«Δεν πέθανε η Μπέλλου ακόμα ρε!».
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο θέατρο λόγω της εξωστρεφoύς φύσης του παράγει μαζική ποσότητα πολιτισμού ό,τι και αν πραγματευτεί, όποιος και αν το υπηρετήσει. Ο πολιτισμός ως πράξη, παρόλα αυτά, δεν έχει μόνο θετικό πρόσημο. Πολλές θεατρικές ομάδες θα δοκιμάσουν να πειραματιστούν και να ονοματίσουν το θέατρό τους. Και ναι, η τόλμη της δοκιμής αναμφίβολα μπορεί να συμπεριληφθεί στις αρετές. Όμως, όταν η τέχνη δεν έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο μπορεί να αποτελέσει αντιπρόσωπο οπισθοδρομισμού, κακής αισθητικής, ακόμη και αυτοσκοπού. Ίσως το τελευταίο να είναι και το χειρότερο. Δεδομένου ότι η σημερινή κοινωνία, και ιδιαίτερα η ελληνική, έχει μεγάλη ανάγκη από πάσης φύσεως αναχώματα παιδείας, το θέατρο εκτός από τον καταλυτικό ρόλο τον οποίο παίζει σε αυτό, από μια αόριστη άποψη «ηθικής», θα μπορούσε να έχει και «θεσμικό» ρόλο.
Το «Σωτηρία με λένε» της Σοφίας Αδαμίδου (γραμμένο κατ΄ εξουσιοδότηση που χορηγήθηκε στη συγγραφέα από την ίδια τη Μπέλλου) σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου, με την Έφη Σταμούλη στο ρόλο της Μπέλλου και την Ειρήνη Μουρελάτου στο ρόλο της νοσοκόμας, παιδεύει το κοινό όταν του φέρνει μνήμες κάθε λογής νεοελληνικής παθογένειας. Όταν του θυμίζει ή το πληροφορεί ότι εκείνη έτρωγε ξύλο. Όχι από έναν, αλλά από πολλούς «άνδρες» της εποχής. Από τον σύντροφό της, με αποτέλεσμα να χάσει το έμβρυο που κυοφορούσε. Κι από έξι Χίτες, σε άλλη περίπτωση, με τον μεγάλο και φίλο της Βασίλη Τσιτσάνη να μην προσπαθεί καν να τη βοηθήσει.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] παράσταση θυμίζει στο κοινό τις συντηρητικές άνευ παιδείας νοοτροπίες του πρόσφατου παρελθόντος που δεν παύουν να τυλίγουν πνίγοντας και δηλητηριάζοντας, τελικά, το παιδί και την ίδια την οικογένεια. Νοοτροπίες που χατζιδακικά φαίνεται να μην αλλάζουν, όσα σύμφωνα συμβίωσης και να ψηφιστούν. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικό κίνητρο ως φιλοσοφικό υπόβαθρο, και βασιλεύει ο αυτοσκοπός και ο αρπακολισμός.
Η Σωτηρία Μπέλλου και, κατ’ επέκταση, η παράσταση κουβάλησαν πάνω τους την ελληνική ψυχή του 20ού αιώνα. Τις διαδρομές από την κατοχή, τους άντρες τους πολλά βαρείς, και τα αθηναϊκά νυχτερινά μαγαζιά με τον Βασίλη Τσιτσάνη μέχρι τους Χίτες, την τραχειοτομή, ή την κατά Μπέλλου «τρύπα», και τον θάνατο. Του ελληνικού τραγουδιού και τον δικό της.
Η καλοσύνη, η ανιδιοτέλεια και η αγάπη αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης από πάμπολλους φιλοσόφους. Όμως, αν υπάρχει υπό μια αγνή σκοπιά κάτι το σπουδαίο σε όλα αυτά, αυτό είναι ο τρόπος. Ο τρόπος που η νοσοκόμα της Μπέλλου την αντιμετώπισε, και η Χατζηβασιλείου θέλησε να υπερτονίσει μέσω της Ειρήνης Μουρελάτου σε κάθε τελευταία της «παραξενιά» επί 18 μήνες νοσηλευομένης.
Τη «Σωτηρία Μπέλλου» και τη Σωτηρία Μπέλλου δεν είναι εύκολο να τη σκηνοθετήσεις. Είναι μια ιεραποστολή, που μάλιστα κρύβει και αρκετές παγίδες. Ιεραποστολή όχι μόνο γιατί η Σωτηρία Μπέλλου ήταν αυτή η μεγάλη καλλιτέχνις, αλλά επειδή έχεις να κάνεις με το «μπαλαντζάρισμα» που στη μία μεριά βρίσκεται το ήθος και η ανδρεία, και στην άλλη τα πάθη της. Αλλά σάμπως τι είναι τα πάθη; Μια επιβεβαίωση της τραγικότητας. Τη Σωτηρία Μπέλλου, που υπήρξε κινούμενο ανθρώπινο μνημείο, δεν είναι εύκολο να την υποδυθείς, πόσο μάλλον να κάνεις το κοινό να σε βλέπει όπως θα έβλεπε την ίδια τη Σωτηρία. Ωστόσο, η Έφη Σταμούλη κατάφερε να ερμηνεύσει ουσιαστικά μια μετρημένη προσωπικότητα, μια κυρία με ταμπεραμέντο και μια πονεμένη, πολύ πονεμένη γυναίκα προκαλώντας αλλεπάλληλες συγκινήσεις. Τέλος, ο παραπληρωματικός ρόλος της Νίκης, της νοσηλεύτριας, αποδόθηκε από την Ειρήνη Μουρελάτου με άριστο μέτρο και ακρίβεια αντάξια των περιστάσεων.
Το θέατρο για τον κόσμο. Αυτό κατάφερε η Χατζηβασιλείου και το ΚΘΒΕ, και μάλιστα με αξιοπρέπεια. Γιατί εκεί βρίσκεται η διαφορά. Να κοινωνήσεις την τέχνη στο ευρύ κοινό χωρίς να πουλήσεις φτηνά τον εαυτό σου. Και κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το στοίχημα που πρέπει να βάλει ο πολιτισμός σε αυτά τα δύσκολα χρόνια.
Πολιτισμός είναι ο τρόπος.
Κείμενο: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)
Φωτογραφίες: Διάνα Σεϊτανίδου (Lavart)