Σελιδοδείκτης: To άρωμα της γυναίκας με τα μαύρα, του Gaston Leroux
Τα μαύρα μάτια της κυρίας Ρέινς τον κοίταξαν υποτιμητικά. Ήξερα τι σκεφτόταν, ήταν σαν να το είχε πει. Ένιωθα πως μισούσε τον Ρουλεταμπίλ, ο οποίος την είχε κάνει για μια στιγμή να υποπτευθεί τον γερο-Μπομπ, που βρισκόταν ξαπλωμένος στο δωμάτιό του, δίπλα στην κυρία Μπερνιέ, την ώρα της δολοφονίας του κυρίου Μπερνιέ. Ο Ρουλεταμπίλ εξέτασε τα κάγκελα και τα βαρύ καπάκι που έκλεινε την καταπακτή, αλλά φαινόταν αφηρημένος και αποθαρρημένος. Αφού ολοκλήρωσε την πρόχειρη έρευνά του, τεντώθηκε στο έδαφος σαν να ξάπλωνε σε καναπέ προσπαθώντας να ξεκουραστεί.
«Νομίζω ότι αρχίζω να τρελαίνομαι!» είπε με ένα κοφτό γέλιο. «Αλλά δεν μπορώ να ελέγξω τα συναισθήματά μου. Είναι ισχυρότερα από μένα. Θα δω ξανά την αίθουσα υποδοχής όπου με περίμενε! Ζούσα κι ανέπνεα ελπίζοντας πως θα τη δω, κι αφού έφευγε, αν και της είχα υποσχεθεί πως θα είμαι καλός και λογικός, έπεφτα σε τέτοια κατάθλιψη έπειτα από τις επισκέψεις της, ώστε φοβούνταν για την υγεία μου. Με έσωσαν από την πλήρη κατάρρευση λέγοντάς μου πως αν αρρώσταινα , δεν θα μου επέτρεπαν να την ξαναδώ. Έτσι ανάμεσα στις επισκέψεις της είχα την ανάμνησή της και το άρωμά της να με παρηγορούν. Και καθώς δεν είχα δει ποτέ καθαρά το λατρεμένο πρόσωπό της και η χαρά με κατέκλυζε κάθε φορά που με έσφιγγε στην αγκαλιά της, τη θυμόμουν περισσότερο για το θείο άρωμά της παρά για την εμφάνισή της».
Φωτογραφίες: Κική Χοροζάνη (Lavart)