Αφού λύσαμε τον γρίφο της Θεσσαλονίκης, ας δούμε τι μπορούμε να μάθουμε γι’ αυτή τη γυναίκα που από γεννησιμιού της σχετίστηκε με το άστρο του Φίλιππου. Άραγε η ζωή της εξακολούθησε να ορίζεται από τις διαθέσεις των βασιλιάδων της Μακεδονίας;
Ο Φίλιππος Β’, γνωστός στους πολλούς ως ο πατέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, ανέλαβε τα ηνία του κράτους της Μακεδονίας το 359 π.Χ σε καιρούς αστάθειας, ενδοδυναστικών συγκρούσεων και από Βορρά απειλών (οποιαδήποτε σχέση με γεγονότα και καταστάσεις του Game of Thrones είναι συμπτωματική, σας βεβαιώνω). Ήταν νεαρός τότε, 24 χρόνων!
Αν κατάφερε τελικά να επιβληθεί στους ανταγωνιστές του και να απωθήσει τους Ιλλυριούς εισβολείς χάρη στην πολεμική του αρετή, σίγουρα όμως αυτή δε θα αρκούσε από μόνη της για να αναδείξει το κράτος του σε μια περιφερειακή δύναμη που να «αγκαλιάζει» τον κλασικό κόσμο των πόλεων-κρατών.
Υπάρχουν φορές που, όσα δε φέρνει ο πόλεμος, τα φέρνει η ειρήνη. Και τι καλύτερο από το να επισφραγίζει κανείς μια συμμαχία με γάμο. Αυτό συνέβη και με την Ολυμπιάδα, την πριγκίπισσα του κράτους των Μολοσσών στην Ήπειρο, το ίδιο με τη Λαρισαία Φίλινα και φυσικά με τη μητέρα της Θεσσαλονίκης, Νικησίπολη, η οποία καταγόταν από τις Φερές, ούσα μάλλον αριστοκρατικής καταγωγής.
Στο μεταξύ, δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι ατέρμονες συγκρούσεις των Ελλήνων νότια της Μακεδονίας, όπως ίσως θα θυμόμαστε, από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και εξής, ευνόησαν την επικράτηση του Φίλιππου στο πανελλήνιο. Φυσικά κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να γίνει αυτοστιγμεί, αλλά απαιτούσε φαιά ουσία, διπλωματία και πόλεμο.
Εδώ είναι το κομβικό σημείο της Ιστορίας που συνδέει τη Θεσσαλία με τη Θεσσαλονίκη. Γιατί η Θεσσαλία γειτνιάζει άμεσα με τη Μακεδονία, αποτελώντας το αναγκαίο πέρασμα προς Νότο. Βέβαια, η Θεσσαλία των χρόνων εκείνων ήταν πολιτικά διαιρεμένη. Για την ακρίβεια ήταν πολωμένη, γνωρίζοντας έναν πρώτο -τον παραδοσιακό της- πυρήνα στη Λάρισα, έδρα της παλαιάς δυναστείας των Αλευάδων, και αφετέρου έναν νεότερο πυρήνα στις Φερές, όπου εξουσίαζε ο ομώνυμος οίκος.
Οι Θεσσαλοί παραδοσιακά αναγνώριζαν κοινό αρχηγό και συνδέονταν μεταξύ τους σε μια χαλαρή συνομοσπονδία, το λεγόμενο Κοινό των Θεσσαλών. Όταν όμως, ο οίκος των Φερών εκτόπισε τους Αλευάδες από τη θέση του Ταγού, του αρχηγού δηλαδή του θεσσαλικού Κοινού, εξαιτίας της βιαιότητάς του, κρίθηκε ανεπιθύμητος και το καθεστώς λοιδορήθηκε από τους αντιπάλους του ως τυραννί(δ)α. Τελικά, οι Θεσσαλοί ανασύστησαν το Κοινό τους αποκλείοντας από αυτό τους άρχοντες των Φερών. Ωστόσο, για να είναι βέβαιοι ότι οι τύραννοι δε θα εξελίσσονταν εκ νέου σε απειλή, ζήτησαν την υποστήριξη του Φίλιππου.
Για τον Φίλιππο, το ενδιαφέρον για τη Θεσσαλία ήταν δεδομένο, καθώς πέρα από τις γεωγραφικές εξυπηρετούσε και πολιτικές σκοπιμότητες, αφού η Θεσσαλία μετείχε στο Αμφικτυονικό Συνέδριο των Δελφών. Τυχόν εξασφάλιση της ψήφου των Θεσσαλών στο Συνέδριο θα σήμαινε και αύξηση της επιρροής της Μακεδονίας στην κυρίως Ελλάδα δια του πανελλήνιου ιερού των Δελφών.
Τελικά, το Μαντείο στάθηκε και η αφορμή για την ανάμειξη του φιλόδοξου μονάρχη. Μια κρίση που οδήγησε στην κατάληψη του ιερού από τους Φωκείς ήταν αρκετή να ενεργοποιήσει τα συμμαχικά δίκτυα των ελληνικών πόλεων-κρατών προκαλώντας γενικευμένο πόλεμο, τον λεγόμενο Γ’ Ιερό Πόλεμο, ακριβώς γιατί το διακύβευμα ήταν ο έλεγχος των Δελφών.
Στο πλαίσιο του πολέμου, εύλογα οι Φερές δε θα μπορούσαν να είναι στο ίδιο στρατόπεδο με τους Θεσσαλούς. Οι μεν πρώτες συμπαρατάχθηκαν με τους Φωκείς, τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες, ενώ οι δεύτεροι προσέγγισαν τους Θηβαίους και τον Φίλιππο. Μάλιστα, οι Φωκείς, έχοντας πρόσβαση στο πλούσιο δελφικό ταμείο, μπόρεσαν να συγκροτήσουν έναν ισχυρό μισθοφορικό στρατό. Κατά συνέπεια, ως σύμμαχος των Θεσσαλών, ο Φίλιππος δημιούργησε την τέλεια συνθήκη ώστε γρήγορα να αναμειχθεί στα ελλαδικά πράγματα δίχως να προκαλέσει την εντύπωση του απρό(σ)κλητου εισβολέα. Αρχικά, οι ενωμένοι στρατοί Θεσσαλών και Μακεδόνων απωθήθηκαν δυο φορές, αλλά η επιμονή του στρατηλάτη βασιλιά τον δικαίωσε παίρνοντας τη ρεβάνς την άνοιξη του 353 π.Χ. στη μάχη του Κρόκιου Πεδίου.
Στη μάχη αυτή μπορούμε να εντοπίσουμε το σημείο μηδέν για τη Θεσσαλονίκη: τη νίκη των Θεσσαλών, μια στρατιωτική νίκη που κατέστησε τον Φίλιππο αρχηγό του θεσσαλικού Κοινού και έθετε ολόκληρη την περιοχή στον άμεσο έλεγχό του. Αυτό ήταν το κομβικό σημείο στην εμπλοκή και επικράτησή του μεταξύ των Ελλήνων. Η επιτυχία του, επομένως, δεν ήταν διόλου αμελητέα και δικαιολογεί απόλυτα την αναθηματικό χαρακτήρα στην ονοματοδοσία της κόρης του.
Βέβαια, η πριγκιποπούλα είχε την ατυχία να χάσει τη μητέρα της 20 μέρες μετά τη γέννησή της. Ορφανή πια, κέρδισε τη συμπάθεια της Ολυμπιάδας, η οποία την ανέθρεψε με πραγματική στοργή. Φημολογείται πως η Θεσσαλονίκη φθονούσε τον ετεροθαλή αδελφό της, Αλέξανδρο Γ’ τον «Μέγα». Το βέβαιο είναι πως η ηλικιακή τους απόσταση απέτρεψε τη σύναψη ισχυρών δεσμών μεταξύ τους. Πάντως, όταν εκείνος άφηνε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ., η Θεσσαλονίκη ζούσε.
Επομένως, ο θρύλος της Γοργόνας που ρωτά για την τύχη του βασιλιά αδελφού της απομυθοποιείται. Αντίθετα, το προσδοκώμενο είναι η «Γοργόνα» να αγωνιά για τα παιδιά της. Αν ρωτά για κάποιον Αλέξανδρο, πιθανότερα να εννοεί το στερνοπαίδι της…
Είναι γνωστό πως, στα ταραχώδη χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου, πολλοί μακεδόνες αξιωματούχοι διεκδίκησαν την κληρονομιά του κατά τους Πολέμους των Διαδόχων. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε, φυσικά, ο αρχαϊκός θρόνος της Μακεδονίας. Σε αυτόν αναρρήθηκε τελικά ο Κάσσανδρος, ο πρωτότοκος γιός του στρατηγού Αντίπατρου, το 309 π.Χ., αφού προηγουμένως εξασφάλισε τις προϋποθέσεις ώστε να κηρύξει εαυτόν βασιλέα, τίτλο που ως τότε, κατά το παράδειγμα των λοιπών ελληνιστικών ηγεμόνων, απέφευγε να υιοθετήσει επίσημα, μολονότι εξουσίαζε ουσιαστικά ήδη από το 316.
Οι λεγόμενες «προϋποθέσεις» περιελάμβαναν μάλλον δυσάρεστες ενέργειες που έλαβαν χώρα τη χρονιά αυτή. Συγκεκριμένα, ύστερα από πολλά χρόνια αμοιβαίας αντιπαλότητας, ο Κάσσανδρος κατόρθωσε να εξουδετερώσει την Ολυμπιάδα, κατόπιν επίμονης πολιορκίας, στην πόλη της αρχαίας Πύδνας. Εκεί συνέλαβε και την προστατευόμενή της, Θεσσαλονίκη, την οποία παντρεύτηκε προφανώς με πολιτική σκοπιμότητα προκειμένου να συνδεθεί -μέσω κηδεστίας- με τον βασιλικό οίκο των Αιγαιαδών και τον Φίλιππο Β’ και έτσι να νομιμοποιήσει εξουσία του. Ταυτόχρονα, διέταξε την εκτέλεση της ιρανής πρώτης συζύγου του Αλέξανδρου, Ρωξάνης, και του ανήλικου γιού τους, Αλέξανδρου Δ’. Με τον τρόπο αυτό ο Κάσσανδρος θέλησε να «σπάσει» τη βιολογική συνέχεια του Αλέξανδρου και να δημιουργήσει νέα υπό τον ίδιο.
Έτσι, δίπλα στον Κάσσανδρο η πριγκιποπούλα Θεσσαλονίκη έγινε βασίλισσα των Μακεδόνων. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον βενιαμίν της οικογένειας, τον Αλέξανδρο.
Το 316 είναι σημαντική χρονιά για έναν ακόμα λόγο. Τότε ο Κάσσανδρος ίδρυσε δυο πόλεις: την Κασσάνδρεια στην Παλλήνη, όπως ονομαζόταν τότε η χερσόνησος της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, και φυσικά τη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιώντας συνοικισμό 26 υφιστάμενων κωμοπόλεων που βρίσκονταν στον μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου.
Στην πόλη της, λοιπόν, η Θεσσαλονίκη χρειάστηκε να εμπλακεί σε πολιτικές υποθέσεις. Κυρίως, όμως, από το 297 π.Χ. κλήθηκε να διαχειριστεί το ζήτημα της διαδοχής, καθώς ο σύζυγός της απεβίωσε από υδρωπικία, από την οποία χτυπήθηκε και ο πρεσβύτερος γιος, ο Φίλιππος. Το οικογενειακό δράμα συνεχίστηκε όταν η Θεσσαλονίκη αποφάσισε οι δυο εναπομείναντες γιοί της να συμβασιλέψουν.
Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, αλλά προφανώς εξαιτίας της καχυποψίας και ενός λανθάνοντος, ενδεχομένως, αισθήματος αδικίας, η άνασσα της Μακεδονίας βρέθηκε δολοφονημένη από τον ίδιο της τον γιο, τον Αντίπατρο (295 π.Χ.). Ο δε Αλέξανδρος εξορίστηκε από τον αδελφό του, εγκαινιάζοντας μια περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων με την παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων. Ως εκ τούτου, η Νύμφη του Θερμαϊκού ξέφυγε από τα χέρια του Κάσσανδρου και η δυναστεία του εξανεμίστηκε. Παρόλα αυτά, η Θεσσαλονίκη μακροημέρευσε· ζει και (συμ)βασιλεύει.
Κρίνοντας από τον τίτλο, θα περίμενε κανείς μια τελείως διαφορετική αφήγηση, όπου θα πρωταγωνιστούσε η γυναίκα Θεσσαλονίκη. Θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να βλέπαμε τη δική της οπτική, να κατανοούσαμε τον βαθμό στον οποίο υπήρξε κι αυτή συνδιαμορφώτρια των εξελίξεων και όχι έρμαιό τους… να αντιλαμβανόμασταν το πνεύμα της. Γιατί η εικόνα που αποκομίζουμε από την ιστορική αφήγηση είναι ότι, ως γυναίκα της εποχής της, οριζόταν από τη βούληση των μακεδόνων μοναρχών (εδώ είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι η θέση των γυναικών μοναρχών δεν ήταν η ίδια σε όλα τα ελληνιστικά βασίλεια, με τη Μακεδονία να αποτελεί μάλλον τον αρνητικό αντίπαλο).
Την ίδια «θολούρα» αντιμετωπίζουμε και ως προς την απεικόνιση της Θεσσαλονίκης. Και είναι κρίμα που η αναθηματική βάση που αναγράφει το όνομά της βρέθηκε απορφανισμένη από το άγαλμα το οποίο κάποτε έφερε πάνω της.
Το βέβαιο είναι πως, αν και πριγκιποπούλα, αντιμετώπισε τη δυσκολία της ορφάνιας, του πολέμου, του εξαναγκασμού και του συμβιβασμού σε έναν σκληρά ανταγωνιστικό κόσμο επιβίωσης.
Εμείς, ας σκουπίσουμε το δάκρυ της «Γοργόνας»… κι ας μπορεί αυτό να γίνεται μαργαριτάρι…
Ώσπου να βρει επιτέλους την ανάπαυση!
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3, 4
Βιβλιογραφικές Αναφορές:
Wilcken, Ulrich, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση (θ΄ έκδοση) 1976.
Walbank, W. Frank, Ο Ελληνιστικός Κόσμος, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας (α΄ ανατύπωση) 1999.