Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Γιάννη, είσαι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Θεάτρου Θέση. Πες μου, πώς ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα και ποιοι είναι οι στόχοι που έχετε σαν ομάδα;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Ήταν κάτι που το ονειρευόμασταν από τη σχολή. Και οι πέντε που έχουμε ιδρύσει αυτήν την ομάδα προερχόμαστε από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και το εγχείρημα αυτό το σκεφτόμασταν από τότε. Ειδικά οι τρεις από μας που ήμασταν στο ίδιο έτος λέγαμε ότι μόλις τελειώσουμε θα θέλαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, για να δοκιμάσουμε να δημιουργήσουμε πράγματα βασισμένα στην αισθητική μας και στη δύναμη μας. Έτσι, αφού αποφοιτήσαμε και δουλέψαμε αρχικά στο Κρατικό Θέατρο, ήρθε μια στιγμή που αποφασίσαμε να το κάνουμε πράξη. Να τα αφήσουμε δηλαδή όλα τα άλλα πίσω και να κάνουμε τη δική μας δουλειά, σε συνεργασία με το Μιχάλη Σιώνα, το σκηνοθέτη μας, που είναι και αυτός παιδί του ΚΘΒΕ. Και έτσι ξεκινήσαμε. Πολύ δειλά στην αρχή, πολύ φοβισμένοι, αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Πως είναι η εμπειρία της συνεργασίας με το Μιχάλη Σιώνα;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Ο Μιχάλης είναι ένας άνθρωπος που εκτιμούσα πάντα, τόσο σαν ηθοποιό όσο και για το μυαλό του και για το ήθος του. Και πάντα λέγαμε ότι θέλαμε να κάνουμε κάτι μαζί, να συνεργαστούμε. Η συνεργασία μαζί του είναι ότι πιο σημαντικό έχω κάνει και τον θεωρώ όχι μόνο μεγάλο σκηνοθέτη, αλλά και δάσκαλο μου.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Πιστεύεις ότι η σκηνοθεσία, ή για να το πω καλύτερα, η σκηνοθετική προσέγγιση είναι το παν για να πετύχει μια παράσταση; Πολλοί διατείνονται για παράδειγμα ότι ένα καλό έργο χαντακώνεται με μια κακή σκηνοθεσία.
Γιάννης Σαμψαλάκης – Πιστεύω ότι η σκηνοθεσία παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο και όντως ένα καλό έργο μπορεί να χαντακωθεί με μια κακή σκηνοθεσία. Επίσης ένα καλό έργο δε σημαίνει ότι με μια καλή σκηνοθεσία θα είναι καλό. Χρειάζεται οπωσδήποτε σωστή συνεργασία των ηθοποιών με το σκηνοθέτη. Στη δική μας περίπτωση αυτό δούλεψε τέλεια. Συνεργαστήκαμε άψογα, μπορέσαμε να δημιουργούμε και να συνδημιουργούμε στην παράσταση. Και νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, είναι ένα πολύ κλασικό και πολυπαιγμένο έργο. Τι διαφορετικό πιστεύεις ότι προσφέρει η παράσταση και αγκαλιάστηκε τόσο από τον κόσμο εδώ και δύο χρόνια;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Είναι όντως ένα κλασικό και πολυπαιγμένο έργο. Νομίζω όμως ότι έχει αρέσει πολύ στον κόσμο επειδή την έχουμε φτιάξει με ένα πολύ σύγχρονο τρόπο, με σύγχρονη σκέψη και μουσική και αυτό είναι που την κάνει διαφορετική. Είναι μια παράσταση που έχει γίνει με πολλή αγάπη και φρεσκάδα.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Άνθρωποι, νεράιδες, ξωτικά…Ο πλασματικός μπλέκεται με τον πραγματικό κόσμο. Πως το βλέπεις εσύ αυτό το πάντρεμα;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Είναι ένα έργο που έχει τα πάντα μέσα, από ξωτικά και νεράιδες, μέχρι βασιλιάδες, μαστόρους, τα πάντα. Εμείς από την αρχή είπαμε ότι δε θέλουμε να βασιστούμε σε τεχνικά μέσα, όπως φώτα και σκηνικά. Προσπαθήσαμε μόνο σωματικά και ηχητικά, με πολύ απλά πράγματα και με πολλή φαντασία να δημιουργήσουμε μαγεία μέσα στην παράσταση. Με ότι λιγότερο μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε από υλικά αγαθά αλλά με άφθονη φαντασία.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Έχεις μπει στη διαδικασία να πλάσεις στο μυαλό σου έναν ιδανικό κόσμο που θα ήθελες να υπάρχει;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Νομίζω ότι όλοι το κάνουν. Όλοι το σκεφτόμαστε. Δε νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει ο κόσμος που θα ήθελα να ζήσω, αλλά σκέφτομαι ότι θα ήθελα να υφίσταται ένας κόσμος ακριβώς όπως τον θέλω και να ζω εκεί. Προς το παρόν αρκούμαι στο ότι ίσως θα πάω το καλοκαίρι σε κάποιο νησί είκοσι μέρες να κάτσω και να ηρεμίσω εκεί πέρα. Αλλά γενικά μιλώντας θα ήταν ωραία να μπορούσαμε να φτιάξουμε τον δικό μας κόσμο.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Όλοι χρειαζόμαστε και μια ελπίδα, δε νομίζεις;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Σίγουρα. Όλοι χρειαζόμαστε μια ελπίδα. Δυστυχώς, τα χρόνια είναι δύσκολα για όλους, ειδικά για τη γενιά μας, για τους νέους ανθρώπους. Νομίζω ότι βιώνουμε από παραγωγικής πλευράς τα χειρότερα χρόνια της χώρας, αλλά χρειαζόμαστε δύναμη, κουράγιο, υπομονή και συνεργασία. Είναι πολύ σημαντικό.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Στο έργο συναντάμε δεκαπέντε σεξπηρικούς ρόλους, αλλά πέντε ηθοποιούς επί σκηνής. Σε τι αποσκοπεί αυτή η εναλλαγή ρόλων μεταξύ σας και πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν στην πράξη να εντρυφήσεις σε τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Ακριβώς όπως το είπες. Τρεις διαφορετικούς ρόλοι. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο, κυρίως σωματικά, γιατί θέλει πολλή πρόβα και δύναμη και φυσικά πολύ κουράγιο. Νομίζαμε ότι δε θα βγει, κουραζόμασταν πολύ, αλλά με τη σωστή δουλειά και με την καθοδήγηση του Μιχάλη, θα μπορούσα να πω πως από ένα σημείο και μετά, όλο αυτό έγινε κάτι σαν παρτιτούρα. Και φωνητικά και κινητικά δηλαδή είναι σαν μια παρτιτούρα. Έχουμε εκπαιδευτεί πλέον τόσο καλά ώστε να γίνεται εύκολα. Αλλά για να φτάσουμε μέχρι εκεί χρειάστηκε πολλή δουλειά. Γιατί είναι πολύ δύσκολο. Ούτε μια στιγμή δε φεύγουμε από τη σκηνή. Δε σταματάει κανείς μας, καμιά στιγμή. Και να μην παίζεις έχεις να διαχειριστείς κάτι άλλο, είτε με τους ήχους είτε με άλλα πράγματα.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Πρακτικά ποιοι είναι οι λόγοι που επιλέξατε να παιχτούν όλοι οι ρόλοι από συγκεκριμένα άτομα;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Η αλήθεια είναι ότι ήταν δική μας ιδέα να την κάνουμε έτσι την παράσταση. Δεν είχε να κάνει με το ότι δε θέλαμε για παράδειγμα να πάρουμε άλλους ηθοποιούς για να μην είναι μεγαλύτερο το κόστος. Απλώς μας αρέσει αυτός ο τρόπος. Κατά ένα περίεργο τρόπο, όταν μπαίνουν μπροστά σου τέτοιες δυσκολίες, δηλαδή να πρέπει να κάνεις δεκαπέντε ρόλους ή να πρέπει για παράδειγμα να στήσεις μια παράσταση σε ένα πολύ μικρό χώρο, αυτό εντείνει τη φαντασία σου. Εύλογα μπορεί ο καθένας να αναρωτηθεί: μα πώς γίνεται πέντε ηθοποιοί να κάνουν δεκαπέντε ρόλους; Κι εγώ θα πω, ίσως μερικές φορές βοηθάει κιόλας. Γιατί σου δίνει λύσεις πως να πας από τη μια σκηνή στην άλλη και πως να γίνει όλο αυτό το εγχείρημα. Εμένα μου αρέσει πολύ και μας αρέσει και γενικά ως ομάδα. Και το επόμενο καλλιτεχνικό βήμα που θα κάνουμε έτσι θα είναι. Με λίγους ηθοποιούς και πολλούς ρόλους.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Σου αρέσει γενικά να παίρνεις το ρίσκο; Γιατί εγώ πιστεύω είναι ρίσκο για τον ηθοποιό να είναι σε μια σκηνή, εβδομήντα λεπτά, αεικίνητος.
Γιάννης Σαμψαλάκης – Είναι όντως ρίσκο, απλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπιστεύομαι τόσο πολύ τους συναδέλφους μου, που δε φοβάμαι. Ξέρω πως οποιαδήποτε στιγμή, ότι και να συμβεί είτε πάει κάτι λάθος είτε πάει κάτι στραβά, θα είναι εκεί να το σώσουμε. Μου έχει τύχει να είμαι σε παράσταση και με είκοσι ηθοποιούς και να μη νιώθω ασφαλής στη σκηνή, να μη νιώθω άνετα. Ενώ τώρα με αυτούς τους συνεργάτες είμαι μια χαρά.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Πως είναι μετά από δύο χρόνια επιτυχημένης πορείας στην Αθήνα, να επιστρέφεις πίσω, στο Κρατικό Θέατρο, να επιστρέφεις ουσιαστικά στο «σπίτι» σου. Τι συναισθήματα σου γεννάει;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Είναι ακριβώς έτσι. Επιστρέφουμε στο σπίτι μας και δεν επιστρέφουμε μόνο στο Κρατικό Θέατρο. Επιστρέφουμε και στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών που είναι η σχολή μας. Εκεί κάναμε τις διπλωματικές μας, εκεί κάναμε τις παρουσιάσεις μας. Το περιμέναμε όλοι πως και πως και το θέλαμε πάρα πολύ. Και συζητάμε τι θα κάνουμε όλη αυτήν την εβδομάδα που θα είμαστε εκεί πέρα. Η αλήθεια είναι ότι και εμείς όταν ξεκινήσαμε από τη Θεσσαλονίκη δεν είχαμε κανένα όνειρο να κατεβούμε στην Αθήνα οπωσδήποτε. Η έδρα μας άλλωστε είναι ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά δυστυχώς είναι μεγαλύτερη η αγορά στην Αθήνα. Στη Θεσσαλονίκη δε μπορούσαμε να βρούμε ένα θέατρο να παίξουμε καλά – καλά. . Έχει τα καλά του και τα κακά του αυτό. Εμείς πάντως ήμασταν τυχεροί, μας είδαν κάποιοι άνθρωποι, μας πρότειναν να κατεβούμε και πήγαμε καλά. Αλλά η Θεσσαλονίκη δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μας και θα παραμείνει έδρα μας και ότι και να ετοιμάσουμε, το σκεφτόμαστε πρώτα να το ανεβάσουμε στη Θεσσαλονίκη. Είναι το σπίτι μας. Και το ΚΘΒΕ το ίδιο. Μου φαίνεται περίεργο που θα μπω πάλι στη σχολή με αυτή την παράσταση, που τόσο έχω αγαπήσει.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Η υποκριτική πως μπήκε στη ζωή σου; Ήταν από την αρχή όνειρο ζωής ή προέκυψε;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Όχι δεν ήταν από την αρχή. Εγώ μπήκα στη σχολή, στο Κρατικό Θέατρο οριακά, από άποψη ηλικίας. Μπήκα στα είκοσι – τέσσερα μου. Νωρίτερα δεν το σκεφτόμουν. Μέχρι τα είκοσι μου δεν είχα κανένα όνειρο να γίνω ηθοποιός. Όπως και πολλοί άλλοι ηθοποιοί, μπλέχτηκα με μια ομάδα όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο και όταν ξεκίνησα να δουλεύω για μια παράσταση, δε μπορώ να πω ότι μαγεύτηκα μόνο με αυτό που γινόταν πάνω στη σκηνή. Αλλά μου άρεσε γενικά. Μου άρεσε γενικά το να δουλεύω για τα φώτα, να δουλεύω για τα σκηνικά, να δουλεύω για τον ήχο, για τις αφίσες, για οτιδήποτε. Γενικά με γοητεύει αυτή η συνεργασία του να συνυπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι μεταξύ τους, με τόσες πολλές διαφορετικές ειδικότητες και ιδιότητες. Μου αρέσουν πολύ αυτές οι δουλειές γύρω από το θέατρο. Πέρα από το να είμαι ηθοποιός. Και τις κάνω κατά καιρούς.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Υπήρξαν αρχικοί ενδοιασμοί ή ενδεχομένως ενστάσεις, είτε από το οικογενειακό περιβάλλον είτε από φίλους, λόγω του ότι τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα περνάει μια έντονη κρίση;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Κοίταξε, η αλήθεια είναι ότι εγώ μόλις τελείωσα το πανεπιστήμιο, πέρασα στο Κρατικό. Και ήταν πιο εύκολο να το δεχτούν οι γονείς μου, επειδή είχα πάρει το πτυχίο μου. Ήμουν από τους τυχερούς που οι γονείς μου το δέχθηκαν και με στήριξαν πάρα πολύ. Δεν είχαν και άλλη επιλογή φυσικά. Αλλά αυτό που λες ότι το επάγγελμα περνάει κρίση, θέλω να σου πω ότι όλα τα επαγγέλματα περνάνε κρίση, είναι ένα από αυτά.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Το λέω γιατί είναι από τα επαγγέλματα, όπως και η δημοσιογραφία και κάποια άλλα, στα οποία υπάρχει ένας κορεσμός. Και αυτό ίσως συνέβη γιατί πολλοί το ακολούθησαν επειδή ακούστηκε ένα συγκεκριμένο διάστημα ή επειδή έγινε μόδα, χωρίς πραγματικά να το θέλουν.
Γιάννης Σαμψαλάκης – Σίγουρα. Καταλαβαίνω τι λες. Απλά θεωρώ πως όταν πας να κάνεις κάτι, ένα επάγγελμα, απλά επειδή ακούγεται ή επειδή είναι μόδα, δε θέλω και να είμαι αφοριστικός ή απόλυτος, αλλά νομίζω πως δε θα βρεις το δρόμο σου. Νομίζω ότι πρέπει να το αγαπάς πολύ, να το θέλεις πολύ και πάνω απ’ όλα να το πιστεύεις αυτό που κάνεις.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Θα σκεφτόσουν ένα πιθανό άνοιγμα στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο; Να αφήσεις για λίγο το σανίδι;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Γενικά, η αλήθεια είναι ότι οι σχολές μας στην Ελλάδα, και το Κρατικό και το Εθνικό αλλά και οι ιδιωτικές, μας εκπαιδεύουν κυρίως για το θέατρο. Και εγώ αυτό έχω μάθει και μου αρέσει πολύ. Τηλεόραση δεν έχω κάνει ποτέ. Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω μια ταινία μεγάλου μήκους – συμμετείχα σε μια ταινία του Πάνου Κακανεβάτου- τις Όχθες, μαγεύτηκα. Δεν το πίστευα όλο αυτό που έβλεπα, όλο αυτό που στήνεται, το πόσο διαφορετικό δηλαδή μπορεί να είναι το πραγματικό πλάνο απ’ αυτό που θέλουν να δείξουν. Και αυτό γίνεται με τεχνικά μέσα και με σωστή δουλειά από αυτούς τους ανθρώπους. Μου άρεσε πολύ αυτό και αν κάτι σκέφτομαι για τα επόμενα χρόνια είναι ότι θα ήθελα να κάνω κινηματογράφο. Τώρα για την τηλεόραση δε θα σου έλεγα ότι υπάρχει κάτι αυτή τη στιγμή που ζηλεύω. Ας είμαι ειλικρινής με τρομάζει και λίγο η τηλεόραση. Όλη αυτή η έκθεση. Παλιότερα πάντως είδαμε και πολύ ωραία πράγματα. Όμως τώρα πια δεν υπάρχουν αυτές οι δουλειές και για αυτό νομίζω πως δε βλέπουμε και στις σειρές πολύ ωραίους και πολύ σημαντικούς ηθοποιούς, όπως βλέπαμε παλιότερα. Και θεατρικούς ηθοποιούς σπουδαίους, που επέλεγαν να παίξουν σε σειρές. Τώρα δύσκολα συμβαίνει αυτό.
Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart) – Πιστεύεις ότι αυτό μπορεί να διορθωθεί και ότι οφείλεται καθαρά στην οικονομική δυσχέρεια της εποχής μας ή και οι τηλεθεατές δεν είναι προσανατολισμένοι να δουν για παράδειγμα ένα σήριαλ δραματοποιημένης λογοτεχνίας;
Γιάννης Σαμψαλάκης – Νομίζω ότι οι τηλεθεατές είναι έτοιμοι. Θέλουν να δουν κάτι τέτοιο, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει το budget για να γίνει κάτι σοβαρό. Μιλάμε για ακριβές παραγωγές. Νομίζω όμως ότι οι τηλεθεατές θα ήθελαν πολύ να επιστρέψουμε σε τέτοιου είδους παραγωγές. Δε νομίζω ότι απλά έχει αλλάξει η νοοτροπία τους και η αισθητική τους.
Συνέντευξη: Ευγενία Θεοδωρίδου (Lavart)