Το Βιβλίο Κόλαση (El Libro Infierno) / Κάρλο Φραμπέτι / Εκδόσεις Opera
Κριτική
«Αφήστε κάθε ελπίδα, εσείς που μπαίνετε»
– Η επιγραφή στην είσοδο της κολάσεως, από τη «Θεία Κωμωδία»
Ο Κάρλο Φραμπέτι μισεί την ανθρώπινη ύπαρξη, και δε θα χάσει την ευκαιρία να μας το υπενθυμίσει ξανά και ξανά και ξανά. Και ξανά.
Ίσως το «μισεί» να είναι όρος υπερφορτωμένος: ο Κάρλο Φραμπέτι απεχθάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη, ή μάλλον, δυσφορεί ως προς την αναπόφευκτα ερεβώδη κατάληξή της (και άρα και το status quo της, καθώς το εφικτό εξισώνεται με το ισχύον, το δυνάμει με το αληθές). Και πώς να μη δυσανασχετεί, άλλωστε; Αυτή δεν ευθύνεται για την αυθαίρετη άσκηση της βίας, για την περιχάραξη της ελευθερίας; Κάθε ελευθερίας; Αυτή δεν προσδιόρισε, μέσω των οργανικών μονάδων της, τις έννοιες της ομορφιάς, του έρωτα, του ιδεώδους, πριν τις προδώσει με τον πιο οικτρό τρόπο; Δίνοντας πνοή σε μια αυτοκαταστροφική μανία που δαμάστηκε με αριστοτεχνική μαεστρία και σβελτάδα, με τους ανθρώπους της ιστορίας (κάθε ιστορίας) να δημιουργούν τις δικές τους προσωπικές κιβωτούς μίσους· οχήματα σκέψης και βόμβες ιδεών, χαραγμένες προεκτάσεις της αδικίας του ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο· τα βιβλία. Τα βιβλία (πιο συγκεκριμένα: ορισμένα βιβλία), λοιπόν, αξίζουν μια ολόδική τους κόλαση, κατά τον Φραμπέτι, μια αιώνια καταδίκη της χάρτινης κληρονομιάς όσων αξίζει να καταδικαστούν (των δημιουργών – και ίσως των αναγνωστών τους).
Μια βιβλιοθήκη κόλαση: εδώ βρίσκεται πεταμένος ο περιπλανώμενος αφηγητής μας, εδώ παραμονεύει και ο φτερωτός βιβλιοθηκάριος με τη διχαλωτή γλώσσα, ο μοναδικός σύντροφος και συνοδοιπόρος του. Μαζί θα περιδιαβούν τα κυλινδρικά επίπεδα της δαντικής αυτής αντεστραμμένης πυραμίδας, πατώντας σε βιβλία σκαλοπάτια και πετώντας από τον πάτο του ενός πηγαδιού στο πατάρι του επόμενου. Από τη μια σκηνή στην επόμενη, οι δυο που βαθιά μέσα τους ίσως να ήταν ένας. Μαζί στοχάζονται, μαζί συνομιλούν και διαφωνούν, εκστομίζοντας τις ιδέες του (όχι και τόσο καλά) κρυμμένου μαριονετίστα τους μέσω μαθηματικών γρίφων και απόκρυφων μαθημάτων για τη ζωή, την πρωτοτυπία, την τέχνη και τους αριθμούς. Και οι δυο τους πεισματάρηδες (αλλά έντιμοι), περήφανοι (αλλά λογικοί), και οι δυο τους Δάντης και Βιργίλιος συνάμα: συμβουλεύουν και αναρωτιούνται, αναλύουν και εξετάζουν, πριν προχωρήσουν στο επόμενο προβλέψιμο πρόβλημα παντελώς πανέτοιμοι. Βεατρίκη τους; Η έξοδος, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια εξιχνίασης ή εξήγησης της οργανωμένης παράνοιας που δοκιμάζουν παραμένει μια πρόκληση ευκόλως προσπελάσιμη (αν μπορεί να λυθεί, έχει λυθεί). Κάθε κύκλος προτάσσει ένα νέο βιβλικό αμάρτημα των βιβλίων, θα είναι η λογοκλοπή, θα είναι η αλαζονεία του δημιουργού, καταφέρνει πάντως να προσφέρει πάντα μια φρέσκια σκοπιά του βιβλιοθηκάριου (;) για το τί ετικετοποιείται ως «αμαρτωλό».
Σωροί τα αποφθέγματα και οι λατινικές ρήσεις, ρέουσες βρύσες οι αναφορές σε Βρετανούς συγγραφείς, Γερμανούς επιστήμονες, Ιταλούς ζωγράφους, Ρώσους σκακιστές.
Ο Φραμπέτι έχει πολλά να πει, ναι. Είναι φανερό πως οι σκέψεις του είναι καρπός χρόνιας μελέτης και εμπειρικής προσέγγισης, μια συνεχής αναδιατύπωση πορισμάτων που καρτερούσε να αιμορραγήσει σε κάποια μορφή μέσου ανάγνωσης ιδεών. Κι όταν, τελικά, αφού έγραψε και ξαναέγραψε, διόρθωσε και ξεσκάρταρε, αποφάσισε να ανακηρύξει το έργο του τελειωμένο, αυτό που έμεινε είναι ο ατόφιος και περίλαμπρος σκελετός μιας βαθυστόχαστης άποψης για την ανθρώπινη νόηση, συνείδηση και ενσυναίσθηση, δύναμη και ευαισθησία. Περιβάλλεται, ωστόσο, από τις κορδέλες μιας πρόχειρα στοιβαγμένης μυθιστορηματικής σάρκας, μιας επιδερμίδας τόσο μεμβρανώδης και γυάλινης στην προσπάθειά της να εμφυσήσει τα «απαραίτητα» στοιχεία δράσης και διάδρασης, που καταλήγει να ενδύει τις καλοδιαρθρωμένες απόψεις του συγγραφέα με τον πομπώδη πυρετό του σχολαστικισμού και της νουθεσίας. Της υπερβολής που καταλήγει σχεδόν δογματική, αν όχι αφομοιωτική. Διότι συμπυκνώνοντας σε τέτοιο σημείο την πληροφορία των θεωριών του, κι αγνοώντας παράλληλα τη θεμελίωση μιας υποτυπώδους αφηγηματικής φόρμας, οδηγείται σε ένα παχύρρευστα συμπαγές κράμα απλής (ανα)διατύπωσης των σκέψεών του, που δυστυχώς απαιτεί από τον αναγνώστη να σεβαστεί τη φόρμα που αντιγράφει ήδη (τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη Αλιγκιέρι). Και να μην κάνει περαιτέρω ερωτήσεις. Αυτό ακριβώς το ύφος διδακτισμού που επωμίζεται (και το οποίο ενδέχεται να είναι κατάλοιπο των κειμένων «εκλαϊκευμένης επιστήμης» και παιδικής λογοτεχνίας του) είναι που τον εκτροχιάζει συνεχώς από κάποιο συγκροτημένο συμπέρασμα: διότι στο τέλος κάθε κύκλου, ένα σχεδόν αυθαίρετα προαποφασισμένο μαθηματικό πρόβλημα περιμένει τον πρωταγωνιστή μας, η λύση του οποίου σπάνια συσχετίζεται με το θέμα, το πλαίσιο, έστω τους προβληματισμούς που παρατάχθηκαν εμπρός του προ ολίγων παραγράφων. Είναι αυτή η επιμονή στην προσπάθεια συνδυασμού (και ταυτόχρονα υπεράσπισης) όλων των θεματικών που αγαπά ο συγγραφέας που καταλήγει να περιορίζει την ισχύ των πραγματικά αξιοσημείωτων στοχασμών του (απουσιάζει, δε, η ονειρική σύμμειξη τρέλας και λογικής, των λέξεων και αριθμών, που συναντάμε στην «Αλίκη» του Κάρολ).
Αυτό που (προσποιητά και πρόδηλα, φυσικά) λησμονεί ο Φραμπέτι, εν κατακλείδι, είναι πως πριν την άσκηση του εγκλήματος, ο εγκληματίας πρώτα όρισε τον όρο «έγκλημα». Με άλλα λόγια: για να οριοθετηθούν τα αντικειμενικά σύνορα μιας νόησης ποιοτικής, μεσολάβησε η νοητή σύλληψη των εννοιών «αντικειμενικότητα», «σύνορο», «ποιότητα», ακόμη και «νόηση». Διότι ο άνθρωπος ευθύνεται όχι μόνο για τις δράσεις αλλά και για τα εργαλεία ερμηνείας, νοηματοδότησης και άρα νομιμοποίησης των προεκτάσεων των δράσεων αυτών: ίσως, μάλιστα, αυτός να είναι και ο λόγος που η κόλαση του Φραμπέτι φαντάζει τόσο ανθρώπινα γνώριμη, μια παρωδία της παρωδίας της ζωής. Ίσως, πάλι, αυτός να είναι και ο κύριος λόγος που τα κίβδηλα βιβλία που κολάζονται στα κοχλάζοντα καζάνια κρίνονται με τόσο παράδοξα κριτήρια: κριτήρια καμωμένα με μυαλό όχι δαιμονικό και απρόσιτο, αλλά ανθρώπινο και ιταλικό. Και εξαιρετικά μαθηματικό.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)