Στάσεις, Τάσεις, Παραστάσεις: Στα όρια της κωμωδίας

Στάσεις, Τάσεις, Παραστάσεις

Στα όρια της κωμωδίας

Τρεις παραστάσεις – η μία αθηναϊκή – για να ξανασκεφτούμε αν κωμωδία και κωμικό είναι απαραίτητο να ταυτίζονται.

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, «Η Κωμωδία των Παρεξηγήσεων» (σκηνοθεσία Κατερίνα Ευαγγελάτου): Σαν έναν μικρό στρατό από καλά κουρδισμένες κούκλες ή πάλι σαν ένα ονειρικά ζωντανεμένο παιχνιδοσύμπαν οραματίστηκε η Κατερίνα Ευαγγελάτου τη γνωστή σαιξπηρική «Κωμωδία», σε μια παράσταση που λειτούργησε ως τέλεια «μηχανή», με τον όρο να αφορά τόσο τη σκηνοθετική οπτική όσο και την άψογη εφαρμογή της σε επίπεδο τεχνικής. Τα θεατρικά πρόσωπα (δυο ζευγάρια διδύμων και ο περίγυρός τους) σημασιοδοτήθηκαν ως έμβια γρανάζια ενός ανεξέλεγκτου μηχανισμού παρεξηγήσεων και παραπλανητικών κατοπτρισμών, λίγο κλόουν και λίγο αυτόματα, που στροβιλίζονται ασταμάτητα, παρασυρμένα το ένα από το άλλο και από τις περιστάσεις, σε μια δίνη γεμάτη είδωλα, αμφισημίες, ακατανοησία και ασταθείς ταυτότητες.  Εξ ου και η παράσταση ταιριάζει πολύ στη θεώρηση του Bergson, ο οποίος υποστήριξε ότι το κωμικό προκύπτει από διάφορες μορφές «μηχανοποίησης» των ζωντανών πραγμάτων. Αν δηλαδή η ζωή είναι μια συνεχής, ευέλικτη ροή, τότε κάθε απροσδόκητη διακοπή της, κάθε δυσκαμψία ή η παραμικρή μηχανική ανωμαλία που αποτυπώνεται στα ανθρώπινα προκαλεί το γέλιο. Μια τέτοια μπερξονική σκηνική αισθητική, βέβαια, δεν θα ήταν τόσο δραστική δίχως παράλληλες, ωραία αφομοιωμένες επιρροές (ανάμεσά τους παντομιμικές όψεις και κάποιου είδους εξπρεσιονιστική μελαγχολία), ούτε όμως και δίχως τη λογική ενός Gesamtkunstwerk (ολικού έργου τέχνης) που μοιάζει να υιοθετήθηκε από τους συντελεστές. Δεν θα ήταν, με άλλα λόγια, ίδια η παράσταση αν έλειπε η χορογραφημένη κίνηση που δίδαξε η Πατρίσια Απέργη, αφού και αυτή με τη σειρά της διαμορφώθηκε με βάση τα δομημένα, σχεδόν γλυπτά, κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα που, με εμφανείς τις επιδράσεις από τη μηχανική γεωμετρία των Bauhaus μπαλέτων του  Schlemmer, οριοθέτησαν την κινητικότητα και τη σχέση των σωμάτων μεταξύ τους, καθώς και με τον χώρο.  Η υποβλητική μουσική του Γιώργου Πούλιου, μαζί με το ηχητικό υπερ-κείμενο που παρόξυνε στιγμές και τόνους, αλλά και οι αδιάκοπες μεταλλικές αντανακλάσεις στο περιστρεφόμενο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ανησυχητικά φωτισμένες από την Ελευθερία Ντεκώ, πλαισίωσαν ατμοσφαιρικά ένα συμπαγές υποκριτικό σύνολο. Χαριέστατη και σε διαρκή ελατηριακή ταλάντωση η πυρηνική τετράδα (Νίκος Κουρής, Ορφέας Αυγουστίδης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Αμαλία Νίνου), ακαταμάχητοι όμως ο Κουρής και η Νίνου (σημειώνουμε πόσο ευφυώς συνυπήρξε η τελευταία με το φόρεμα-περιβάλλον της).  Τέλος, η στιβαρή, σύγχρονη μετάφραση του Διονύση Καψάλη ήταν ό,τι καταλληλότερο σε επίπεδο λόγου για αυτό τον ασθμαίνοντα και ρηγματικό κόσμο που επινόησε η Ευαγγελάτου, όπου το γέλιο δεν φαίνεται να είναι ένδειξη χαράς ή απελευθερωτικής κάθαρσης, αλλά ένας (περι)σπασμός μπροστά στο α-διανόητο χάος του κόσμου. Στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Εταιρεία Θεάτρου Γκραν Γκινιόλ & Ομάδα Τέχνης Oberon, «Αισχύλου ΟΡΕΣΤ3ΙΑ, μια διαδρομή…» (σκηνοθεσία Στάθης Μαυρόπουλος): Παρόμοια εγχειρήματα έχουμε οπωσδήποτε ξαναδεί και ίσως το συγκεκριμένο να είχε τα θέματά του ως προς τη ρυθμοδότηση και τη σκηνοθετική στήριξη. Κατατέθηκε ωστόσο μια κατατοπιστική, ξεκάθαρα στοχευμένη δραματουργική επεξεργασία, με χιούμορ, αλλά και με εκπαιδευτική χρηστικότητα για νεανικά κυρίως κοινά, αφού η παράσταση όχι μόνο συνόψισε εν τάχει ολόκληρη την αισχυλική τριλογία, αλλά επίσης τη διάνθισε με επεξηγηματικά σχόλια γνωστών μελετητών. Παράλληλα, η υποκριτική τριάδα Καραθανάσης, Μαυρόπουλος, Λαμνή την επιτέλεσε καλοδιάθετα ως παρωδία, εντάσσοντάς την σε μεταθεατρικό πλαίσιο πρόβας, όπου προσκήνιο και παρασκηνιακές ζυμώσεις συνδυάστηκαν με την (αναμενόμενη) διαδραστική εμπλοκή του κοινού. Συμπερασματικά: η παρωδία είναι πολύ ενδιαφέρον είδος και ο Μαυρόπουλος, που και παλιότερα πειραματίστηκε μαζί της, θα μπορούσε να την αναζωογονήσει, αν απαγκιστρωνόταν από τα ήδη γνωστά μονοπάτια. Το ζωντανό τρέιλερ της «Ορέστειας», η πιο αστεία στιγμή της παράστασης. Στο θέατρο Άνετον.

Πανδαιμόνιο 7, Νίκος Βασιλειάδης «Άγημα Τιμών» (σκηνοθεσία Γιάννης Ρήγας): Εκλεπτυσμένος απόφοιτος Φιλοσοφικής (αρχαιολόγος), φρέσκος δόκιμος από τη σχολή Εφέδρων προσγειώνεται σε επαρχιακό στρατόπεδο για να υπηρετήσει τη θητεία του. Άμαθος στα τερτίπια των ανωτέρων του και της «Εθνικής Κυβερνήσεως» (Επταετία;) και «ξένος» ανάμεσα στους συναδέλφους του, καταγράφει με την έκπληκτη, αλλά καίρια ματιά του κωμικοτραγικές γκάφες και παράδοξα εν μέσω μιας αναγνωρίσιμης ανθρωποπανίδας. Μαζί αποδίδεται και το αθώα οδυνηρό πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής, από όπου η «πατρίς» αναδύεται άλλοτε γελοία και θλιβερή, άλλοτε με τα διαχρονικά ίχνη της ιστορίας της, τις ευαισθησίες, αλλά και τα βαθιά τραύματά της. Η απολαυστική νουβέλα του Βασιλειάδη, στην οποία γλώσσα και νόημα αλληλοφορτίζονται, μετατρέπεται σε έναν εξίσου απολαυστικό θεατρικό μονόλογο, που επωμίζεται ο Γιάννης Καραμφίλης υπό τη σκηνοθετική εποπτεία του Γιάννη Ρήγα. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μικρο-ρόλοι εναλλάσσονται με ευχέρεια, ενόσω μπροστά μας παρελαύνουν χαλαρές μασέλες διοικητών, χωριατόπαιδα με γραφικά ιδιόλεκτα, χαροκαμένες μάνες και κηδείες-παρωδίες, που καταλήγουν στο σπαρακτικό, χωλό σύμβολο (τη μισή σημαία) του τέλους. Δημιουργική πολιτική μυθοπλασία σε αποδοτική συμμαχία με τη σκηνή και σχεδόν δυο ώρες παρακολούθησης που περνούν σαν νερό. Στο θέατρο Αυλαία.

Κείμενο: Ζωή Βερβεροπούλου (Lavart)

 

Πηγές φωτογραφιών: 1,2,3

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr