Ένας σκοτεινός, ρομαντικός παραμυθάς κλείνει τα 58.
Λίγοι είναι οι σκηνοθέτες που έχουν συνδέσει το όνομά τους με ένα μοναδικό, διακριτό στυλιστικό και θεματικό ύφος στις ταινίες τους και καταφέρνουν να το διατηρούν αυθεντικό μέσα στη δαιδαλώδη και παρεμβατική βιομηχανία, έχοντας πάντα παράλληλα το κοινό με το μέρος τους. Αυτός ο αριθμός μειώνεται όλο και περισσότερο όταν βάζουμε στην εξίσωση τον παράγοντα της ενδιαφέρουσας ιστορίας. Είναι πολλά τα κουτάκια που πρέπει κανείς να τσεκάρει στη λίστα. Ένας από τους δημιουργούς που πληρούν εύκολα όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι ο Τιμ Μπάρτον που σήμερα γίνεται 58 ετών.Γεννημένος στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνια, γνώρισε τον κινηματογράφο από εκείνες τις αίθουσες που πρόβαλλαν δύο και τρεις ταινίες τη μέρα με μισό δολάριο. Οι ταινίες που επιλέγονταν σε αυτές τις αίθουσες ήταν ετερόκλητες και περίεργες, αλλά ο Μπάρτον συνέχιζε να πηγαίνει γιατί ήταν… τρεις ταινίες με μισό δολάριο! Στο σπίτι τον πρόσεχε η φθηνή babysitter, η τηλεόραση, που τότε, στην αρχή της ακόμα, έδειχνε συνέχεια ταινίες με τον αγαπημένο του Βίνσεντ Πράις. Έτσι, γνώρισε και αγάπησε τις ταινίες τρόμου. Η καλλιτεχνική του φλέβα δεν άργησε να φανεί και αποφάσισε να δικαιώσει το χαρτί που ξοδεύτηκε για τα πρώιμα εφηβικά του σχέδια και να γίνει σχεδιαστής animation. Περισσότερο ήθελε να καταστρέψει το Τόκιο φορώντας στολή τέρατος, αλλά, καθώς δεν μπορούσε να γίνει ο Γκοτζίλα όταν μεγαλώσει, αποφάσισε να ακολουθήσει τη δεύτερη καλύτερη επιλογή.Μετά τις σπουδές του, όπως πολλοί, δούλεψε για την Ντίσνεϊ και τότε έφτιαξε μία πρώτη live-action 30λεπτη έκδοση του Frankenweenie (που θα δούμε αργότερα σε μεγάλου μήκους stop-motion). Η ταινία προβλήθηκε δοκιμαστικά μαζί με τον Πινόκιο, αλλά τα παιδιά του κοινού φαίνεται πως δεν άντεξαν την διπλή δόση αναγέννησης και το project έμεινε στο ράφι. Λίγο αργότερα, ο Paul Reubens, ο κατά κόσμον Pee-wee Herman, είδε την ταινία και αποφάσισε να στρατολογήσει τον Μπάρτον ως σκηνοθέτη για το Pee-wee’s Big Adventure το 1985, σηματοδοτώντας την αρχή μιας μεγάλης καριέρας. Ακολούθησε ο Σκαθαροζούμης, με τον Μάικλ Κίτον να μετατρέπεται στα χέρια του Μπάρτον σε ένα καλτ σύμβολο, και ο Μπατμαν που απέδειξε ότι αυτός ο περίεργος νέος σκηνοθέτης μπορεί να προσελκύσει μεγάλα πλήθη. Αφού είχε αποδείξει την αξία του μέχρι τότε, ο Μπάρτον για την τέταρτη ταινία του αφέθηκε ελεύθερος από τα στούντιο να κάνει οτιδήποτε θελήσει, και το αποτέλεσμα ήταν ο Ψαλιδοχέρης, ένα πανέμορφο αλλά σκοτεινό και βαθιά δραματικό παραμύθι για την διαφορετικότητα και τη μοναξιά. Πρωταγωνιστής για πρώτη φορά στο πλευρό του Μπάρτον ο Τζόνι Ντεπ, που μέχρι σήμερα τον έχει συντροφεύσει σε 8 ταινίες του. Αργότερα ο σκηνοθέτης δήλωσε πως στον Ντεπ είδε ένα ποπ είδωλο, που όμως κάτω από το εκφραστικό του πρόσωπο έκρυβε πολλά περισσότερα. Από τότε που άρχισε να χτίζεται σε σταθερό έδαφος ο πανέμορφος και σκοτεινά ρομαντικός, στην ουσία του, κόσμος του Μπάρτον, έχουμε δει πολλά διαμάντια από τα χέρια του, μερικά από τα οποία Ο μύθος του ακέφαλου καβαλάρη, Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας, Η νεκρή νύφη, Sweeney Todd: Ο φονικός κουρέας της οδού Φλιτ και φυσικά Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Για κάποιους τα πιο πρόσφατα έργα του, Dark Shadows και Μεγάλα μάτια, ήταν απογοητευτικά σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει. Ακόμα κι αν αυτό ισχύει, έχουμε μόνο να περιμένουμε μέχρι την επόμενη ταινία για να αποζημιωθούμε.Αν δούμε όμως το έργο του συνολικά, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι όλες οι ταινίες του αποτελούνται από ιστορίες. Ιστορίες, τόσο ζωντανές, με χτυποκάρδι, που μπορείς να τις αφήσεις μόνες τους και θα περπατήσουν. Πολύχρωμες και σκοτεινές, ιστορίες έρωτα και θανάτου, με καλό ή όχι και τόσο καλό τέλος. Ιστορίες. Γι’ αυτό αξίζει να ξεχωρίσουμε δύο ταινίες του από τη λίστα: το Ed Wood και το Big Fish. Η πρώτη, homage προς τιμήν του «χειρότερου» σκηνοθέτη της ιστορίας που έφτιαχνε άθλιες ταινίες κάπου στα ’50, και η δεύτερη, ένα παραμύθι για έναν πατέρα που ήταν παθολογικός ψεύτης ή έκανε την πιο απίστευτα περιπετειώδη ζωή. Αυτές οι δύο ταινίες ξεχωρίζουν στα μάτια μας ως οι πιο προσωπικές του. Όχι γιατί αποτελούν αυτοβιογραφία. Αυτό θα ήταν τρελό! Περισσότερο, γιατί εξερευνούν το πώς είναι να είσαι αφηγητής ιστοριών. Πώς είναι να μην μπορείς να ελέγξεις την ανάγκη να δημιουργήσεις ιστορίες, να τις αφηγηθείς και τελικά να ζήσεις μέσα σ’ αυτές. Αυτό κάνει και ο Μπάρτον και ξεκίνησε μάλλον πολύ πριν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Φτιάχνει και διηγείται ιστορίες. Σαν ένας παράξενος, κάπως μαγεμένος, παραμυθάς.
Ο αγαπημένος μας παραμυθάς γίνεται 58! Και ευτυχώς δεν του φαίνεται…
Πηγές φωτογραφιών: 1 – 2 – 3 – 4
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)