Αφιέρωμα στον Bruce Dickinson
[dropcap size=big]«Θ[/dropcap]α κάνω αυτό που θέλω!». Αν κανείς προσπαθήσει να «συμπιέσει» όλο το «είναι» του Bruce Dickinson σε μία μόνο φράση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα είναι αυτή. Το αδάμαστο πνεύμα του δεν συμβιβάζεται. Αν έχει κάτι να πει, το λέει. Αν θέλει κάτι να κάνει, το κάνει. Δεν βλέπει εμπόδια, αλλά προκλήσεις. Δεν νιώθει φόβο, αλλά ενθουσιασμό. Δεν κρύβεται και δεν δικαιολογείται. Και αν αυτό δεν είναι η ουσία της metal, τότε δεν ξέρω τι είναι.
Ο Bruce προσεβλήθη από το «μικρόβιο» της μουσικής στην ηλικία των δεκατριών στο οικοτροφείο Oundle στο Northamptonshire όπου φοιτούσε. Όπως ο ίδιος περιγράφει, άκουσε για πρώτη φορά το Child In Time των Deep Purple μέσα από τον τοίχο που τον χώριζε με το γειτονικό δωμάτιο και η περιέργειά του τον οδήγησε ίσως στην πιο καθοριστική ανακάλυψη της νεαρής του ζωής, αυτή της hard rock. Προσπάθησε να σβήσει τη δίψα του για τον βαρύ αυτό ήχο αγοράζοντας δεκάδες hard rock άλμπουμ και παρακολουθώντας όσες συναυλίες μπορούσε, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να ακολουθήσει τα βήματα των καλλιτεχνών που θαύμαζε.
[dropcap size=big]Κ[/dropcap]άπως έτσι ξεκίνησε η μακρά πορεία του Bruce. Δεν δίσταζε να αρπάξει όποια ευκαιρία έβρισκε. Απαντούσε σε αγγελίες, έπιανε συζητήσεις με μέλη διαφόρων γκρουπ, δούλευε ως βοηθός σε live και έτσι μέχρι το τέλος των φοιτητικών του χρόνων είχε καταλήξει να συμμετέχει σε αρκετές μπάντες και σχήματα αποκτώντας την εμπειρία αλλά και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόταν για να γίνει ένας αξιόλογος frontman. Σε ένα από τα live του είχε την τύχη να γνωρίσει τα μέλη της μπάντας Samson, τα οποία ενθουσιασμένα από τις ικανότητές του τόσο στο τραγούδι όσο και στην σκηνική του παρουσία του πρότειναν να γίνει ο τραγουδιστής τους και να ξεκινήσουν ευθύς αμέσως τις ηχογραφήσεις. Αν και η μπάντα είχε ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ λίγο καιρό πριν την ένταξη του Dickinson, η ιδιαίτερη φωνή του τους ώθησε να γράψουν και να κυκλοφορήσουν νέο υλικό σχετικά σύντομα και έτσι κυκλοφόρησαν το Head On (1980) το οποίο αποτελεί την πρώτη επίσημη δουλειά του.
Πολύ γρήγορα όμως ο Dickinson κατάλαβε ότι τα υπόλοιπα μέλη των Samson δεν μοιράζονταν τις βλέψεις του για ανέλιξη. Για αυτούς η μπάντα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία δικαιολογία για αλκοόλ, ναρκωτικά και καμάκι, κάτι που δεν ταίριαζε με το δικό του αγνό πάθος για μουσική. Μην γνωρίζοντας ποιο ακριβώς ήταν το επόμενο βήμα του, συνέχισε τα live και τις ηχογραφήσεις ώσπου μια μοιραία συνάντηση έδωσε φτερά στην καριέρα του. Ένα βράδυ στο Music Machine, πριν ανέβει στην σκηνή με τους Samson παρακολουθούσε το εναρκτήριο νούμερο της συναυλίας συνειδητοποιώντας ότι είναι πολύ καλό. Τόσο καλό μάλιστα που τον έφερε σχεδόν σε σημείο ντροπής. Όσο συνεχιζόταν το live, τόσο ο Dickinson ένιωθε πεπεισμένος ότι ήθελε να γίνει κομμάτι αυτού που έβλεπε. Ήθελε να τραγουδάει μαζί τους μανιασμένα και δυνατά. Να τα δίνει όλα επί σκηνής παράγοντας αυθεντική metal. Δεν άντεχε άλλο τους Samson. Ήθελε να γίνει ο νέος τραγουδιστής… των Iron Maiden. Έπρεπε όμως να φανεί υπομονετικός καθώς εκείνο τον καιρό οι Iron Maiden είχαν τραγουδιστή και έτσι παρέμεινε στους Samson για έναν ακόμη χρόνο κυκλοφορώντας ένα ακόμα άλμπουμ με όνομα Shock Tactics (1981). Αυτό αποδείχθηκε βέβαια και το τελευταίο τους, καθώς σε ένα live στο Reading αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο παραγωγός των Maiden του πρότεινε να κάνει audition για να αντικαταστήσει τον Paul Di’Anno.
[dropcap size=big]Μ[/dropcap]ε περίσσια χαρά δέχτηκε την πρόταση παρατώντας τους Samson οι οποίοι βρίσκονταν ούτως ή άλλως υπό διάλυση. To γκρουπ έμεινε ιδιαίτερα ικανοποιημένο με τις φωνητικές του ικανότητες και ο Dickinson ήταν πολύ ευχαριστημένος που επιτέλους έγινε μέλος μιας μπάντας η οποία επεδείκνυε τον επαγγελματισμό που ο ίδιος αποζητούσε. Βάζοντας τον Bruce κατευθείαν στα βαθιά ξεκίνησαν τις ηχογραφήσεις για το νέο τους άλμπουμ καθώς και τις προγραμματισμένες εμφανίσεις τους. Το 1982, κυκλοφόρησαν το Number Of the Beast που αποτελεί μέχρι και σήμερα την μεγαλύτερή τους επιτυχία. Κάθε ίχνος ενδοιασμού τόσο στα μυαλά των fans όσο και σε αυτά των υπόλοιπων Maiden εξαφανίστηκε και τα επόμενα δέκα χρόνια υπήρξαν πραγματικά μαγευτικά. Το συγκρότημα έκανε θρυλικές περιοδείες και κυκλοφόρησε έξι ακόμη άλμπουμ, τα Piece Of Mind (1983), Powerslave (1984), Somewhere In Time (1986), Seventh Son of A Seventh Son (1988), No Prayer for the Dying (1990) και Fear of the Dark (1992) με ανεπανάληπτα κομμάτια όπως τα Trooper,2 Minutes to Midnight, Run to the Hills, Flight of Icarus, Fear of the Dark και το The Evil That Men Do.
Όμως όπως μπορεί κανείς να φανταστεί στη διάρκεια δέκα ετών συνεχούς δουλειάς και πίεσης οι τριβές που δημιουργούνται είναι ουκ ολίγες. Μία μικρή «παραξενιά» ενός μέλους μπορεί να φαντάζει πλέον αβάσταχτο μαρτύριο για τους υπόλοιπους. Μία διαφορά απόψεων μπορεί να εξελιχθεί σε ομηρικό ζήτημα. Μία πρόταση που απορρίφθηκε στο παρελθόν γίνεται αιτία για πικρία. Έτσι οι πολλές διαφορές, καλλιτεχνικές και μη, που είχαν αναπόφευκτα δημιουργηθεί ανάγκασαν τον Dickinson να αποχωρήσει επιχειρώντας να ακολουθήσει το δρόμο μιας solo καριέρας. Δεν του ήταν άλλωστε διόλου δύσκολο να βρει τα πατήματά του πλέον μόνος του. Η παγκόσμια εμβέλεια της φήμης του καθώς και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του ήταν ικανά να ανοίξουν πολλές πόρτες. Κυκλοφόρησε πέντε solo άλμπουμ μέσα σε επτά χρόνια τα οποία περιείχαν πολλές συνεργασίες με μεγάλους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε στο πλαίσιο πολλών περιοδειών και εμφανίσεων. Απολαμβάνοντας την σχετική ελευθερία που είχε πλέον καθώς δεν χρειαζόταν να ακολουθεί το απαιτητικότατο πρόγραμμα των Maiden, ο Dickinson ενέδωσε και σε άλλες αγάπες του πέραν της μουσικής. Πήρε δίπλωμα πιλότου επιβατικών αεροσκαφών και πειραματίστηκε με τη συγγραφή σεναρίων. Ολοκλήρωσε το sequel ενός βιβλίου το οποίο είχε γράψει το 1987 και έγινε μετρ της επαγγελματικής ξιφασκίας κατακτώντας μάλιστα την έβδομη θέση σε όλη την Μεγάλη Βρετανία.
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ί θα μπορούσε να λείπει από έναν τέτοιο άνθρωπο; Από έναν σύγχρονο κατακτητή που δεν φαινόταν να σταματάει πουθενά; Μονάχα ο δρόμος που δεν διάλεξε. Και έτσι ο Dickinson έχοντας επιθυμήσει τις παλιές καλές μέρες που έγραφε ιστορία με τους Maiden, πήρε την απόφαση να επιστρέψει. Μαζί με τον μπασίστα Adrian Smith γύρισαν «σαν άσωτοι υιοί» ελπίζοντας ο κιθαρίστας Steve Harris με τον οποίο πάντοτε είχαν τις περισσότερες διαφορές να τους δεχθεί. Ο τελευταίος πρόβαλε μία μικρή αντίσταση για την «τιμή των όπλων» και αποδέχθηκε τελικά την πρόταση τους για επανένωση, διότι αν μη τι άλλο, δεν είχε καμία καλύτερη επιλογή. Η ένταση και το άγχος φαίνεται πως εξατμίστηκαν αμέσως μόλις η μπάντα ξεκίνησε και πάλι τις πρόβες και οι καινούργιες δημιουργίες δεν άργησαν να ακολουθήσουν. Το Brave New World (2000) έκανε πάταγο σηματοδοτώντας την καινούργια εποχή του Dickinson στην μπάντα που τον ανέδειξε. Ακολούθησαν τα Dance of Death (2003), A Matter of Life and Death (2006), The Final Frontier (2010) και το Book of Souls (2015) με τις περιοδείες να συνεχίζουν ακόμη και σήμερα.
Στις 7 Αυγούστου, λοιπόν, γιορτάζουμε τα γενέθλια αυτού του θρύλου της metal. Υψώνουμε τα ποτήρια μας γεμάτα με την μπύρα των Iron Maiden, Trooper, της οποίας την συνταγή σκαρφίστηκε ο ίδιος ο Dickinson και κάνουμε μία πρόποση προς τιμήν του φωνάζοντας: «Θα κάνω αυτό που θέλω!».
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=3ZlDZPYzfm4″ width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=qEja72NSg5Q” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=M6JpxDebokM” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=xgaL1MB8EjM” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=nzwV9cW1aaI” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Πηγές φωτογραφιών: 1 – 2 – 3 – 4
Κείμενο: Γεωργιάδης Κωνσταντίνος (Lavart)