[dropcap size=big]Π[/dropcap]ροσιδιάζοντας την έννοια της «καινοτομίας» στα πολιτισμικά προϊόντα φαντάζει έργο εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Διότι πώς γίνεται να οριστεί το αδοκίμαστο εν απουσία γνώσης όλων των δοκιμασμένων; Με άλλα λόγια, πότε μπορεί να βρεθεί κάποιος σε θέση να ετικετοποιήσει κάτι ως «χιλιοπαιγμένο»; Όταν αυτό παιχτεί τουλάχιστον χίλιες φορές; Χάνει άραγε τότε την πρωτοτυπία του; ‘Η μήπως υπάρχει ένα σημείο κορεσμού στις φορμουλαϊκές αναπαραστάσεις των θεματικών που προσεγγίζει η τέχνη; Η θέση των ερωτημάτων αυτών είναι απαραίτητη για τη διαφοροποίηση ανάμεσα στο κλασσικό και το ανέμπνευστο, την παρουσίαση των κλισέ με μέθοδο και χωρίς. Ξεκινώντας, είναι θεμιτό και απαραίτητο να αναφερθεί πως οποιοδήποτε πολιτισμικό προϊόν προσεγγιστεί με μέθοδο και υποτυπώδες οργανωτική κουλτούρα συχνά προκρίνεται αυτομάτως ως καινοτόμο – λανθασμένα. Καθώς θα ήταν χρήσιμο να γίνει ακόμα μια διαφοροποίηση: εμφανίζεται καινοτομία τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην παρουσίαση του περιεχομένου, με το φορτίο σημασίας που επιφορτίζεται καθεμία πλευρά να είναι εξίσου ισχυρό. Έτσι, η πλοκή ενός έργου μπορεί να είναι εξαιρετικά απλή αλλά να χρησιμοποιεί πρωτότυπες αφηγηματικές μεθόδους («Memento» – Christopher Nolan). Κατά αντιστοιχία, όμως, μια ιστορία μπορεί να είναι τόσο τετριμμένη όσο ένας άντρας που σκοτώνει μια ηλικιωμένη γυναίκα και αισθάνεται τύψεις, μπορεί ωστόσο να κατεργαστεί με τόση προσήλωση και επιμονή στην λεπτομέρεια που να την ανυψώσει σε μια εκ των σημαντικότερων ψυχογραφικών λογοτεχνικών έργων στην ανθρώπινη ιστορία («Έγκλημα και Τιμωρία» – Φ. Ντοστογιέφσκι). Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως είναι πρωτότυπη – είναι καλοδουλεμένη και καλοδιαρθρωμένη, ναι, αλλά όχι πρωτότυπη – τουλάχιστον όχι στο περιεχόμενό της.
Περνώντας, λοιπόν, στην καινοτομία του περιεχομένου των πολιτισμικών προϊόντων, αυτή οφείλει να εντάσσεται στο χωροχρονικό πλαίσιο δημιουργίας του εν λόγω προϊόντος, και άρα να λογαριάζεται και να κρίνεται με τα ανάλογα κριτήρια. Το «Castle of Otranto» του H. Walpole είναι η πιο επίπονα προβλέψιμη γοτθική ιστορία που απλώς τρακέρνει σε όλα τα κλισέ το ένα μετά το άλλο – είναι όμως και η πρώτη gothic νουβέλα που γράφτηκε ποτέ. Συχνά, πάλι, οι λεπτές διαφοροποιήσεις σε πλοκή ή / και χαρακτήρες είναι που καταφέρνουν να προσδώσουν μια διαφορετική οπτική σε μια ιστορία που έχει ξαναειπωθεί – ίσως βλέπουμε την ίδια πλοκή από τη μεριά ενός διαφορετικού χαρακτήρα («Wide Sargasso Sea – Jean Rhys»), ίσως πάλι η εστίαση του έργου είναι τέτοια που την απομακρύνει εντελώς από το προβλέψιμο και ευκόλως εκμεταλλεύσιμο κεντρικό θέμα («The Walking Dead – Robert Kirkman, Tony Moore»). Αξίζει μα σημειωθεί πως η περιπλοκότητα δεν ταυτίζεται με την πρωτοτυπία, αν και συχνά επικαλείται και εφαρμόζεται στην προσπάθεια επίτευξης της πρώτης.
Πώς αποφασίζεται λοιπόν πότε κάτι είναι καινοτόμο (τόσο σε περιεχόμενο όσο και παρουσίαση) και σπάει τη φόρμα του δοκιμασμένου; Αν αφαιρέσουμε την υποκειμενική υπόσταση για το τι θεωρείται πρωτότυπο για τον κάθε καταναλωτή πολιτισμικών προϊόντων ξεχωριστά, τότε αυτό που περισσεύει είναι η ένταξη του προϊόντος στο σύνολο των υπόλοιπων που εμφανίζουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Ο θεατής μπορεί να κρίνει το «Shape of Water» του del Toro ως κάτι το μεμονωμένο και πρωτοπόρο, ο κριτικός όμως θα το κρίνει ως μέρος του συνόλου μιας κουλτούρας έργων που αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοεξαρτώνται. Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει πως ο ένας έχει δίκιο και ο άλλος άδικο, (καθώς θα ήταν ανούσιο να υποστηρίξει κανείς την αντικειμενικότητα στην τέχνη), καταδεικνύει ωστόσο πως ο κριτικός μπορεί να εντοπίσει ευκολότερα πότε κάτι είναι καινοτόμο και πότε όχι, βάσει της απλής μαθηματικής καταγραφής και υπόδειξης των έργων που έχουν προηγηθεί και εντάσσονται σε κοινό επίπεδο. Ακόμη και τότε, φυσικά, όταν δηλαδή ένα έργο «τικάρει» κάθε κλισέ στη λίστα των κλισέ, αυτό δεν αποκλείει το γεγονός το αποτέλεσμα να είναι καλοδιαρθρωμένο και συνεκτικό στο περιεχόμενό του.
Εν ολίγοις, ναι, είναι εφικτό να υποστηρίξει κανείς πως το καινοτόμο στην τέχνη είναι προσεγγίσιμο και σε περιπτώσεις ταυτοποιήσιμο (σε μορφή και περιεχόμενο). Όπως και κάθε άλλο πεδίο που υπάγεται στην σφαίρα της δημιουργικής έκφρασης, όμως, παρεισφρέει ο παράγοντας της υποκειμενικότητας: αυτό όμως δεν εμποδίζει την ανακήρυξη ενός πολιτισμικού προϊόντος ως καινοτόμου μέσω της επίκλησης ορισμένων αντικειμενικά πρσδιορισμένων κριτηρίων – ίσα ίσα, μάλιστα, την ενισχύει.
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)