Προτάσεις ταινιών του ευρωπαϊκού κινηματογράφου πάνω στη θεματική του χρόνου.
«Τι είναι ο χρόνος;»
Έχουμε τόσες εκφράσεις γι’ αυτόν. Λέμε, για παράδειγμα, «όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος», «ο χρόνος είναι χρήμα», «κάλλιο αργά, παρά ποτέ». Πρόκειται για ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, μια διάσταση της φυσικής, ένα πολύτιμο αγαθό. Είναι γιατρός, σύμβουλος, δάσκαλος, κριτής, πανδαμάτωρ, ο πάντων πρόγονος. Τον επενδύουμε, τον σπαταλάμε, τον αφιερώνουμε, τον αναζητούμε, χωρίς ποτέ να μπορούμε να τον αποφύγουμε.
Πώς μεταφράζεται το πέρασμα του χρόνου κινηματογραφικά; Πώς μπορεί να ερμηνευτεί το φάσμα των ανθρώπινων δράσεων και ψυχικών διαθέσεων όταν έρχονται αντιμέτωποι μ’ αυτόν; Παρακάτω αναφέρονται παραδείγματα ταινιών όπου ο χρόνος πρωταγωνιστεί, συμπιέζεται, συνταυτίζεται, παγώνει, μπερδεύεται, ή γιγαντώνεται μέσα στον αφηγηματικό χρόνο.
Η Κλεό Από Τις 5 Ως Τις 7 (Cléo de 5 à 7) της Ανιές Βαρντά (1962), εκτυλίσσεται ανήμερα του θερινού ηλιοστασίου, της μεγαλύτερης ημέρας του χρόνου. Η Κλεό (Κορίν Μαρσάντ), μια νεαρή Παριζιάνα τραγουδίστρια, εκείνη τη μέρα διανύει το μεγαλύτερο απόγευμα της μέχρι τότε ζωής της. Περιμένει να βγουν τ’ αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων που θα δείξουν αν έχει καρκίνο ή όχι. Στο ενδιάμεσο, μέχρι την ώρα του ιατρικού ραντεβού πηγαίνει σε χαρτορίχτρα, ψωνίζει καπέλα, συναντά ανθρώπους, περιδιαβαίνει το πολύβουο Παρίσι παρατηρώντας τον κόσμο γύρω της. Προληπτική και πεπεισμένη ότι θα λάβει αρνητικά αποτελέσματα, βλέπει παντού σημάδια θανάτου ερμηνεύοντάς τα ως ενδείξεις ότι ο χρόνος της λιγοστεύει.
Σχετικά απλή η σεναριακή ιδέα, η εκτέλεση, ωστόσο, δίνει στο φιλμ μια ήρεμη δύναμη, βάζοντας τόσο την Κλεό όσο και τον θεατή σε θέση παρατήρησης και ενδοσκόπησης. Ο φακός της Βαρντά, άλλοτε λυρικός, άλλοτε μελαγχολικός, άλλοτε παιχνιδιάρικος, μα πάντα ευθύς και ειλικρινής καταγράφει σε κεφάλαια τη μικρή οδύσσεια της Κλεό. Με αναφορές στη nouvelle vague, ένα δίωρο συμπυκνώνεται σε μιάμιση ώρα κινηματογραφικού χρόνου. Το πέρασμα των λεπτών μοιάζει ρεαλιστικό θυμίζοντας στον καθένα εκείνη την αγωνιώδη στιγμή στο χρόνο που οι ώρες έμοιαζαν ατέλειωτες.
Το θρίλερ Τρέξε, Λόλα, Τρέξε (Lola Rennt) του Τομ Τίκβερ (1998) εκτυλίσσεται, αντίστοιχα, σ’ ένα πρωινό, όμως η αφήγηση υπολείπεται της γραμμικότητας της «Κλεό». Η Λόλα (Φράνκα Ποτέντε) δέχεται ένα απελπισμένο τηλεφώνημα από τον φίλο της, Μάνι (Μόριτζ Μπλάιμπτροϊ), ο οποίος έχασε κατά λάθος τα 100.000 γερμανικά μάρκα που όφειλε στο μαφιόζο αφεντικό του. Μένουν είκοσι λεπτά ως την καθορισμένη συνάντηση για να βρει το ποσό, αλλιώς κινδυνεύει η ζωή του. Τρέχει, λοιπόν, η Λόλα να τον βοηθήσει. Ακολουθούν τρία εναλλακτικά σενάρια του ίδιου εικοσάλεπτου, τρεις μοιραίες πιθανότητες λύσης του προβλήματος επηρεασμένες κάθε φορά από τις διαφορετικές επιλογές της ηρωίδας.
Αν και κεντρική θεματική της ταινίας δεν αφορά τόσο τον χρόνο ως ιδέα όσο μια εξερεύνηση της θεωρίας του χάους, εν τέλει, οι δείκτες του ρολογιού, το ατέρμονο τικ τακ των λεπτών που περνούν είναι ο καταλύτης της δράσης. Επιπλέον, η μάλλον παρωχημένη 90’ς αισθητική ίσως και να ξενίσει κάποιους, όμως ο φρενήρης ρυθμός του μοντάζ και η μουσική επένδυση εμπλουτίζουν το εικοσάλεπτο πραγματικού χρόνου, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον.
Στο Πέρσι Στο Μάριενμπαντ (L’année dernière à Marienbad) του Αλέν Ρεσνέ (1961), ένα πολυτελές ξενοδοχείο είναι το σκηνικό όπου ο χρόνος και τα γεγονότα ρέουν και μπλέκονται μεταξύ τους, σε ένα μεθυστικό, καθηλωτικό, οπτικό «stream of consciousness». Ένας ανώνυμος άνδρας (Τζώρτζιο Αλμπερτάτσι) ζητά από μια ανώνυμη παντρεμένη γυναίκα (Ντελφίν Σερίγκ) να το σκάσουν μαζί. Ένα χρόνο μετά, το ζευγάρι συναντιέται ξανά στο Μάριενμπαντ και ο μίτος της σχέσης τους χάνεται στο χωροχρόνο.
Ποια είναι η αρχή, η μέση και το τέλος; Πότε συνέβη τι; Στο χρονικό αυτής της σχέσης, πού τελειώνει η αλήθεια και πού ξεκινά η φαντασίωση; Η δεξιοτεχνία του φιλμ έγκειται στο γεγονός ότι εν τέλει, δεν έχει σημασία καθώς υπάρχουν πολλαπλές ερμηνείες που επιδέχεται το τελικό αποτέλεσμα.
Το αριστουργηματικό μονοπλάνο του Αλεξάντερ Σοκούροφ Ρωσική Κιβωτός (Russkiy Kovcheg, 2002) αποτελεί ένα πραγματικό tour-de-force αισθητικής και τεχνικής δεινότητας. Ένας άνδρας του 21ου αιώνα «ξυπνά» στο μουσείο του Ερμιτάζ, χωρίς να γνωρίζει αρχικά πού ή σε ποια χρονική περίοδο βρίσκεται. Αθέατος από τον περίγυρο του, προσπαθεί να ελιχθεί μέσα στην πληθώρα ατόμων που συναντά. Ο μόνος που μπορεί να τον δει είναι ένας μυστηριώδης Γάλλος αριστοκράτης του 19ου αιώνα. Αυτό που ακολουθεί είναι μια περιπλάνηση στα 300 χρόνια ρωσικής ιστορίας, διαμέσου αυτού του ανώνυμου «χρονοταξιδιώτη».
Γυρισμένο σε μία αδιάκοπη λήψη, απουσία μοντάζ, το φιλμ διάρκειας μίας ώρας και σαράντα λεπτών ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ, με στοιχεία σουρεαλισμού και φιλοσοφίας. Φιλόδοξο σε σύλληψη και εντυπωσιακό σε εκτέλεση, αποτελεί ένα μνημειώδες κινηματογραφικό επίτευγμα.
Η βραβευμένη στις Κάννες με Χρυσό Φοίνικα Μια Αιωνιότητα Και Μια Μέρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1998) ακολουθεί τις περιπλανήσεις του Αλέξανδρου (Μπρούνο Γκαντζ), ενός ποιητή στη δύση της ζωής του -για μια μέρα. Αντίθετα με την Κλεό της Βαρντά, γνωρίζει τί του επιφυλάσσει το μέλλον. Την επομένη αναμένεται να εισαχθεί στο νοσοκομείο, πάσχοντας από κάποια σοβαρή αδιευκρίνιστη ασθένεια. Μέσα σε μία μέρα, καταφέρνει να χωρέσει μία αιωνιότητα: τις αναμνήσεις μιας ζωής, ποιητικές εξάρσεις, στοχασμούς πάνω στα λάθη και τις παραλείψεις του παρελθόντος, αλλά και μία σύντομη περιπέτεια, όταν παίρνει υπό την προστασία του για μερικές ώρες ένα ορφανό προσφυγόπουλο (Αχιλλέας Σκεύης) που συνάντησε στο δρόμο.
Ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά μακρόσυρτα πλάνα του για ν’ αποδώσει το αργό πέρασμα του καιρού και το θυμικό των ηρώων του και αποσπά αξέχαστες ερμηνείες από τους ηθοποιούς του. Με ποιητικότητα αλλά και σταθερό βλέμμα, αιχμαλωτίζει τις ευαισθησίες ενός ανθρώπου απρόθυμου και ανέτοιμου ν’ ανταποκριθεί στο αναπόφευκτο κάλεσμα του θανάτου.
«-Ο παππούς λέει ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί, που παίζει πεντόβολα στην άκρη της θάλασσας.»
Πηγή Φωτογραφιών: imdb.
Κείμενο: Μαρία Κολιού (Lavart)