Συνέντευξη με τη Φιλαρέτη Κομνηνού

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έπειτα από δεκατρία χρόνια και το «Χορό του Θανάτου» του Στρίντμπεργκ, η Φιλαρέτη Κομνηνού επιστρέφει στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, από τη Δραματική Σχολή του οποίου αποφοίτησε. Ποιες σκέψεις κάνετε όταν διδάσκετε, αλλά και όταν καλείστε να παραστείτε σε μια κριτική επιτροπή, όμοια με εκείνη στην οποία κάποτε παρουσιαστήκατε ως Ηλέκτρα;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Δεν ξέρω αν σας είναι γνωστό, αλλά όταν εγώ παρουσιάστηκα πρώτη φορά σε μία επιτροπή, στην οποία ήτανε, ευτυχώς για μένα, ο Μίνως ο Βολανάκης πρόεδρος, η παρουσίασή μου ήταν άθλια! Ήταν πανωλεθρία! Γιατί δεν είχα προετοιμαστεί καλά. Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής. Είχα μάθει σε δυο μέρες ένα μονόλογο της Ηλέκτρας και ένα ποίημα του Ελύτη και πήγα να δώσω εξετάσεις. Έτσι, μεταξύ αγνώστων. Γιατί δεν είχε το οικογενειακό μου περιβάλλον καμία σχέση με το θέατρο. Με κάποιους συμφοιτητές μου στο πανεπιστήμιο είχαμε κάνει μία θεατρική ομάδα και κάποια στιγμή λέω «Θα πάω να δώσω εξετάσεις!». Χωρίς να σκοπεύω να γίνω επαγγελματίας. Ο πατέρας μου, ως στρατιωτικός, και η μητέρα μου ήταν εντελώς αντίθετοι, γιατί γι’ αυτούς το θέατρο ήταν κάτι αναξιοπρεπές και ανυπόληπτο τέλος πάντων. Εν πάση περιπτώσει, όταν έδωσα εξετάσεις, από το τρακ και από την αβεβαιότητα έχασα τα λόγια μου, το ποίημα το ξέχασα εντελώς, μετά ζήτησα μια καρέκλα να καθίσω, γιατί έτρεμαν τα πόδια μου και είπα το μονόλογο της Ηλέκτρας, να φανταστείτε, με κλειστά μάτια! Ήμουν σίγουρη και έμαθα εκ των υστέρων, ότι τα μέλη της επιτροπής με απέρριψαν. Όλοι. Εκτός από τον Βολανάκη. Δεν ξέρω τι είδε αυτός ο άνθρωπος ή τι διαισθάνθηκε. Επέμενε και τελικά πέρασα στη σχολή. Και μάλιστα, το πιο τρελό της ιστορίας, ήταν ότι μου έδωσε και υποτροφία! Καμιά φορά, όταν είμαι μέλος επιτροπής και βλέπω τα παιδιά μέσα στην αγωνία τους, μέσα σε αυτό το δεκάλεπτο που τους αναλογεί, να χάνουνε τη σιγουριά τους, γιατί είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις κάποια άτομα εκεί που στέκονται καθιστοί και είναι «κάτι» και σε κρίνουν, αυτό θυμάμαι. Δεν το ξεχνάω. Και προσπαθώ μέσα από την αγωνία του παιδιού να δω έστω μια στιγμή, κάτι, μια χαραμάδα που να μου δείχνει ότι αυτό το παιδί έχει ένα πρωτογενές υλικό ενδιαφέρον.

PP0748J0010v13

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Και όταν διδάσκετε; Ποιον ρόλο εκπληρώνετε;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Προσπαθώ να καταλάβω τι κρύβει κάθε μαθητής. Τι είναι αυτό που κρύβει και δεν τολμάει να εκδηλώσει μέσα από μια σειρά ασκήσεων, και καμιά φορά με μία προσωπική μέθοδο, που έχει να κάνει και με την προσωπική σχέση που δημιουργείς με τα παιδιά. Άλλα παιδιά χρειάζονται τρυφερότητα, άλλα αυστηρότητα, γιατί είναι έτσι λίγο… χύμα στο κύμα ας πούμε, χρειάζεται να τους φέρεις αντιμέτωπους με τις ικανότητες και το υλικό που διαθέτουν. Προσπαθώ να ανιχνεύσω τι κρύβει κάθε μαθητής. Και μετά, αφού τον φέρω αντιμέτωπο με αυτό που διαθέτει, από εκεί και πέρα φροντίζω να πάρει τις ευθύνες του, αν θα συνεχίσει ως επαγγελματίας, αν θα σεβαστεί το ταλέντο, το χάρισμα που έχει. Ή πιθανόν κάποια στιγμή να έρθει αντιμέτωπος και με τις αδυναμίες του.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Σχετικά με αυτό, ορισμένα παιδιά, διότι περί παιδιών πρόκειται, καταφέρνουν να περάσουν στις εξετάσεις είτε του Κρατικού Θεάτρου είτε του Εθνικού Θεάτρου, στα δεκαοχτώ τους, στα δεκαεννιά τους χρόνια. Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί αυτής της ηλικίας να εγκλιματιστεί και να επαγγελματοποιηθεί; Γιατί μιλάμε για όχι και τόσο εύκολες συνθήκες στις συγκεκριμένες σχολές. Εξαντλητικά ωράρια πάνω από όλα και μια πειθαρχία που δεν τη φαντάζονταν ποτέ.

Φιλαρέτη Κομνηνού – Όταν όμως το θέλεις πολύ, και αφού είναι ένα κορεσμένο επάγγελμα, τα παιδιά ξέρουνε, τουλάχιστον οφείλουνε να ξέρουνε, ότι οι πιθανότητες να δουλέψουνε και να υπάρξουνε και να διεκδικήσουν έναν χώρο μέσα στο θέατρο είναι πολύ λίγες, πολύ μικρές. Κάθε χρόνο στις σχολές σπουδάζουνε στρατιές νέων ηθοποιών. Και ο ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά σκληρός. Χρειάζεται λοιπόν πάρα πολύ πάθος. Θέλει δουλειά. Δεν μου κάνει εντύπωση, όμως. Οι εμπειρίες που έχω από τη σχολή του Εθνικού, που εκεί τα ωράρια όντως είναι εξαντλητικά, είναι από τις δέκα το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ, και ενδιάμεσα καμιά ωρίτσα μόνο βρίσκουν τα παιδιά να φάνε κάτι από τα ταπεράκια που φέρνουν. Στη σχολή είναι όλη την ημέρα. Για τρία χρόνια. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Νιώθω όμως ότι τους αρέσει. Και πολλά από τα παιδιά που τελειώνουν τη σχολή, ξανάρχονται μετά και λες «Καλέ, ξεκόλλα! Κόψε πια τον ομφάλιο λώρο τώρα, βγες!». Έρχονται. Έχω να θυμάμαι πολύ ωραίες στιγμές.

PP0748J0003v10

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Έχετε πει στο παρελθόν πως το θέατρο σε κρατάει για πάντα έφηβο. Πως στην ουσία είναι μια ψευδαίσθηση ότι ξεγελάμε το χρόνο. Με ποιον τρόπο θεωρείτε πως το επιτυγχάνει αυτό;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Γιατί είναι ένας χώρος που συνδυάζεται με παιχνίδι. Εμείς δεν λέμε «εργάζομαι», «δουλεύω». Λέμε «παίζω». Και μόνο ο ήχος της λέξης, που είναι η εργασία μου, η δουλειά μου, εμένα μου θυμίζει το παιχνίδι. Αυτήν την αθωότητα, αυτήν την περιέργεια που έχει ο έφηβος, αν δεν τη διαθέτεις ως ηθοποιός, γίνεσαι λίγο βαρετός. Πρέπει συνέχεια να αφουγκράζεσαι καινούρια ρεύματα. Η υποκριτική και η ηθοποιία είναι κάτι ρευστό. Δεν μπορείς να τις οριοθετήσεις. Εμείς στην προηγούμενη γενιά είπαμε «Εμείς ανακαλύψαμε τον νέο τρόπο υποκριτικής μεθόδου». Θα ‘ρθει η επόμενη γενιά και θα μας το αναιρέσει. Όπως ήδη η νέα γενιά θέτει τους δικούς της κανόνες πάνω στην υποκριτική.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Ποιο θέατρο, λοιπόν, διαδέχθηκε το «νέο» θέατρο που εισήγαγε η γενιά σας;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Το αρχαίο δράμα. Πριν κάποιες δεκαετίες ήταν ορθοφωνημένο, σωστό, στημένο. Η δική μου η γενιά και η δική μου πρόταση, είναι το πιο σωματοποιημένο θέατρο, το πιο τσαλακωμένο, και ο λόγος ακόμα να έχει τα γρέζια του. Δεν χρειάζεται να είναι πάντα κρυστάλλινος, πεντακάθαρος. Συμφωνώ βέβαια ότι είναι ένα τεράστιο εργαλείο, αλλά έχει ξεφύγει από τον λόγο κάποιων άλλων δεκαετιών. Την τραγωδία την αντιλαμβάνονταν ως κάτι σαν όπερα παλιά, δηλαδή χωρίς πολλές κινήσεις, στημένη, για να έχει ο ηθοποιός όλη τη σιγουριά ότι δουλεύει το διάφραγμά του και χρησιμοποιεί τον λόγο, τον διαχειρίζεται. Η δικιά μου η γενιά πέρασε σε κάτι διαφορετικό. Τώρα βέβαια έρχεται σα σίφουνας η επόμενη και θα επιβάλλει τους δικούς της όρους. Και αυτό δίνει μια σοφία, γιατί η νιότη σε κάνει λίγο αυθάδη. Σαν να λες «Εγώ ανακάλυψα το θέατρο, τώρα είναι αυτό!». Είτε είναι στην υποκριτική είτε είναι στη σκηνοθεσία είτε είναι στο εικαστικό. Και νομοτελειακά σχεδόν θα έρθει η επόμενη γενιά να αναιρέσει, να κρίνει, να κατακρίνει, πολλές φορές και να κοροϊδέψει τη σκηνική συμπεριφορά των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτό μας δίνει μια σοφία για να μη μιλάμε με δογματισμό και σιγουριά. Την τέχνη δε μπορείς να την περιχαρακώσεις, να την ορίσεις. Δε μπορείς να βάλεις κανόνες. Ανά πάσα στιγμή έρχεται ο χρόνος που την αναιρεί.

PP0748J0004v07

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Διάβασα πρόσφατα κάτι που είχε πει κάποτε ο Σαλβαδόρ Νταλί: «Το μόνο κακό με τη σημερινή γενιά είναι ότι δεν ανήκουμε πλέον σε αυτήν». Ήταν υπέροχο.
Έχετε αναφέρει πως ο Γιώργος Σεβαστίκογλου υπήρξε ο πνευματικός σας πατέρας. Πώς θα προσδιορίζατε τη σχέση που είχατε αναπτύξει μαζί του; Τον θεωρείτε μέντορά σας;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Ο Γιώργος ο Σεβαστίκογλου ήταν ο πρώτος μου σκηνοθέτης. Επηρέασε πάρα πολύ τον χαρακτήρα μου, την ηθική μου στάση απέναντι στο θέατρο. Πιστεύω ότι οι συναντήσεις που έχουμε με κάποιους εξαιρετικούς ανθρώπους διαμορφώνουν και τη στάση μας μέσα στον χώρο. Ξέρω τι σας λέω, γιατί ο Σεβαστίκογλου ήταν αριστερός, διωγμένος, έζησε χρόνια στη Ρωσία, ήρθε εδώ, κουβαλούσε ένα αλλιώτικο ήθος. Μετά όμως, ενέσκηψε στη ζωή μου ο σίφουνας, ο Βουτσινάς. Δηλαδή, ο πρώτος μου σκηνοθέτης ήταν ο Γιώργος ο Σεβαστίκογλου, αλλά ουσιαστικά τα περισσότερα χρόνια, εδώ ειδικά στο Κρατικό, οι περισσότερες συνεργασίες μου ήτανε με τον Ανδρέα Βουτσινά, που είναι γνωστό ότι υπήρξε μέγιστος δάσκαλος, μετέφερε όλη αυτή τη γνώση του και την εμπειρία του σε εμάς, του το χρωστάω. Και πρέπει να σας πω, τώρα που ξαναγύρισα στο Κρατικό, επειδή όλα μου φέρνουν μνήμες, οι χώροι, οι παλιοί συνάδελφοι, μου τον θυμίζουν πάρα πολύ. Και μου λείπει, βέβαια, μου λείπει. Μου λείπει ο Βουτσινάς πολύ.

«…πιστεύω ότι ο έρωτας μεταλλάσσεται. Η δύναμή του είναι το πιο επίκαιρο πράγμα, η πιο αναμφισβήτητη αξία όλων των εποχών. Απλώς, λίγο πιο ανθεκτική, επειδή μεταλλάσσεται.»

PP0748J0010v52

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Φέτος, λοιπόν, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος επιστρέψατε για τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι εξυπηρετεί το ανέβασμα ενός βουκολικού δράματος στις μέρες μας;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Εχθές είχε γεμίσει το καμαρίνι μου από φοιτητές του Τμήματος Θεάτρου. Παιδιά ηλικίας εικοσιπέντε χρονών. Με μια χαρά στο μάτι. Με μία λάμψη στο μάτι. Μια απορία: «μας άρεσε», αλλά από κάτω έγραφε: «δεν το περιμέναμε να μας αρέσει το βουκολικό ειδύλλιο». Και πρέπει να σου πω ότι και εγώ προσωπικά πριν από δέκα χρόνια, λειτουργώντας συμπλεγματικά σχεδόν απέναντι σε αυτά τα έργα, θεωρούσα ότι ανήκουν στο παρελθόν, ότι δεν έχουνε να πουν τίποτα τώρα πια. Απενοχοποιημένη, λοιπόν πλέον, ίσως επειδή προηγήθηκε και η Γκόλφω του Κακάλα και του Καραθάνου, – η αλήθεια είναι ότι βοήθησε και αυτό – όταν πια μου έγινε και η πρόταση για τον «Αγαπητικό», διάβαζα το κείμενο και, δεν ντρέπομαι να το πω, σε δυο-τρία σημεία βούρκωσα. Είχε κάτι τόσο καθαρό, κάτι τόσο… naive. Θα έλεγα ότι αισθάνθηκα όπως στο βουνό, όπου νιώθεις ότι όλα, από τον αέρα μέχρι τη φύση, όλα είναι καθάρια, όλα είναι κρυστάλλινα. Και το έχουμε ανάγκη αυτό. Λέμε «Φτάνει πια παιδιά με τον κυνισμό. Φτάνει πια με όλον αυτόν το βομβαρδισμό του σκοταδιού και της ασχήμιας και της δυστυχίας». Ξαφνικά, έρχεται να σου πει κάποιος ότι δυο άνθρωποι ερωτευτήκαν όταν ήταν παιδιά και εκείνος δεν την ξέχασε. Την ψάχνει είκοσι χρόνια στα βουνά και στα λαγκάδια. Ψάχνει τη Μάρω του. Μπορεί αυτό να μην ισχύει, να μην υπάρχει σήμερα. Αν και πιστεύω ότι ο έρωτας μεταλλάσσεται. Η δύναμή του είναι το πιο επίκαιρο πράγμα, η πιο αναμφισβήτητη αξία όλων των εποχών. Απλώς, λίγο πιο ανθεκτική επειδή μεταλλάσσεται. Τώρα ας πούμε μπορεί να γίνει μέσω Facebook, μπορεί να γίνει μέσω Skype. Αλλά είναι πολύ ισχυρό αίσθημα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Στον αντίποδα τώρα, κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας του «Αγαπητικού της Βοσκοπούλας» παίζουν η κατάρα, η ευχή, η δεισιδαιμονία. Χαρακτηριστικά, ο Δημήτρης Λιαντίνης στην εισαγωγή του βιβλίου του «Τα Ελληνικά» αναφέρει πως το να είσαι Ελληνικός, με «Ε» κεφαλαίο, σημαίνει πως δεν δέχεσαι την ηθική των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών που για χρόνια κυριαρχούσαν στον ελλαδικό χώρο, αλλά την αλήθεια της φύσης. Σε ποιον βαθμό σήμερα, ως λαός, έχουμε αποβάλει αυτές τις αντιλήψεις;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Δεν τις έχουμε αποβάλει. Μην ξεγελιόμαστε. Είναι πολύ βαθιά ριζωμένα μέσα μας αυτά. Έχουνε καταγραφεί. Ο φόβος απέναντι στο ανεξήγητο. Και η κατάρα έχει να κάνει με κάτι το οποίο δεν είναι του λογικού. Δε μπορείς να το ελέγξεις με τη λογική. Σαν να ανασύρει κάτι από ένα σκοτεινό κόσμο. Ο φόβος που υπάρχει. Ο έμφυτος φόβος απέναντι σε αυτό, που στον «Αγαπητικό» βγαίνει πάρα πολύ έντονα. Ο τρόμος απέναντι στην κατάρα. Θα μου πεις τώρα, βέβαια, στα χωριά μπορεί να μην καταριούνται, πάντα όμως υπάρχει η δεισιδαιμονία απέναντι στην κακή ενέργεια, στο πως δεν πρέπει να προκαλέσεις οτιδήποτε δεν μπορείς να ελέγξεις, ότι είναι πέραν του κόσμου τούτου. Προσωπικά, θέλω να σας πω ότι ο παγανισμός και η δεισιδαιμονία υπάρχουν έντονα σε όλη την υφήλιο. Στην Ευρώπη κυριαρχεί λίγο περισσότερο ο ορθολογισμός και έχουμε αποβάλλει τον παγανισμό ή έχουμε σταθεί απέναντί του, επικριτικά ή κοροϊδευτικά, κοροϊδεύοντας ό,τι έχει σχέση με τη δεισιδαιμονία. Από τα ταξίδια που έχω κάνει, όμως, και ειδικά προς το Μεξικό και τη Λατινική Αμερική, οι άνθρωποι αυτοί, και στην Ασία βέβαια, έχουν έντονη σχέση με το μυστικισμό, με το μεταφυσικό, με τον παγανισμό. Λοιπόν, ας σταθούμε απέναντι σε αυτά, θα έλεγα, λίγο πιο προσεκτικά. Μη φτάνουμε σε δογματισμούς και μη γινόμαστε απόλυτοι, γιατί κουλτούρες λαών και πολιτισμοί λαών έχουν βασιστεί πάνω στο παγανιστικό στοιχείο.

PP0748J0010v40

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Θα αναφερθώ σε κάτι άλλο που παρακολούθησα σε μία συνέντευξή σας στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, είχατε αναφέρει πως ο Τσε Γκεβάρα υπήρξε το πρότυπό σας. Ωστόσο, σήμερα, οι μόνες επαναστατικές πράξεις που συμβαίνουν θα τις χαρακτήριζε κανείς, ίσως κάπως ακραία, ως εκτόνωση ορμονών ή και καταπιεσμένων επιθυμιών. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτό; Θα δώσω και ένα παράδειγμα. Τα δύο πρόσφατα Gay Pride σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη συγκέντρωσαν πολλαπλάσιο αριθμό συμμετεχόντων από αντίστοιχες εκδηλώσεις πολιτιστικής και ανθρωπιστικής χροιάς.

Φιλαρέτη Κομνηνού – Γιατί πια, κατά τα γνώμη μου, οτιδήποτε έχει σχέση με το πολιτικό κίνημα έχει εκφυλιστεί. Η πολιτική ιδεολογία, δηλαδή το να πιστεύει κανείς πια σε ένα κόμμα ή σε έναν ηγέτη πολιτικό, ήρθαν τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών και τα έχουν εκμηδενίσει όλα αυτά. Οπότε, μεταφέρεται η οποιαδήποτε αγωνιστικότητα στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στους κανόνες τους κοινωνικούς. Εμείς παλιότερα, κι εγώ ειδικά ως φοιτήτρια, που είχα και στρατιωτικό πατέρα, κατέβαινα στις διαδηλώσεις και το βράδυ με περίμενε, φυσικά, στο σπίτι ο πατέρας μου έξαλλος. Τότε όμως δεν καταλάβαινα γιατί πίστευα, γιατί αυτό το πράγμα ήταν στα όρια του φανατισμού. Με έκανε να οχυρώνομαι πίσω από αυτό και να είμαι έτοιμη για όλα. Για όλα όμως! Αυτά είναι ανεκτίμητες μνήμες. Θυμάμαι όταν κατεβαίναμε στις διαδηλώσεις και αισθανόμουν το πλήθος, τη μάζα, ότι ανήκα σε μια ομάδα ανθρώπων που ήμασταν όλοι μαζί, δίπλα δίπλα και ξαφνικά έφυγαν όλοι, διαλύθηκαν νεολαίες, κόμματα, μείναμε μόνοι. Μείναμε μόνοι! Το πληρώσαμε με μοναξιά. Αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και δεν μπορεί να ζει μόνος του, έφυγα από τις νεολαίες τις πολιτικές και ξαφνικά μπήκα στη θεατρική οικογένεια. Νιώθω πάλι ότι είμαι σε μία ομάδα ανθρώπων που έχουνε ως ιδανικό τους το θέατρο.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Εσείς, το χρέος σας το κάνατε – ή το κάνετε-; Ακόμη και μέσω της θεατρικής σας πορείας και την εμπλοκή σας με τα πολιτιστικά δρώμενα…

PP0748J0009v01

Φιλαρέτη Κομνηνού – Ναι, γι’ αυτό σου λέω. Αυτό μεταφέρεται στην ανθρώπινη συμπεριφορά, στην κοινωνική συμπεριφορά, γιατί σιγά σιγά διαπιστώνεις ότι το άλλο που έχει έναν πιο πολιτικό στόχο, ας πούμε, ιδεολογικά κάπου αρχίζει και εκφυλίζεται ή δείχνει ότι τα μεγάλα οράματα, έμειναν ουτοπίες. Και ειδικά εγώ, ανήκω σε μια εποχή και μια γενιά φοιτητών που ήμαστε με την Αριστερά, η οποία στην πορεία έδειξε άλλο πρόσωπο. Θέλω να πω ότι τη μαχητικότητά του ή το σύστημα αρχών που μπορεί να έχει κάποιος, τις αξίες του τις προσωπικές, μπορεί να τις εφαρμόζει μέσα στη δουλειά του, μέσα στις ερωτικές του σχέσεις, στις σχέσεις του με την οικογένεια. Είσαι ένα ζωντανό κύτταρο. Απλώς μετατοπίζεις λίγο τον άξονά σου. Θεωρώ πως το να είναι κάποιος πολιτισμένος δεν έχει να κάνει με το πόσες παραστάσεις βλέπει ή το πόσες συναυλίες ακούει. Έχει να κάνει με την καθημερινότητα, το πώς συμπεριφέρεσαι, πόσο σέβεσαι και πόσο προσέχεις. Το λέω γιατί και εγώ έχω κάνει τη δική μου πορεία και διαδρομή. Οι άνθρωποι λειτουργούν πολύ σαν αντανάκλαση. Δεν είμαστε πολύ ευγενικός λαός. Και το λέω από τότε που άρχισα τα ταξίδια μου σε όλο τον κόσμο, δε θεωρούμαστε ευγενείς. Όταν όμως φέρεσαι ευγενικά, θέλει για κάποιο λόγο να στο ανταποδώσει ο άλλος. Ο πολιτισμός μεταφέρεται στη ζωή μας και στη σχέση μας και στην καθημερινότητά μας. Ακόμα και στο πώς φερόμαστε στο σκυλί μας. Έχει σημασία να το βγάλεις έξω βόλτα και να μαζέψεις τα κακαδάκια του και να μην τα αφήνεις έτσι με μία αναίδεια να περάσει ο επόμενος από δίπλα και να τα πατήσει.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Εν τω μεταξύ το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι η λέξη «ευγένεια» προέρχεται ετυμολογικά από το καλό γένος, Εμείς εμμέσως έχουμε την πληροφορία, αλλά δεν κάνουμε κάτι για αυτό.

Φιλαρέτη Κομνηνού – Δεν είμαστε και ο χειρότερος λαός. Μας έχουν βάλει στο στόχαστρο και όλοι μας κατηγορούνε. Ας κάνουμε την αυτοκριτική μας. Έχουμε πολλά ελαττώματα, αλλά πού και πού αυτό το κύτταρο, αυτός ο Έλληνας, έχει ένα διάολο μέσα του, έχει μία φλόγα μέσα του, που δε μπορώ εγώ να μην υποκλιθώ μπροστά της. Απλώς να αφήσουμε λίγο την κουτοπονηριά και τη λαμογιά στην άκρη, έχουμε και άλλα κοιτάσματα ακριβά μέσα μας.

«…μέσα στον επαγγελματισμό πρέπει πάντα να διαθέτεις όλη την τρέλα, την εφηβικότητα και τη φρεσκάδα του ερασιτέχνη. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Εκεί είναι η μαγκιά.»

PP0748J0003v08

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Κυρία Κομνηνού, καλώς ή κακώς, πέρα από τη μαγεία που φέρει το θέατρο, η τέχνη του υποκρίνεσθαι είναι ένα επάγγελμα. Για ποιον λόγο υπάρχει αυτή η εμμονή του κόσμου, εντός και εκτός του χώρου, να τοποθετούν τους ηθοποιούς πέραν της κοινωνικής κανονικότητας και κατά πόσο δικαιολογείται αυτό;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Ας μην ξεγελιόμαστε. Το επάγγελμα δε σημαίνει πάντα ότι έχει αρνητικό νόημα. Να ξέρουμε καλά τι λέμε. Όταν λέμε «αυτός είναι ένας πολύ καλός επαγγελματίας», να μάθουμε να διαβάζουμε τη λέξη αυτή σωστά. Σημαίνει ότι κάποιος ξέρει και κάνει το επάγγελμά του με τεχνική, με συνέπεια, με πειθαρχία και δεν είναι το αντίθετο του καλλιτέχνη, αυτό το «όποτε μου έρθει η έμπνευση θα το κάνω» ή «όταν θα αισθανθώ κάτι». Στη δουλεία του ηθοποιού, επειδή είναι ομαδικό άθλημα, συναντιούνται μια ομάδα ανθρώπων και κάνουν μια παράσταση. Δεν είναι όπως ο μουσικός, που έχει μια μοναχικότητα. Εδώ, αν δεν είσαι σωστός επαγγελματίας, δεν ανταπεξέρχεσαι. Ας πούμε, ηθοποιοί που είχαν προβλήματα με τα ερωτικά τους ή άλλα θέματα και δεν έδειχναν συνέπεια… Σιγά σιγά άδειασε ο χώρος. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι του επαγγελματία. Και να μη νιώθουμε ότι η λέξη αυτή έχει κάτι κακό. Βέβαια, μέσα στον επαγγελματισμό πρέπει πάντα να διαθέτεις όλη την τρέλα, την εφηβικότητα και τη φρεσκάδα του ερασιτέχνη. Μπορείς να το κάνεις αυτό; Εκεί είναι η μαγκιά. Και όσον αφορά στο θέμα της αμοιβής των καλλιτεχνών. Είχε έρθει ένας Γερμανός σκηνοθέτης στο Κρατικό και το πρώτο πράγμα που ρώτησε είναι ποια είναι η αμοιβή του ηθοποιού. Στο Εθνικό δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα τώρα με την κρίση, έχουν γίνει κάποιες μικρές περικοπές. Και του είπαν ότι καθαρά είναι γύρω στα χίλια τρακόσια. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ξέρετε ποιος είναι ο μισθός του Γερμανού ηθοποιού σε ένα αντίστοιχο θέατρο; Πέντε χιλιάδες. Λοιπόν, ένας ηθοποιός για να αποδώσει όσο μπορεί, θα πρέπει κατά κάποιον τρόπο να του λύσεις τα οικονομικά του προβλήματα. Γιατί αν πάει σπίτι του και η γυναίκα του και τα παιδιά του θα τον φέρουν αντιμέτωπο με πρακτικά προβλήματα.

Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart) – Μια τελευταία ερώτηση, που κουμπώνει μάλλον με όσα μόλις μου είπατε. Βλέπουμε μια σύγχρονη Ελλάδα, η οποία διακατέχεται από ένα δηλητήριο θα λέγαμε, το οποίο σκοτώνει τα όνειρα, όχι μόνο των ανθρώπων που έχουν είκοσι χρόνια πορείας στο χώρο, αλλά των νέων ανθρώπων. Και όχι μόνο των ηθοποιών. Όλων των νέων ανθρώπων. Ποιο είναι αυτό το δηλητήριο; Εσείς έχετε στο μυαλό σας κάποιο αντίδοτο για όλο αυτό;

Φιλαρέτη Κομνηνού – Το αντίδοτο προς το παρόν, για μένα, για τον δικό μου κόσμο, είναι η τέχνη και το θέατρο. Δεν μπορώ να το προτείνω εγώ αυτό στον κάθε πολίτη που τον μαστιγώνει η εφορία. Και εμένα προσωπικά με μαστιγώνει η εφορία. Δεν μπορείς να του πεις ότι είναι αντίδοτο η τέχνη. Εμένα το θέατρο με καταλαγιάζει. Με κάνει να ξεχνιέμαι τουλάχιστον. Μου δίνει κάποιες στιγμές ευφορίας. Από εκεί και πέρα το δηλητήριο υπάρχει, αλλά για πόσο ακόμα; Κάποια στιγμή έλεγα ότι φτάσαμε στα όρια αντοχής μας, αλλά συνεχίζεται. Αυτή είναι τώρα η αγωνία μου. Μέχρι που θα πάμε. Πόσο ακόμα; Και η Ελλάδα έχει γίνει το στόχαστρο; Όλα τα δεινά σε αυτόν τον τόπο πέσανε; Πληρώνουμε τα λάθη μας, αλλά μέχρι πότε πια; Ήδη αυτός ο λαός δίνει σημεία εξάντλησης.

Συνέντευξη: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr