Τζούνιορ Γουέλς
Ένας «γκάγκστερ» φυσαρμονίστας
[dropcap size=big]Γ[/dropcap]εννηθείς σαν σήμερα, το 1934, στο μακρινό Μέμφις του Τενεσσί των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζούνιορ δεν άργησε να έρθει σε επαφή με το πεπρωμένο του.
Μόλις στα 7 του χρόνια έμαθε τα μυστικά της φυσαρμόνικας από τον μετρ του ειδούς, Σόννυ Μπόυ Γουίλιαμσον και τον ξάδερφο του Τζούνιορ Πάρκερ. Μετακόμισε στην πόλη-σχολή των μπλουζ της εποχής, το Σικάγο, όπου και «αντρώθηκε» μουσικά, σε μπαρ και σε συνάξεις με άλλους μπλουζίστες.
Στις συνεντεύξεις του, συνήθιζε να αναφέρει ένα περιστατικό. Μια μέρα, περνώντας έξω από ένα κατάστημα μουσικών ειδών, έβαλε στο μάτι μια φυσαρμόνικα 2 δολλαρίων. Έπιασε δουλειά, λοιπόν, σαν βοηθός φορτηγατζή και στο τέλος της εβδομάδας περίμενε να πληρωθεί. Όμως, το αφεντικό του έδωσε μόλις 1,5 δολλάριο! Νευριασμένος πήγε στο κατάστημα, αλλά ο ιδιοκτήτης επέμενε στην τιμή των 2 δολλαρίων. Μόλις απομακρύνθηκε από το ταμείο, ο Γουέλς άρπαξε τη φυσαρμόνικα, του άφησε το 1,5 που είχε και έγινε… Λούης. Η υπόθεση (κι όμως!) κατέληξε στα δικαστήρια, όπου ο έφηβος ακόμα Τζούνιορ δήλωσε στο δικαστή, ότι έπρεπε οπωσδήποτε να αποκτήσει αυτή τη φυσαρμόνικα! Ο δικαστής τότε του ζήτησε να παίξει, και πριν προλάβει να τον ακούσει για δέκα δευτερόλεπτα φώναξε: «Η υπόθεση έκλεισε!» Κι έδωσε εκείνος τα 50 σεντς στον ιδιοκτήτη!
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο ιδιαίτερο ταλέντο του του χάρισε μόλις στα 18 του το πρώτο του χιτ Messin with the kid, ενώ ο πρώτος δίσκος του Hoodoo Man Blues δεν άργησε να έρθει το 1965, σε συνεργασία με τον έκτοτε μουσικό συνοδοιπόρο του Μπάντυ Γκάι. Στη σκηνή ήταν εκρηκτικός, με πολύ καλά φωνητικά και κίνηση που θύμιζε ντίσκο περισσότερο, παρά μπλουζ.
Πριν το θάνατό του, το 1997, έκανε ένα πέρασμα από τη ταινία Blues Brothers 2000, ενώ κέρδισε και το αμερικάνικο βραβείο προσφοράς στη μπλουζ μουσική.
Απολαύστε τον..!
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=47djAb6jVJk” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=cbYFn5RkX0U” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Κείμενο: Αλίκη Μαργαρού (Lavart)