Τον Αλέξανδρο Κτιστάκη τον γνωρίσαμε μέσα από τις συναυλίες του Θανάση (μη ρωτήσετε ποιον Θανάση, ένας είναι!) όταν με πάθος ερμήνευε την “Ουρά του αλόγου”. Γεννημένος στη Λάρισα, αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, κατέληξε στην Αθήνα, όπου και ζει τα τελευταία χρόνια. Τον συνάντησα στο Ραμόν, στο μαγαζί που θα τον δείτε τόσο να παίζει μουσική, όσο και να σερβίρει τον κόσμο. Μου μίλησε για τη ζωή του, για τα σχέδιά του, για τις ευαισθησίες του και για όσα τον απασχολούν. Πρόκειται για ένα παιδί ταπεινό, προσγειωμένο και με μεγάλη αγάπη για αυτό που κάνει. Αλέξανδρε Κτιστάκη χαιρόμαστε να γνωρίζουμε ανθρώπους σαν κι εσένα! Ραντεβού στις 20 Φεβρουαρίου, στο Club του Σταυρού του Νότου!
Ελένη Σινάκου (Lavart): Ποια ήταν η πρώτη σου εμπειρία με τη μουσική και το τραγούδι; Ήθελες από μικρός να ασχοληθείς με αυτό;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Νομίζω ότι ήταν οι ορχήστρες από το θέατρο σκιών. Αυτό κάπως με έκανε να μου αρέσει η μουσική και το τραγούδι. Μου άρεσε πολύ ο Καραγκιόζης, δηλαδή. Οι γονείς μου, όμως, ήταν λίγο αρνητικοί στο να μου πάρουν κιθάρα, όταν τους το είχα ζητήσει, γιατί δεν ήθελαν να το παρατήσω τόσο γρήγορα λόγω των κακών συνθηκών στο ωδείο. Αλλά μου έφερε ο νονός μου μια κιθάρα και έτσι ξεκίνησα να παίζω.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Πως ένιωσες την πρώτη φορά που ανέβηκες στη σκηνή;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Η πρώτη φορά που έπαιξα ήταν σε μια γιορτή, στην Γ’ Γυμνάσιου. Ήταν γιορτή για την 25η Μαρτίου και είχα πει το “Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη” του Σαββόπουλου. Εντάξει… αγχώθηκα, αλλά είχε απήχηση (γέλια). Αργότερα με τον Θανάση, στις πρώτες συναυλίες δε συμμετείχα. Με ανέβασε ο Θανάσης, όμως, το 2004, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα, γιατί είχα πάρα πολύ άγχος για αυτό που γινόταν εκείνη τη στιγμή. Λοιπόν, ήταν το ’12 που με ανέβασε και είπα την “Ουρά του αλόγου” και έτσι ξεκίνησε και μου είπε να ασχοληθώ. Πιο πριν είχαμε και ένα συγκρότημα που παίζαμε, αλλά όχι πολύ συχνά, γιατί νομίζαμε ότι, αν παίζαμε συχνά, θα είμαστε ψώνια (γέλια). Οπότε κάναμε ένα live το χρόνο. Παίζαμε με τον Κωνσταντή και τον Τάσο από τους Λάργκο. Μετά, η πρώτη συναυλία με τον Θανάση, στην Τεχνόπολη το ’13, ήταν χάλια! Χάλια! Τεράστιος ήχος, ο κόσμος που ρωτούσε “ποιος είναι αυτός”, κι εγώ δεν τραγούδησα καλά… χάλια! Αλλά μετά και αυτό βρήκε το δρόμο του.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Τι δυσκολίες θεωρείς ότι αντιμετωπίζει ένας νέος καλλιτέχνης στην προσπάθειά του να αναδειχθεί και να γίνει γνωστός;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Αρχικά, δεν πιστεύω πως πρέπει να παίζουμε μουσική για να γίνουμε γνωστοί. Παίζουμε μουσική, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είναι παρηγοριά για όσα συμβαίνουν και στους ανθρώπους και στην κοινωνία. Οι δυσκολίες είναι οικονομικές κυρίως. Δεν μπορείς εύκολα να επιβιώσεις μόνο με τη μουσική. Δεν υπάρχει και καμία μεγάλη αγορά στην Ελλάδα. Το καλό, όμως, είναι ότι υπάρχει το ίντερνετ και ο καθένας μπορεί να δείξει τη δουλειά του. Επίσης, γίνονται και πολλά φεστιβάλ, πιο μικρά, που κάποιος μπορεί να δείξει τη δουλειά του και υπάρχουν και πολλά μαγαζιά με live μουσική, που ο καθένας μπορεί να παίξει και να πει αυτά που θέλει. Ακόμη όμως και αν κάποιος θέλει να ζήσει μέσα από τη μουσική, υπάρχει ένας δρόμος, μια ανηφόρα μέχρι να πατήσει στα πόδια του.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Εσύ πως αντιμετωπίζεις γενικά τις δυσκολίες στη ζωή σου;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Συνήθως, όταν είσαι μέσα σε μια δυσκολία δεν μπορείς να την αντιληφθείς πλήρως, τη σφραγίδα της δεν σου την έχει αφήσει ακόμη. Οπότε, εγώ προσωπικά, εκείνες τις περιόδους έχω μια υπευθυνότητα και μια στιβαρότητα απέναντι σε αυτό. Ταυτόχρονα, βέβαια, έχω και μια μεγάλη απογοήτευση για το μέλλον, το τι θα γίνει μετά, πόσο θα διαρκέσει μια τέτοια δύσκολη κατάσταση. Μετά από τέτοιες καταστάσεις επηρεάζεται πολύ η ψυχολογία μου, γιατί βγαίνει όλη η ένταση, αλλά ακόμη και αυτά ο χρόνος κάποια στιγμή τα διώχνει. Σε επαναφέρει στην πραγματικότητα μετά από λίγο. Όλοι οι άνθρωποι βιώνουν δυσκολίες. Απλά, νομίζω ότι είμαστε πιο μαλθακοί σαν γενιά εξαιτίας των ευκολιών που είχαμε σαν άνθρωποι. Δεν έχουμε το σθένος που είχαν οι παλιότεροι, που ζούσαν στη φύση, που έκαναν πράγματα με τα χέρια. Η γιαγιά μου για παράδειγμα, έχει περάσει αντάρτικο, έχει δει πολύ θάνατο, έχει χάσει το γιο της. Αυτός ο άνθρωπος έχει φτάσει 94 χρονών και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κι εμείς τρέχουμε στους ψυχολόγους! (γέλια)
Ελένη Σινάκου (Lavart): Υπάρχει κάτι που να σε φοβίζει;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Η αρρώστια και ο θάνατος. Εντάξει, προσπαθώ να τα διαχειριστώ. Α, ναι! Υπάρχει και η μοναξιά, δηλαδή, το να μην έχεις ανθρώπους δίπλα σου. Κι εγώ, για παράδειγμα μου αρέσει να είμαι μόνος στο σπίτι ή ακόμη και σαν φοιτητής, δεν έκανα ξέφρενη ζωή, αλλά στην καθημερινότητα δεν μπορώ να είμαι μόνος μου, δεν μου αρέσει. Και επίσης, έχω σταθερές φιλίες χρόνων, με την κοπέλα μου είμαστε 16 χρόνια μαζί. Σε αυτά είμαι κάπως σταθερός. Με φοβίζει η μοναξιά. Με φοβίζει η αρρώστια και ο θάνατος πάρα πολύ, εξαιτίας του ότι το βίωσα από μικρός αυτό. Βέβαια, προσπαθώ να συνυπάρξω με την ιδέα τους, να κατανοήσω, δηλαδή, την ύπαρξή τους στη ζωή μου, να κατανοήσω, επίσης, ότι αύριο μπορεί να μην είμαι εδώ. Και επειδή βίωσα την αρρώστια στην οικογένειά μου, μου περνά από το μυαλό ότι θα αρρωστήσω, αλλά προσπαθώ να συνυπάρξω με αυτό, παρόλο που με φοβίζει.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Πόσο σημαντικό είναι για σένα να έχεις καλή σχέση με τους ανθρώπους που συνεργάζεσαι;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Είναι το σημαντικότερο, νομίζω. Πρώτα απ’ όλα, η συνεργασία στη μουσική είναι και μια κοινωνία. Οπότε, όπως οφείλουμε να είμαστε υπεύθυνοι στην κοινωνία που ζούμε, στην κοινωνία που δημιουργούμε, κάπως έτσι πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι και για τους ανθρώπους αυτούς. Αν υπάρχουν παγερές σχέσεις συνεργατών, κάποιος θα πρέπει να ασκήσει εξουσία στους άλλους. Και αυτό δεν είναι ωραίο. Καλύτερα να είμαστε ομάδα, με τα θετικά και τα αρνητικά της ομάδας, με τις απώλειες και τις προσθήκες που μπορεί να προκύψουν. Και αυτό είναι ένας ζωντανός οργανισμός άλλωστε. Με τα παιδιά είμαστε ακόμη στην αρχή, εκτός από τον Εύρο και τον Ιάκωβο που παίζουμε δυο χρόνια μαζί. Ελπίζω, όμως, και οι υπόλοιποι να περνάνε καλά.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Θα έλεγες ότι είχες κάποιον άνθρωπο που, στα πρώτα σου βήματα, σου στάθηκε ως μέντορας;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Αρχικά, όταν ξεκίνησα να παίζω μουσική, είχα τύχει σε έναν πολύ κάλο δάσκαλο, τον Γιώργο Κωστούλη, ο οποίος, ενώ εγώ στην εφηβεία ήμουν τεμπέλης, κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να στρωθώ και να μάθω κάποια πράγματα, μου έμαθε να σκέφτομαι μέσα στη μουσική, να μπορώ να καταλάβω τη σχέση των συγχορδιών, της κλίμακας. Αυτός μου έδωσε αυτή την αντίληψη και εξαιτίας αυτής της αντίληψης, έχω κάνει μουσική για θέατρο, χωρίς να γνωρίζω νότες, αρμονία. Μετά, στις συναυλίες, φυσικά, ο Θανάσης με τους στίχους του, με τη στάση του απέναντι στα πράγματα, με την ευφυΐα του, τη φαντασία του και, κυρίως, με την ανθρώπινη ύπαρξή του. Δηλαδή, πώς μέσα από έναν προσγειωμένο άνθρωπο και έναν άνθρωπο που είναι 100% μέσα στην πραγματικότητα, βγαίνει ένα τόσο φανταστικό αποτέλεσμα. Και βέβαια, ο Σωκράτης. Το πρώτο κομμάτι που άκουσα και με έκανε να ακούσω αυτή τη μουσική ήταν το “Τσιγάρο ατέλειωτο”.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Δένεσαι εύκολα με τους ανθρώπους;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Ναι, δένομαι εύκολα. Δηλαδή, αυτό που λένε κάποιοι άνθρωποι ότι οι καλοί φίλοι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, εγώ θέλω τέσσερα χέρια. Δένομαι, αρκετά. Όπως είπα και πριν έχω σταθερές φιλίες, ο αριθμός των οποίων μεγαλώνει. Με ανθρώπους, για παράδειγμα, που κάνω παρέα τρία χρόνια, δεν τους ξεχωρίζω από αυτούς που κάνω παρέα είκοσι χρόνια. Δεν συμβαίνει με όλους, αλλά οι φίλοι μου δεν είναι δυο – τρεις, είναι δεκαπέντε – είκοσι.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Ακούς μουσική στον ελεύθερο χρόνο σου;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Εε… εε… (γέλια) Προσπαθώ να ακούω. Κυρίως όταν έχω ελεύθερο χρόνο, τελευταία, προτιμώ να πλησιάζω ένα βιβλίο. Ακούω μουσική εδώ στο Ραμόν που δουλεύω, αλλά, ναι προσπαθώ να ακούω όταν κάνω πράγματα που δεν θέλουν τόσο προσοχή. Δεν βάζω ελληνική μουσική. Συνήθως βάζω ορχηστρικά ή ξένα.
Ελένη Σινάκου (Lavart): Τι προσφέρει σε σένα η μουσική;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Αρχικά, παρηγοριά. Αν υπάρχει κάτι που με βασανίζει, όταν παίζω, το ξεχνώ. Ακόμη και όταν δεν βγαίνει από μέσα μου, γιατί, όταν κάποιος είναι στενοχωρημένος φαίνεται και στο παίξιμο, εμένα με ηρεμεί. Επίσης, είναι σαν να με μεταφέρει σε ένα μέρος που δεν υπάρχει ούτε χώρος, ούτε χρόνος. Συνεπώς, μου προσφέρει μια ελευθερία, την οποία δεν μπορείς να συναντήσεις εύκολα. Και παρόλο που δεν έχω μεγάλη εμπειρία στο συνθετικό κομμάτι, εκτός από το θέατρο και κάποια δικά μου κομμάτια, δεν υπάρχει χώρος και χρόνος, είναι κάτι που δεν καθορίζεται και είναι εντυπωσιακό αυτό. Είναι και ότι εγώ δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Ανεξάρτητα από το αν ενδιαφέρει ή όχι κάποιους να το ακούσουν, εμένα μου προσφέρει οξυγόνο, γιατί η μουσική με βοηθάει να ανασάνω. Άσε που, αν δεν υπήρχε η μουσική, θα ήταν κόλαση, οπότε κάπως πηγαίνω στον παράδεισο! (γέλια)
Ελένη Σινάκου (Lavart): Τι να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;
Αλέξανδρος Κτιστάκης: Υπάρχει ένα υλικό που δουλεύω, αλλά κινούμαι με πολύ αργούς ρυθμούς, γιατί δεν ξέρω αν θα ενδιαφέρει τον κόσμο. Σκέφτομαι ότι θέλω να πω πέντε πράγματα, αλλά γιατί να ταλαιπωρώ τα αυτιά των ανθρώπων; Αλλά, από την άλλη, υπάρχει ένα φούσκωμα στο στήθος που δεν μπορώ να κατανοήσω και έχει ξεσπάσει στο θέατρο, σε κάποια κομμάτια και σε στίχους κυρίως. Υπάρχει υλικό στην άκρη και ελπίζω τα επόμενα χρόνια να γίνει κάτι. Αλλιώς, αυτό που κάνω τα τελευταία χρόνια. Φέτος παίζω σε τρία μαγαζιά, στο Ασκέρι στην Αγία Παρασκευή, στο Ραμόν στο Παγκράτι και στον Καραγκιόζη στα Εξάρχεια. Πιο παλιά έπαιζα και σε άλλα, αλλά πλέον δεν έχω τόσο πολύ χρόνο. Επίσης, στις 5 Μαΐου θα είμαστε στο Κύτταρο με τους Λάργκο και άλλα συγκροτήματα στα πλαίσια του Γιούρια Φεστιβάλ. Προς το παρόν θα τα πούμε και στις 20 του μηνός στο Club του Σταυρού του Νότου.
Συνέντευξη: Ελένη Σινάκου (Lavart)