Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ποιητής, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης
Ο συγγραφέας με το προοδευτικό μυαλό, που αγωνίστηκε για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο μακρινό 1877, στο Καρπενήσι, έρχεται στη ζωή ο Ζαχαρίας, ένας ακόμη γιος της πολύτεκνης οικογένειας Παπαντωνίου. Ο πατέρας του ως δάσκαλος του δίνει από νωρίς τα ερεθίσματα για να αγαπήσει τα γράμματα.
Η οικογένειά του μετακομίζει αργότερα στην Αθήνα, όπου ο Ζαχαρίας αρχίζει να φοιτά στην Ιατρική Σχολή, την οποία όμως δεν τελειώνει ποτέ. Ίσως φταίει το ότι τον έχει κερδίσει ήδη ένας άλλος κόσμος – στρέφεται με μεγάλο ζήλο στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, όπως ο Χρόνος και η Σκριπ και μάλιστα φτάνει στη θέση του αρχισυντάκτη. Τα όρια της Ελλάδας του φαίνονται στενά και αρχίζει αργότερα να αρθρογραφεί και σε γαλλικά έντυπα, ερχόμενος σε επαφή με ευρωπαϊκά ρεύματα και επιρροές.
Το 1904 γίνεται μέλος της εταιρείας Η Εθνική Γλώσσα, με σκοπό την υπεράσπιση της δημοτικής. Συνοδοιπόροι του στην προσπάθεια αυτή είναι ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος κ.ά.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Ζαχαρίας Παπαντωνίου, παράλληλα με τις δραστηριότητες αυτές, ασχολείται με επιτυχία και με τη ζωγραφική. Είναι διορισμένος καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και διευθυντής στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το ταλέντο όμως στη λογοτεχνική παραγωγή είναι αυτό που επισκιάζει όλες του τις υπόλοιπες δραστηριότητες. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδίδεται πολύ νωρίς και έχει τίτλο Πολεμικά Τραγούδια (1898). Η παιδική ποιητική συλλογή του Τα χελιδόνια (1920) επίσης ξεχωρίζει, καθώς είναι αφιερωμένη στον αδερφό του Θανάση που είχε αυτοκτονήσει. Μετά την έκδοση της συλλογής Πεζοί Ρυθμοί (1922) ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τιμάται με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Μάλιστα, το ποίημά του Πού πας καραβάκι το ξεχωρίζει και το μελοποιεί η Αφροδίτη Μάνου. Το έργο που τον καθιερώνει στη συλλογική συνείδηση των αναγνωστών είναι Τα Ψηλά Βουνά (1918), το οποίο μάλιστα προορίστηκε για αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού.
Το 1938 αναγορεύεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ θεωρείται ήδη καταξιωμένος συγγραφέας. Η αγάπη του για τη δημοτική, ωστόσο, και οι αγώνες που έχει δώσει για την υπεράσπισή της, τον καθιστούν αντιπαθή σε αρκετούς κριτικούς και συναδέλφους του.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φεύγει από τη ζωή στη 1 Φεβρουαρίου 1940 από ανακοπή καρδιάς.
Λυπημένα Δειλινά
Στης γειτονιάς της φτωχικής
γυρίζει ο νους μου τα στενά,
τα λυπημένα δειλινά
στοχάζομαι της Κυριακής.Μέσα στην κόκκινη αντηλιά
το μαραμένο θηλυκό
δίχως ελπίδα και μιλιά
ποτίζει το βασιλικό.Κανείς διαβάτης δεν περνά,
κανένα αυτή δεν καρτερεί,
πού στο μπαλκόνι ορθή φορεί
το γιορτινό της το γκρενά.Σα Μοίρα κάθεται μια γριά.
Στο φως μιας πόρτας ρημαδιού
μακραίνει ο ίσκιος του παιδιού…
Καμπάνα ακούγεται μακριά.Στο σύννεφο το βυσσινί
θα πέσει ο ήλιος να κρυφτή.
Ψαλμός ακούγεται ή φωνή
του τελευταίου πραματευτή.Όλα σταμάτησαν εκεί.
Αργεί πολύ να ρθή ή βραδιά…
Πώς έχω την ψυχή βαριά
το δειλινό την Κυριακή.
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=8J_9LPlUMJs” width=”200″ height=”100″ responsive=”no”]
Κείμενο: Μαρία Μερτίκα (Lavart)