Ποίηση από αλμύρα…
«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών
και των γαλάζιων πόντων».
Γεννήθηκε στην Κίνα και μεγάλωσε στον Πειραιά. Αποστάσεις, άλλωστε, κάλυπτε σ’ όλη του τη ζωή. Ποτέ του δεν δήλωσε ποιητής, παρά μόνο ναυτικός. Και με την ιδιότητα αυτή πότισε τη γραφή του.
Συμμαθητής στο δημοτικό με τον Τσαρούχη, ο Νίκος Καββαδίας είχε ήδη ξεκινήσει από τότε την έκδοση ποιημάτων. Στο γυμνάσιο γνωρίζει τον Παύλο Νιρβάνα και δέχεται την επιρροή του. Λίγα χρόνια αργότερα θα δώσει εξετάσεις στην Ιατρική, ο θάνατος όμως του πατέρα του θα τον αναγκάσει να βρει μια άμεση βιοποριστική λύση. Κι έτσι, πραγματοποιεί το πρώτο του μπάρκο. Τα πρώτα ταξίδια του ήταν με φορτηγά-πλοία. Οι συνθήκες των ταξιδιών ιδιαίτερα αντίξοες, και η ζωή των ναυτικών σκληρή. Η βιωματική επαφή που θα αποκτήσει με το υγρό στοιχείο θα προσδώσει μια σπάνια αυθεντικότητα στο γράψιμό του.
Στα 29 του χρόνια θα λάβει δίπλωμα ασυρματιστή. Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στρατεύεται στο πεζικό και στον εμφύλιο αναλαμβάνει γραμματέας του ΕΑΜ, όντας μέλος της κοινότητας Ελλήνων Λογοτεχνών. Η αντιστασιακή του δράση υπήρξε αξιόλογη μέχρι το 1944, όταν ξαναμπαρκάρει για διάστημα τριάντα ολόκληρων χρόνων.
«Μην με κοιτάς, θα σε θυμίσω εγώ που μ’ είδες:
Στην άμμο απάνω ανάστροφα σ’ είχα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις πυραμίδες».
Το έργο του Καββαδία είναι δυσνόητο λόγω της κατ’ εξακολούθηση χρήσης της ναυτικής αργκό. Για τοn λόγο αυτό, έχουν γραφτεί ειδικά γλωσσάρια πάνω στο λεξιλόγιο των ποιημάτων του. Το μέτρο και η ομοιοκαταληξία είναι αυστηρά καθορισμένα έτσι που καμιά φράση δεν φαίνεται να περισσεύει. Στο έργο του αναφέρονται πάνω από τριακόσια τοπωνύμια, κάνοντας την ανάγνωση ένα περιπετειώδες ταξίδι σε εξωτικούς και άγνωστους προορισμούς.
Ο ποιητής δεν έκανε οικογένεια. Σπίτι του υπήρξε ο μικρόκοσμος του πλοίου και κοινωνία του οι ναυτικοί-συνταξιδιώτες του. Τον έρωτα τον φοβόταν, ωστόσο δεν ξέφυγε απ’ αυτόν. Ολόκληρο το σώμα του ήταν καλυμμένο από τατουάζ (στίγματα, όπως τα χαρακτήριζαν οι ναυτικοί), κάτι για το οποίο ένιωθε πεφηφάνια. Στο μπράτσο του, η φιγούρα μιας γοργόνας θα έμενε για πάντα συντροφιά και παρηγοριά του.
«Το ευχαριστώ είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου, δεν χωράει πληρωμή».
Όλη του τη ζωή την πέρασε στη θάλασσα, αλλά έφυγε απ’ τη ζωή στη στεριά στις 10 Φλεβάρη του 1975. «Έγινε αυτό που φοβόμουν», είπε στην αδερφή του λίγο πριν το τέλος.
Το ποίημα που ακολουθεί είναι απ’ τα πιο πρώιμα και δεν έχει συμπεριληφθεί σε καμιά συλλογή.
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβοων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα ‘ρθουν πίσω
αγαπάω, και θάθελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμένες ωραίες γυναίκες
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό, τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’ εμένα.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Αξίζει να δείτε τον χάρτη του Google Maps όπου συνδέονται με «καρφίτσες» τόποι και ποιήματα του Νίκου Καββαδία..
https://www.google.com/maps/d/viewer?mid=zT05uF2XS10w.kZmXrDCHkCB8
Πηγές φωτογραφιών: 1 – 2 – 3 – 4
Κείμενο: Αλίκη Μαργαρού (Lavart)