[dropcap size=big]Α[/dropcap]ναζητώντας τα χέρια που ακούμπησαν έστω και στιγμιαία το μυαλό μας, καταφεύγουμε σε μία διαδικασία εξερεύνησης που είναι αδύνατον να αναλωθεί σε τυπικές ερωτικές εκφράσεις. Έτσι λοιπόν, καταρρίπτουμε ένα κλισέ λεξιλόγιο που περικλείει τις συζητήσεις για τον έρωτα και το σεξ («κάνε αυτό που λέει η καρδιά σου, Γιάννη») και το αντικαθιστούμε με αισθήματα, που υπερισχύουν της απλής κουβέντας στο ξύλινο τραπεζάκι του σαλονιού.
Η χρήση της λέξης «ξύλινο» βέβαια, κάθε άλλο παρά τυχαία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Ξέρετε, τουλάχιστον για μένα, η λέξη «ξύλινος» συνοδεύεται από μία συγκεκριμένη μυρωδιά. Η επικέντρωση στη μυρωδιά αυτή, δηλαδή η όσφρηση, μεταφέρει την καθημερινή κουβέντα του τραπεζιού σε κάτι ίσως πιο ουσιαστικό και ανώτερο, που δεν περιλαμβάνει λόγια και περιγραφές. Το κέντρο αυτής της μεταφοράς είναι το ίδιο το τραπεζάκι, όχι όμως ως απλό έπιπλο, αλλά ως ένα αντικείμενο που φέρει μέσα του -εντελώς αφηρημένα – βιώματα που αποτελούν το κύριο θέμα της συζήτησης. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε αναφορά στη συζήτηση μεταξύ των δύο φίλων, μετατρέπεται σε σκόνη και κατακάθεται στην καφέ επιφάνεια του τραπεζιού. Αφού λοιπόν το θέμα της κουβέντας είναι μία ερωτική περιπέτεια του φίλου – οικοδεσπότη, τότε κάθε ρητό, κάθε σχόλιο και κάθε συμβουλή του φίλου – επισκέπτη, προστίθεται στο τραπεζάκι μαζί με όλες τις φράσεις και στιγμές που έχουν προηγηθεί. Πρόκειται για λόγια και περασμένες καταστάσεις που ολοκληρώνουν τη μνήμη του «νοσταλγού» οικοδεσπότη.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] κουβέντα επιτέλους τελειώνει, και ο φίλος – επισκέπτης αποχωρεί από την οικία. Αυτομάτως, ξεκινάει ένας νέος διάλογος ανάμεσα στον κάτοικο του σπιτιού και το τραπεζάκι. Είναι αλήθεια πως ένα έπιπλο μπορεί να ενσωματώσει μέσα του καταστάσεις, σώματα, χείλια και χέρια που κάποτε προσέφεραν θερμότητα και ύπνο ήρεμο στα δικά μας σώματα, στα δικά μας χείλια, στα δικά μας χέρια. Η πρόκληση έγκειται στο να εντοπίσουμε τα παλιά σώματα που κοιμούνται στην ψυχή του επίπλου και να τα αφυπνίσουμε, ενεργοποιώντας την εντονότερη αίσθησή μας, την αίσθηση της όσφρησης. Η στιγμή που η μυρωδιά του ξύλου παραπέμπει σε μάτια που χουν μείνει πίσω, είναι η στιγμή όπου η μυρωδιά μετατρέπεται σε μνήμη και η όσφρηση σε ανάμνηση…
«Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας[…] στις ευωδίες που δεν χάνουνται, αλλά γίνουνται σκιές μας […];» [1]
«Ακόμη ο πόνος, άλλοτε πού ευώδα,
Να με βαραίνη στείρος».[2]
«Λουλούδια ετοιμοθάνατα φύλλα ταλαιπωρημένα[3]
αναμνήσεις περαστικές στα μπαλκόνια•»
[1] Χατζηλαζάρου Μάτση, (1989), Ποιήματα 1944-1985, εκδόσεις ΄Ικαρος, Αθήνα
[2] Καρυωτάκης, (2008), Κ. Γ., νηπενθή, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα
[3] Μέσκος Μάρκος, (2012), Τα λύτρα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα.
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)