Αφιέρωμα στον Lou Reed.
[dropcap size=big]Ό[/dropcap],ταν τον αποκάλεσαν «νονό» της punk απάντησε ότι σιχαίνεται οποιοδήποτε συσχετισμό με αυτό το βδέλυγμα που αποτελούσε η punk σκηνή της εποχής του. Τραγουδούσε πάντα όπως μιλούσε, σχεδόν με απάθεια, σαν να έλεγε: «… και αν σας αρέσει». Έγραφε στίχους με νόημα θέλοντας να θίξει αμφιλεγόμενα θέματα αλλά και να κριτικάρει και να σατιρίσει. Βούτηξε κατευθείαν στα «βαθιά» του καλλιτεχνικού στερεώματος και υπήρξε έμπνευση για τους πάντες. Ακόμη και οι εμπορικά αποτυχημένες προσπάθειές του αναγνωρίζονται πλέον ως αριστουργήματα που έπλασαν τη μουσική σκηνή του σήμερα. Αν ο Lou Reed δεν είναι η επιτομή του «cool» τότε δεν ξέρω τι είναι.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] μικρός Lewis Allan Reed χαρακτηριζόταν από έναν ιδιαίτερα εύθραυστο ψυχισμό. Υπέφερε συχνά από κρίσεις πανικού και έβρισκε πάντοτε καταφύγιο στη rock n roll και στη blues. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να αναπτύξει μία βαθιά αγάπη για τη μουσική αυτή την οποία οι γονείς του δεν έχαναν ποτέ την ευκαιρία να κατακρίνουν. Η επιθυμία του Reed να κυνηγήσει τα μουσικά του όνειρα τον έφερναν συνεχώς σε ρήξη μαζί τους και στα 16 του ήδη ξεκινούσε να απομακρύνεται από την οικογένειά του παραμένοντας έτσι πιστός στα θέλω του. Έπαιζε σε μπάντες σε διάφορες μικρές σκηνές της Νέας Υόρκης και αποφάσισε να σπουδάσει σκηνοθεσία και δημιουργική συγγραφή. Όμως μια μέρα επέστρεψε σπίτι του στο Long Island, έχοντας υποστεί νευρικό κλονισμό και οι γονείς του, που εδώ και χρόνια ένιωθαν πως έχαναν τον έλεγχο του γιου τους, αποφάσισαν να τον υποβάλλουν σε ηλεκτροθεραπεία. Η τραυματική αυτή εμπειρία χαράχθηκε βαθιά στη ψυχή του Lewis αλλά αντί να τον δαμάσει κατάφερε ακριβώς το αντίθετο. Πιο αποφασισμένος από ποτέ και «γράφοντας» τις επιθυμίες των γονέων του στα «παλαιότερα των υποδημάτων του» συνέχισε τη φοίτησή του στο πανεπιστήμιο και, μόλις αποφοίτησε, μετακόμισε μόνιμα στη Νέα Υόρκη αναζητώντας μια ευκαιρία για αναγνώριση.[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο 1964, στο πλαίσιο προώθησης ενός μικρού τραγουδιού που είχε συνθέσει ο Reed για την Pickwick Records, γνώρισε τον John Cale. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους έγινε φανερό στον Cale ότι ο Reed είχε αυτό το απροσδιόριστο χαρακτηριστικό του «σταρ» και δεν άργησε να τον πείσει να σχηματίσουν ένα γκρουπ. Έτσι μαζί με τον Sterling Morrison και την Maureen Tucker δημιούργησαν τους Velvet Underground. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κέντρισαν το ενδιαφέρον του Andy Warhol, ο οποίος τους καλούσε να παίζουν στα διάσημα πάρτι του καθώς και σε κάθε λογής εκδήλωση. Τους σύστησε στην ελιτίστικη κλίκα της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης, πράγμα ανεκτίμητο, και αποτέλεσε τον μέντορά τους. Ως παραγωγός υπήρξε ιδιαίτερα αυταρχικός και στο πρώτο τους άλμπουμ ουσιαστικά τους ανάγκασε να συνεργαστούν με το διάσημο μοντέλο Nico. Η κυκλοφορία του The Velvet Underground & Nico (1967) υπήρξε παταγώδης αποτυχία όσον αφορά τις πωλήσεις αλλά πλέον θεωρείται ένα από τα άλμπουμ με τη μεγαλύτερη επιρροή στο σύγχρονο κόσμο της μουσικής. Συγκεκριμένα το Rolling Stone το ανέδειξε ως το 13ο πιο σημαντικό άλμπουμ όλων των εποχών. Ο λόγος για αυτό είναι προφανής. Δεν το άκουσαν πολλοί, αλλά το άκουσαν αυτοί που έπρεπε. Καλλιτέχνες το χρησιμοποίησαν ως πηγή έμπνευσης και σημείο αναφοράς αναδεικνύοντάς το έτσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Όμως η έκρυθμη κατάσταση στα εσωτερικά της μπάντας δεν επέτρεψε στον Warhol και στον Nico να συνεχίσουν τη συνεργασία με τους Velvet Underground οι οποίοι κυκλοφόρησαν το White Light/White Heat ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν από την αποχώρηση και του Cale από την μπάντα. Ακολουθώντας ένα πιο pop ήχο υπό την καθοδήγηση των νέων τους παραγωγών ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν δύο ακόμη άλμπουμ: The Velvet Underground (1969) και Loaded (1970). Όμως, αν και αυτές οι τελευταίες δημιουργίες είχαν μεγαλύτερη απήχηση στο ευρύ κοινό, η συνεχής πίεση που συνεχώς δεχόταν ο Reed να «ελαφρύνει» τη θεματολογία των στίχων του, τον ώθησε στην αποχώρηση από το συγκρότημα.[dropcap size=big]Τ[/dropcap]α πρώτα του βήματα στην solo καριέρα υπήρξαν θριαμβευτικά. Με την κυκλοφορία του Lou Reed (1972) και του Transformer τον ίδιο χρόνο, στη δημιουργία του οποίου συνεργάστηκε με τον David Bowie, γνώρισε απαράμιλλη επιτυχία. Συγκεκριμένα το τραγούδι Walk on the Wild Side μέσα από το οποίο σατιρίζει διάφορες καλλιτεχνικές «περσόνες» που γνώρισε στις εκδηλώσεις του Warhol, ήταν αυτό που κέρδισε τις εντυπώσεις. Με προκλητικούς για την εποχή στίχους και ασυνήθιστη θεματολογία, θεωρείται το πιο εμβληματικό και επιτυχημένο του κομμάτι. Το κοινό πλέον φάνταζε εκστασιασμένο, τα live ηλεκτρισμένα και ο Reed είχε έρθει για να μείνει. Είχε έναν μυστήριο «αέρα» που σαγήνευε τα πλήθη και μια χαλαρότητα και άνεση που σε έπειθε ότι ανήκει στην κορυφή. Στα επόμενα 20 άλμπουμ του πάντοτε πειραματιζόταν με νέα είδη μουσικής άλλοτε δίνοντας μία πιο σκοτεινή ηλεκτρονική «πινελιά» και άλλοτε υιοθετώντας μία πιο κλασική pop rock τάση. Όπως είναι φυσικό, μέσα σε ένα τόσο μεγάλο αριθμό άλμπουμ υπήρξαν και αρκετά τα οποία δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Αλλά ο Reed τολμούσε κάθε φορά να δοκιμάζει κάτι εντελώς διαφορετικό από την προηγούμενη και δεν επαναπαυόταν ποτέ του.[dropcap size=big]Μ[/dropcap]έσα σε αυτή την τρελή του πορεία συνεργάστηκε με δεκάδες γνωστούς καλλιτέχνες χωρίς να «σνομπάρει» κανένα είδος μουσικής και χαρίζοντας τα φώτα του όχι μόνο σε συναυλίες αλλά και σε παραγωγές άλμπουμ και singles. Τα βραβεία έπεφταν βροχή αλλά, όπως είχε περίτρανα αποδείξει, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η καλλιτεχνική δημιουργία και η μουσική περιπέτεια. Το 2013, όμως, το χρόνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε στο συκώτι χειροτέρευσε ραγδαία, ενώ ακόμη και μετά από τη μεταμόσχευση που υποβλήθηκε, δεν κατάφερε να κρατηθεί για πολύ στη ζωή. Στους τελευταίους μήνες της ζωής του, και ενώ είχε φτάσει πλέον τα 71, δήλωνε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να σταματήσει και ότι σύντομα θα επέστρεφε στις ηχογραφήσεις κάτι που δυστυχώς δεν πρόλαβε. Όμως ο Lou Reed δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Όχι επειδή εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame, ούτε επειδή δέχθηκε ένα σωρό βραβεία, αλλά επειδή όσα χρόνια κι αν περάσουν, τα τραγούδια του, που έχουμε χιλιοακούσει, κάθε φορά θα μας φέρνουν αυτή τη γλυκιά ανατριχίλα που νιώσαμε την πρώτη φορά που μας άγγιξαν. Θα δακρύζουμε τραγουδώντας. Θα θρηνούμε γιορτάζοντας.
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=oG6fayQBm9w” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=nkumhBVPGdg” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=kwLlvcDi4PQ” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=6xcwt9mSbYE” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Πηγές φωτογραφιών: 1 – 2 – 3 – 4
Κείμενο: Γεωργιάδης Κωνσταντίνος (Lavart)