει συνεχώς. Και έτσι θεωρώ ότι πρέπει να είναι και οι παραστάσεις. Να μην είναι «άρτιες», να έχουν ρωγμές, να ανοίγουν κάθε φορά χώρο για το απρόσμενο.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Θα έλεγες πως η τέχνη έχει τον ρόλο του αναχώματος των αδιεξόδων μας;
Λένα Κιτσοπούλου – Θα έλεγα ότι παρηγορεί, ότι μπορεί να προσφέρει μία στιγμιαία ανάταση και σε αυτόν που την δημιουργεί και σε αυτόν που την παρακολουθεί. Είναι σαν ένα ναρκωτικό, σαν ένα ωραίο γλέντι, σαν έναν ωραίο έρωτα. Όλοι ψάχνουμε στη ζωή μας τρόπους να ξεχαστούμε, γιατί η ύπαρξη μας είναι αφόρητη. Γι’ αυτό νομίζω οι άνθρωποι πάντα «φτιαχνόντουσαν» με ουσίες. Αυτό είναι και η τέχνη. Ένα φτιάξιμο. Μια μίνι ψευδαίσθηση αθανασίας.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Παρατηρώ έναν τρόπο γραφής (που συχνά επικρίνεται) ιδιαίτερα σκληρό. Προσπαθώντας να ξεφύγω από την πεπατημένη οδό, ήθελα να σε ρωτήσω αν θεωρείς ότι ο άνθρωπος σήμερα έχει παρεκτραπεί τόσο πολύ από τη φύση του που χρειάζεται κάτι όντως σκληρό για να ταρακουνηθεί.
Λένα Κιτσοπούλου – Πιστεύω ότι η ανθρώπινη φύση ήταν πάντα ίδια. Δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος αλλάζει μέσα στους αιώνες. Ο άνθρωπος πιστεύω ότι είναι το πιο κακόμοιρο πλάσμα της φύσης. Το πιο βασανισμένο, επειδή έχει πάνω του όλη αυτή τη θνησιμότητα που έχει ένα μυρμήγκι ή ένα φυτό και ταυτόχρονα αυτήν την περίφημη συνείδηση, η οποία τον αναγκάζει κάθε μέρα να αναμετριέται με την ιδέα του θανάτου του. Περισσότερο απ’ όλα τα ζώα, ο άνθρωπος φοβάται, ζηλεύει, τρέμει, θυμώνει, βασανίζει τους άλλους και τον εαυτό του. Είναι θλιβερό είδος. Εγώ δεν θέλω κανείς να «παθαίνει» τίποτα από τα έργα μου. Δεν είναι αυτός ο στόχος. Εγώ θέλω να «παθαίνει» ο εαυτός μου. Κάποιες φορές ανακαλύπτω ότι μόνο όταν πραγματικά «παθαίνω» εγώ, «παθαίνουν» και κάποιοι άλλοι. Ο καθένας νομίζω ψάχνει να ταυτιστεί και με κάποιον άλλο. Αν ταρακουνιέται, ταρακουνιέται επειδή του δείχνεις κάτι με το οποίο μοιάζει. Αυτό προκαλεί χαρά. Η χαρά είναι και το κλάμα και το γέλιο. Προκαλείται από εσωτερικές συσπάσεις.Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Εσύ; Από δική σου ανάγκη απευθύνεσαι με αυτό τον τρόπο προς το κοινό;
Λένα Κιτσοπούλου – Ναι. Απευθύνομαι στο κοινό με τον τρόπο που απευθύνομαι και στον εαυτό μου και στους κοντινούς μου. Πιο πολύ νομίζω ότι αυτά που γράφω είναι κωμικά.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Στις ιστορίες σου αντικρίζουμε συχνά εικόνες από την ύπαιθρο. Αυτή η τάση που θέλει την Κιτσοπούλου να τοποθετεί τις ιστορίες της σε ένα επαρχιώτικο πλαίσιο από που απορρέει;
Λένα Κιτσοπούλου – Έχω πολύ έντονη σχέση με την επαρχία από μικρή. Παρ’ όλο που μεγάλωσα στην Αθήνα, σε καλά σχολεία κ.λ.π., ένιωθα πατρίδα μου το χωριό, τη λαϊκή Ελλάδα της ταβέρνας, της αυλής, του πράσινου λάστιχου, του μπουζουκιού. Έχω και ρίζα από επαρχία, όπως άλλωστε οι περισσότεροι Έλληνες. Ίσως όμως να είχα από μικρή τάσεις καλλιτεχνικές, οπότε αυτοί οι χώροι της επαρχίας μου δίνανε περισσότερη τροφή, περισσότερες εικόνες. Το ακατέργαστο και το μπρουτάλ της επαρχίας κάνει το εσωτερικό των ανθρώπων πιο ανάγλυφο και πιο ορατό. Τα ξεσπάσματα, τα μίση, τα πάθη, τα γλέντια, είναι όλα πιο «χύμα», οι συμπεριφορές των ανθρώπων, οι αρρώστιες τους, είναι πιο απροκάλυπτες για ένα μάτι που του αρέσει να καταγράφει. Αλλά και η φύση είναι πιο εκτεθειμένη, πιο ανοιχτή και εισχωρεί μέσα στις αισθήσεις. Όταν μέσα σε μία βουβή νύχτα ενός χωριού, ακούσεις από κάπου πολύ μακριά ένα σκυλί να γαβγίζει, η φαντασία μπορεί να περάσει μέσα από το κάθε σπίτι μέχρι να φτάσει στο σκυλί που μπορεί να γαβγίζει στο απέναντι χωριό. Η φύση μεγαλώνει τα περιθώρια της σκέψης και διογκώνει τον κύκλο του φωτός, από νύχτα σε μέρα, απόγευμα, σούρουπο, χάραμα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Πιστεύεις ότι ο κόσμος περνάει δυσκολότερα απ’ ότι σε παλαιότερες εποχές; Γιατί αυτή η ανάγκη για ουρλιαχτό στα έργα σου; Γιατί αυτή η ανάγκη για ουρλιαχτό στους σύγχρονους συγγραφείς;
Λένα Κιτσοπούλου – Το ουρλιαχτό δεν νομίζω ότι είναι θέμα εποχής. Ο καλλιτέχνης σε κάθε εποχή ουρλιάζει, πολεμάει, βασανίζεται από τους δαίμονές του, κουνάει χέρια πόδια, προσπαθεί να σωθεί και να ακουστεί. Δε σημαίνει ότι κάποιος που δεν χρησιμοποιεί βρισιές, είναι ήπιος. Μπορεί να είναι εξίσου αιχμηρός, όπως φυσικά και το αντίθετο. Δεν έχουν σημασία τα υλικά, αλλά ο τρόπος που τα χρησιμοποιείς. Αν δώσεις σε κάποιον όλα τα χρώματα του κόσμου, αυτό δεν θα τον κάνει μεγάλο ζωγράφο. Αν δώσεις όμως σε έναν μεγάλο ζωγράφο ένα μολυβάκι, σίγουρα θα φτιάξει κάτι σπουδαίο. Αν μέσα στα γραπτά μου γράφω π.χ. «γαμώ το μουνί στης μάνας σου», αυτό δεν με κάνει πιο επιθετική από τον Ντοστογιέφσκι. Ενδεχομένως κι αυτός, αν ζούσε σήμερα να έβαζε τη φράση αυτή στο στόμα κάποιου ήρωά του.Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από τον «Μουνή» («Είχε πέσει η νύχτα για τα καλά, αλλά η παπαδιά δεν είχε ύπνο. Αν ήταν άντρας, θα σηκωνότανε για τσιγάρο. Αν ήτανε παιδί, θα το ΄σκαγε από το παράθυρο. Αν ήτανε σκυλί, θα γάβγιζε. Αλλά ήτανε γυναίκα κι ήταν αναγκασμένη να βαριαναστενάζει.») μου ήρθε στο νου η εικόνα από τη νύχτα του έρωτα μεταξύ Ιωσήφ και Μαρίας από το «Κατά Ιησού Ευαγγέλιο» του Σαραμάγκου. Πόσο έχει αλλάξει επί της ουσίας η γυναίκα και ο ρόλος της τα τελευταία 2000 χρόνια;
Λένα Κιτσοπούλου – Σίγουρα υπάρχει πρόοδος στη γυναικεία χειραφέτηση, κυρίως όμως στον δυτικό κόσμο. Ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ζει ακόμα καταστάσεις μεσαίωνα. Μόλις χτες, είδα μία σπουδαία τούρκικη ταινία (γαλλικής παραγωγής) ΟΙ ΑΤΙΘΑΣΕΣ, όπου περιγράφει τη ζωή πέντε εφήβων κοριτσιών, σε μία σύγχρονη τουρκική επαρχία και εκεί βλέπεις την τραγική πραγματικότητα, το έγκλημα κατά των γυναικών μέσα στην ίδια την οικογένεια, τη μηδενική πρόοδο της κοινωνίας, την απόλυτη φρίκη, παρ’ όλο που μιλάμε για κορίτσια ντυμένα με κοντά σορτσάκια και τζιν. Και η ελληνική επαρχία δεν απέχει πολύ. Όταν εγώ έκανα διακοπές στο χωριό μου, ήμουνα το μοναδικό κορίτσι που έβγαινε έξω μετά τις οχτώ το βράδυ. Ήμουνα εγώ και παρέα είκοσι αγοριών. Αυτά τα κακοποιημένα άτομα, σήμερα είναι σαράντα πέντε χρονών γυναίκες, όπως εγώ. Και αυτές οι γυναίκες έχουν κάνει παιδιά. Πόση ηλιθιότητα θα μεταδώσουν σε αυτά τα παιδιά; Και από που θα αντλήσουν προοδευτικές ιδέες; Η εξέλιξη συμβαίνει πολύ αργά.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Μια γυναίκα που έχει ανοίξει το μυαλό της, που γράφει, παίζει, σκηνοθετεί, μια γυναίκα σήμερα πόσο γυναίκα νιώθει και πόσο άνθρωπος;
Λένα Κιτσοπούλου – Εγώ νιώθω κανονική γυναίκα, άρα άνθρωπος, επειδή δεν ξέρω να παίζω τον ρόλο της γυναίκας, αλλά ακολουθώ τη φύση μου, δηλαδή το σώμα μου. Το γυναικείο σώμα θέλει κάποιον ή κάτι να το κατακτήσει. Περιμένει και περιμένοντας σκέφτεται ή φαντάζεται. Ο άλλος έχει πάει να κυνηγήσει αγριογούρουνα κι εσύ μπροστά στο τζάκι φτιάχνεις ιστορίες με τις φλόγες. Υπό αυτή την έννοια νιώθω εντελώς γυναίκα. Η δημιουργικότητα και η τρέλα με την οποία βιώνω τη δουλειά μου με κάνουν να βαριέμαι τον ρόλο – γυναίκα, τον οποίο όμως βαριόμουνα από παιδί. Π.χ. να ψάχνω άντρες στα μπαρ, ή να καπνίζω καρφώνοντας κάποιον στα μάτια, τέτοια πράγματα.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Ως πότε το βλέπεις; Ως πότε θα γράφεις;
Λένα Κιτσοπούλου – Νομίζω μέχρι να πεθάνω. Το γράψιμο μου φέρνει ευτυχία και επειδή σπάνια νιώθω ευτυχία, λέω να μην το παρατήσω.