Δεν γνωρίζω αυτό που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μένα και τον ουρανό. Και αδυνατώ να εντοπίσω τα κέρδη που μου παρέχει αυτή η άγνοια.
[dropcap size=big]Γ[/dropcap]ια αυτό και αναζητώ την παρηγοριά που θα εμπλουτίζει την άγνοιά μου με οφέλη, οφέλη που προσφέρονται στον ανίκανο εγκέφαλο που κουβαλώ και θα κουβαλώ. Θα έλεγε κανείς, ότι όλη μου η προσπάθεια αποβλέπει σε κάτι συγκεκριμένο: Να επισημάνω τη δύναμη των ερωτημάτων, η οποία μπορεί να είναι πολύ σημαντικότερη από τις απαντήσεις που τα συνοδεύουν. Έτσι, κάθε σχέση μου με άνθρωπο επισκιάζεται από τη γοητεία που προξενούν τα ερωτήματα. Δεν πρόκειται για ιδεολογία ζωής. Αντιθέτως, η εμμονή μου με τα ερωτήματα είναι ένα μέσο απαλλαγής από την κοινωνική υποχρέωση να δώσω απαντήσεις. Η ζωή είναι εύκολη όταν αναλώνεται στα ερωτήματα. Ή καλύτερα, η ζωή είναι εύκολη όταν είσαι παιδί, καθώς πίσω από κάθε ερώτημα ζωγραφίζεται η μητέρα που δίνει απαντήσεις. Μία πραγματική όμως μαγεία του ερωτήματος παράγεται τη στιγμή που είσαι πιο ορφανός από ποτέ. Η ζωγραφισμένη μητέρα αντικαθίσταται από ένα βιβλίο ή ένα τραγούδι, και ένας ολόκληρος κόσμος μεταμορφώνεται σε πεδίο πιθανών απαντήσεων παρά ερωτημάτων. Φοβάμαι, ότι είναι αδύνατον να απαλλαχτώ από τη μάστιγα των απαντήσεων. Είναι αδύνατον να απαλλαχτώ από το ερέθισμα που δημιουργεί η ανάγνωση ενός βιβλίου, δηλαδή ο εντοπισμός μίας από τις άπειρες απαντήσεις.
Δεν γνωρίζω λοιπόν αυτό που αναπτύσσεται ανάμεσα σε μένα και τον ουρανό. Και σαν παιδί απλά ρωτώ: «Υπάρχει θεός;».
Κείμενο: Γιώργος Χιώτης (Lavart)
Φωτογραφία: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)