4 Κινηματογράφοι της πόλης
Τέλη έκτης δημοτικού. Εκείνη η μεταβατική εποχή που οι συνήθειες αλλάζουν. Εμείς μεγαλώνουμε και κανονίζουμε τις πρώτες μας εξόδους με πιο συνηθισμένη εκείνη στο σινεμά. Τότε, θυμάμαι, ξέραμε μονάχα έναν κινηματογράφο, τα Village στο νέο εμπορικό. Εντυπωσιακή είσοδος με το συντρυβάνι να δίνει μία δόση εντυπωσιασμού παραπάνω, γυαλιστερά γκισέ εισιτηρίων, ελικοειδείς ουρές για τις αίθουσες (!), ποικιλία άφθονη σε φαγητό και ποτό, τεράστιες και αναπαυτικές πολυθρόνες, γιγαντοοθόνη, action και πάμε! Έχοντας όλα αυτά μπροστά στα μάτια μας, κανένας δεν αναρωτήθηκε ποτέ αν υπάρχουν κι άλλοι κινηματογράφοι πέραν αυτού στην πόλη μας. Βλέπεις, δε χρειάστηκε. Τότε, νομίζαμε πως το σινεμά ήταν ένα και ήταν αυτό.
Πορεία προς την ενηλικίωση
Όπως συνηθίζουν να λένε, ο χρόνος περνά και μαζί του παίρνει κι εμάς.
Πρώτο έτος πλέον. Περπατώ στο δρόμο Σεπτέμβρη μήνα. Βρίσκομαι σε ακόμα μία μεταβατική φάση, εκείνη μεταξύ διακοπών και αναμονής για την επικείμενη πρωτόγνωρη χρονιά. Ανέμελη, λοιπόν, για την ώρα τουλάχιστον, βολτάρω στο κέντρο της πόλης, όταν ξαφνικά πέφτω σε μία είσοδο κτιρίου εντελώς διαφορετική από τις συνηθισμένες, βίντατζ με μία τεράστια επιγραφή, Μακεδονικόν. Το σινεμά ίσως τελικά να μην τελειώνει στις πύλες του Village, σκέφτηκα.
Αισθάνομαι αυτομάτως σαν να έχω βρει τη χαμένη Ατλαντίδα. Παρατηρώ το σεμνό χαρακτήρα του κινηματογράφου. Τα φανταχτερά φώτα και οι περιττές φανφάρες απουσιάζουν καθώς και οι μεγαλεπήβολες αφίσες με σκοπό να τραβήξουν πάση θυσία το βλέμμα οποιουδήποτε περαστικού. Μονάχα τέσσερις αφίσες των προβαλλόμενων ταινιών και από πάνω με καλλιγραφικά γράμματα, σαν παλιά ταινία της Φίνος Φιλμς, οι τίτλοι τους. Είναι απόγευμα ακόμη, η πρώτη προβολή ξεκινά σε περίπου μία ώρα. Ο υπεύθυνος, παρόλα αυτά βρίσκεται εκεί περιμένοντας να κόψει τα πρώτα εισιτήρια της ημέρας. Τον ρωτάω πόσο καιρό το λειτουργεί. «36 χρόνια είμαστε εδώ» μου απαντά. Σχεδόν μισή ζωή, σκέφτομαι. Τον ευχαριστώ και τον αποχαιρετώ, προσωρινώς. Έπειτα από λίγες ημέρες έχω πάρει μία φίλη μου αγκαζέ και βαδίζουμε για την προβολή των 9 – ταινία ευρωπαϊκού κινηματογράφου, όπως συνήθως προτιμά να προβάλλει ο ιδιοκτήτης. Είχε επιλέξει να προβάλλει ακόμη ταινίες της χρονιάς που πέρασε. Εμείς είδαμε το Youth. Είχα μόλις ανακαλύψει τον Sorentino, οπότε θεώρησα πως μετά το La grande bellezza, το timing ήταν τέλειο.
Καθώς μπαίνεις στην αίθουσα, έχεις ήδη καταλάβει τις διαφορές μεταξύ αυτού και ενός συμβατικού κινηματογράφου. Κοινώς, δεν έχει καμία σχέση με ό,τι είχα δει έως τότε. Η αίθουσα ήταν μονάχα μία. Αναπαυτικές θέσεις, τοποθετημένες σε ίσιο έδαφος, δίχως αμφιθεατρική δόμηση όπως ήμουν συνηθισμένη. Θεατές, όχι πολλοί. Βλέπεις, ήταν ακόμη Σεπτέμβρης και οι περισσότεροι επέλεγαν τα θερινά. Η νέα χειμωνιάτικη σεζόν όμως, πλησίαζε κι εγώ πλέον γνώριζα που θα με βρει.. Έκτοτε, δεν σταμάτησα να προτιμώ το Μακεδονικόν, καθώς δεν απογοήτευσε ποτέ τις προσδοκίες μου.
Τόσο κεντρικά μα ταυτόχρονα και τόσο απόκεντρα
Η εξερεύνηση δεν έχει τελειωμό από ό,τι φαίνεται. Έχω βαλθεί να βρω όλα τα πολιτιστικά διαμάντια της πόλης. Μπαίνω στο στενάκι της Ιωάννου Μιχαήλ κι έτσι ανακαλύπτω το Σινέ Βακούρα. Μέσα στο χάος και τη φασαρία της Ναυαρίνου με μιλιούνια ανθρώπων κάθε λογής να κυκλοφορούν, υπάρχει μία κρυφή όαση που πηγαίνεις και αυτομάτως ηρεμείς. Ένα ιστορικό σινεμά από την εποχή των γονιών μου βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, όμως άπαξ και εισέλθεις στο εσωτερικό του, αμφισβητείς το χώρο και το χρόνο που βρίσκεσαι. Παρά την ανακαίνισή του, το παρόν σινεμά κρατά τον καλτ χαρακτήρα του, πιστεύει μεν τις μη εμπορικές ταινίες, όμως δεν έχει φραγμούς στην επιλογή ταινιών που πρόκειται να προβάλλει.
Καθώς βρίσκεσαι στο φουαγιέ, θα σου κάνει βέβαιη εντύπωση η βίντατζ μηχανή ποπ-κορν στο μικρό τους κυλικείο, ενώ στη συνέχεια, κατεβαίνοντας τα σκαλιά δε μπορεί να περάσει απαρατήρητη η παλιά μηχανή κινηματογράφου που κρατούν ως κειμήλιο. Οι αίθουσες πλέον είναι δύο σε αντίθεση με παλιά, όπου η αίθουσα είχε εξώστη. Πλέον με σκοπό την δυνατότητα προβολής δύο ταινιών σε παράλληλο χρόνο, ο εξώστης χωρίστηκε απ’ το υπόλοιπο μέρος και έγινε μια μικρή, ξεχωριστή αίθουσα. Έχοντας περάσει κι απ’ τις δύο, η εμπειρία είναι διαφορετική όμως εξίσου απολαυστική. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν βρέθηκα στη μικρή αίθουσα το 2016 για να δω το Lion. Βγαίνοντας ένιωθα να μοιράζομαι τα δάκρυά μου με τους υπόλοιπους συν-θεατές μου καθώς, έχοντας όλοι μας την ίδια ευαισθησία, αντιλαμβανόμασταν ότι αυτό που μόλις είχαμε δει ήταν ένα σπαρακτικό κομψοτέχνημα. Κάνοντας μία αναδρομή στα τελευταία τέσσερα χρόνια, συνειδητοποιώ ότι τις πιο κομβικές ταινίες, εκείνες που είτε θεωρείς αριστουργήματα είτε απλώς αποτυχίες που σε προβλημάτισαν, τις έχω δει εκεί. Κι αυτό που πάντα παρατηρούσα καθώς έβγαινα από την αίθουσα ήταν η επικοινωνία που αναπτυσσόταν με τους υπόλοιπους θεατές, είτε απλώς με τα μάτια, είτε άλλες φορές ανοίγοντας συζήτηση, σχολιάζοντας, «μοιράζοντας» συναισθήματα.
Το Σινέ Βακούρα συνεπώς πάντοτε έχει να μου προσφέρει μία νέα και – με βεβαιότητα – ξεχωριστή εμπειρία.
Ανεβαίνοντας λίγο πιο πάνω, η ιστορικότητα μεγαλώνει
Περνώ το φανάρι της Καμάρας και βαδίζω προς την Ιασωνίδου. Την ξέρω καλά αυτή την περιοχή, νομίζω. Δίπλα σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο που αγαπώ, βρίσκεται το σινεμά Φαργκάνη. Η επιτομή του καλτ. Μπαίνοντας πιστεύεις πως πράγματι έχεις μεταφερθεί σ’ άλλη εποχή. Η αίθουσα του είναι μία αλλά τεράστια, έτοιμη να φιλοξενήσει άπλετο κόσμο. Θυμάμαι να πηγαίνω να δω το Mother του Αρονόφσκι, το αλληγορικό εκείνο θρίλερ που είχε διχάσει πλήρως το κοινό, μαζί κι εμένα. Εκεί, είχα δει και το Body and Soul, ίσως μία από τις πιο σύγχρονες ταινίες ως προς το θέμα της, με πολλά ψυχαναλυτικά σύμβολα εντός της, να σου προξενεί αμέτρητα φιλοσοφικά και ιδεολογικά ερωτήματα, τα οποία τα συζητάς ξανά και ξανά. Η τελευταία ταινία που είδα στο σινέ Φαργκάνη ήταν το Τζόκερ. Το σινεμά ήταν κάθε μα κάθε μέρα γεμάτο επί ενάμιση μήνα. Οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στην σκοτεινή εκείνη αίθουσα που τους διδάσκει τέχνη, αισθητική αλλά και τους γεννά προβληματισμούς και αβεβαιότητες. Κάτι, με λίγα λόγια, είχε αρχίσει να πηγαίνει ξανά καλά.
Τελευταίος Σταθμός: Αισθητική πέρα από τα σύνορα.
Προχωρώντας λίγο ακόμη προς τα δυτικά του κέντρου, βρίσκομαι στον πιο ιστορικό κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης σήμερα και όχι μόνο, το Ολύμπιον. Βρίσκεται σε ένα από τα πιο κεντρικά και όμορφα -κατά γενική ομολογία- σημεία της πόλης μας: την Πλατεία Αριστοτέλους. Η ημικυκλική του είσοδος είναι αριστοκρατική, θυμίζει νεοκλασικό κτίριο του Παρισιού ή της Ρώμης. Λιτό δεν το λες, όμως κομψό και εντυπωσιακό, σίγουρα. Οι αίθουσες του είναι δύο: το γνωστό σε όλους Ολύμπιον στο ισόγειο αλλά και ο Παύλος Ζάννας στον πέμπτο. Τις επισκέπτεσαι σε κάθε Φεστιβάλ Κινηματογράφου και Ντοκιμαντέρ, καθώς και σε ποικίλα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης. Με λίγα λόγια, ορθά αποκαλείται «σημείο αναφοράς» της πόλης. Το καταλαβαίνεις άλλωστε μόνο παρατηρώντας πόσα ραντεβού δίνονται καθημερινά στην είσοδό του.
Ο χώρος θυμίζει θέατρο παλιάς κοπής, δικαιολογημένα μιας και αρχικώς προβλεπόταν να χρησιμοποιείται ως κινηματοθέατρο. Πρωταγωνιστικό ρόλο στα χρώματα λαμβάνει το κεραμιδί που κατακλύζει όλη την αίθουσα του Ολύμπιον, ενώ η παρουσία του χρυσού αφήνει εξίσου το στίγμα της. Αμέσως προσδίδεται στο χώρο κάποιο κύρος, ενώ παράλληλα οι ταινίες που προβάλλονται είναι επιλεγμένες βάσει της ουσιώδους πλοκής και περίτεχνης σκηνοθεσίας τους. Άλλωστε, το Ολύμπιον εκτός από τις ιδιαίτερες ταινίες που προβάλλει καθ’όλη τη χρονιά, φημίζεται και για τη διοργάνωση και πραγματοποίηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης μας. Paterson, Climax, Three Billboards outside Ebbing, Missuri, Roma, Shoplifters, Cold War, Τhe Florida Project, Jojo Rabbit, είναι μόνο μερικές απ’όσες ταινίες απήλαυσα στο Ολύμπιον τις περασμένες χρονιές.
Τίτλοι Τέλους
Βρισκόμαστε τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά. Οι ταινίες που έχω δει στους τέσσερις κινηματογράφους κοντεύουν τριψήφιο αριθμό. Οι στιγμές στον καθένα τους παραμένουν ακόμη στο νου μου: η παρέα με την οποία βρισκόμουν εκεί κάθε φορά, η εποχή, η χρονιά, οι συζητήσεις που ακολούθησαν έπειτα από κάθε ταινία. Ενώ, παράλληλα, λίγες είναι οι φορές που έχω βρεθεί σε κάποιον εξ’ αυτών δίχως να θεωρήσω την έξοδό μου σημαντική, δίχως να της δώσω την αξία που της αναλογεί. Έτσι, με τον καιρό, αντιλήφθηκα πως ο κινηματογράφος είναι μια τελετουργία. Όσα σου προσφέρει καθώς βρίσκεσαι στην αίθουσα και απολαμβάνεις την ταινία, άλλα τόσα άξια να αφουγκραστείς και να κρατήσεις βρίσκονται στο πριν και το μετά. Αν, λοιπόν, δεν έχει τύχει να επισκεφτείς κάποιον από τα παραπάνω σινεμά, προφταίνεις να επανορθώσεις. Δώσε μία ευκαιρία και σχεδόν μπορώ να εγγυηθώ πως δεν θα χάσεις. Ο καθένας τους έχει να σου προσφέρει και κάτι ξεχωριστό αλλά εξίσου αυθεντικό και καλαίσθητο.