Σελιδοδείκτης: Ο θείος Τάκης, του Γιάννη Ξανθούλη
Απόψε βρίσκομαι στην Πόλη και είναι μια ήσυχη βραδιά φθινοπωρινή, με πλούσια μαβιά χρώματα, για να ακούσω και εγώ το σφύριγμα του πατέρα μου.
«Είσαι σίγουρη θεία ότι θα ‘ρθει»;«Εκατό φορές με ρώτησες. Ναι. είμαι.»
«Και πώς θα με γνωρίσει»;
«Μη γίνεσαι χαζός, τόσο χρονών παιδί…».
« Ναι. Ένα παιδί που σε λίγα χρόνια θα είναι εξηντάρης. Αχ, καλή μου θεία Τέτη…»«Θα σε καταλάβει απ’ τα μάτια. Έχεις τα μάτια του. Και σφυρίζεις όπως ο μπαμπάς σου…»
«Νομίζω ότι είμαστε τρελοί, θεία».
«Να νομίζεις. Τρελό – οικογένεια ήμασταν ανέκαθεν, αν και η Μάρθα το παράκανε στο ημερολόγιο της». Γελά.
Η θεία Αρετή γελά και ανοίγει η καρδιά μου, καρδιά κουρασμένη από έγνοιες και φορτία αισθηματικά. Πήρα και από τη συγχωρεμένη τη μάνα μου και από απ’ το «θείο» και πατέρα μου σε αυτό.
Στα πενήντα πέντε μου βαδίζω , αλλά και οι υπόλοιποι Τάκηδες εκεί κοντά βρίσκονται. Και της θείας Μάρθας και της θείας Τέτης. Εγώ είμαι ο πρώτος Τάκης, της Καίτης Σεβαστιανού και του Λάμπρου Βασιλειάδη – αλλά, στην ουσία του Τάκη Βασιλειάδη.«Και όλα όσα αναφέρει η θεία Μάρθα συνέβησαν»;
«Ναι, σου λέω. Ακόμα και το αλατοπίπερο που έβαλε με τις χούφτες να βγάλεις, πάλι περισσεύει μπόλικη αλήθεια…».
Φωτογραφίες: Δανάη Πίρτση (Lavart)