Τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί, γεννιέται μαζί και η μητέρα. Δεν υπήρχε πριν. Η γυναίκα υπήρχε, αλλά η μητέρα, όχι. Η μητέρα είναι κάτι εντελώς νέο. Rajneesh
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]όνοι μελάνι έχουν χυθεί για το πλάσμα που ονομάζεται Μητέρα. Γι’ αυτή την αγκαλιά που είναι γεμάτη αγάπη, για τα χέρια που θεραπεύουν με το χάδι, για τα μάτια που κλαίνε από πόνο, από περηφάνια, από χαρά, για την καρδιά που, από τη στιγμή που νιώθει το σπλάχνο της να σκιρτά μέσα της, ξεκινά να χτυπά για δύο.
Η λέξη «μητέρα» κρύβει μέσα της μια ιερότητα. Μια ιερότητα που απαντάται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε κάθε θρησκεία, σε κάθε φυλή. Ας επιχειρήσουμε όμως μια κατάδυση στο ελληνικό παρελθόν, στα αρχαία χρόνια, που χαρακτηρίζονται, σε γενικές γραμμές, ως ανδροκρατούμενα. Χαρακτηρισμός όχι άδικος, αφού στις περισσότερες πόλεις – κράτη, ακόμη και στη βαθιά δημοκρατική Αθήνα, ο ρόλος της γυναίκας ταυτίζεται με εκείνον της μάνας. Αποστολή της γυναίκας είναι να διαιωνίσει το σπόρο του άντρα, να συμβάλλει στη συνέχεια της οικογένειάς του και, κρυμμένη στις σκιές του γυναικωνίτη, να αναλάβει την ανατροφή των παιδιών με σεμνότητα και σύνεση.
Υπάρχουν ασφαλώς και οι εξαιρέσεις, όπως οι περιβόητες Σπαρτιάτισσες. Σε μια πόλη που το άλφα και το ωμέγα είναι ο στρατός της, η τεκνοποίηση αποτελεί το μοναδικό τρόπο συντήρησης του έμψυχου δυναμικού. Η Σπαρτιάτισσα που γεννά πολεμιστές και είναι υπεύθυνη για τη διάπλασή τους, πρέπει να είναι μια γυναίκα δυναμική, με συμμετοχή στην κοινωνία. Μάνα, αλλά αρκετά σκληρή ώστε να ξεστομίσει το περίφημο «ή ταν ή επί τας» όταν ο γιος της ετοιμάζεται για τη μάχη. Το γέννημά της δεν είναι κτήμα της και η πατρίδα στέκει πιο ψηλά από τη δικιά της αγάπη.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]ν κοιτάξουμε ακόμη παλαιότερα, θα παρατηρήσουμε τη φιγούρα της γυμνόστηθης Μινωίτισσας, που στέκεται περήφανη απέναντι στους άντρες, ισάξιά τους. Η κρητική κοινωνία είναι μητριαρχική – η γυναίκα αντλεί το γόητρό της ως κόρη της κυρίαρχης μεγάλης μητέρας θεάς. Είναι μάνα, αλλά η θηλυκότητά της ταυτίζεται περισσότερο με τη γονιμότητα και τη γέννηση παρά με την ανατροφή των παιδιών.
Αυτές ωστόσο λογαριάζονται ως οι φωτεινές εξαιρέσεις σε ένα κόσμο που η γυναίκα είναι καταδικασμένη στο περιθώριο και η γέννηση ενός παιδιού δεν αποτελεί ιερή στιγμή ευτυχίας, αλλά δυσβάσταχτο καθήκον.
Πολύ αργότερα, όταν η Ελλάδα στενάζει κάτω από τον τουρκικό ζυγό, η μάνα γαλουχεί τα παιδιά της με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θάνατος υπέρ της πατρίδας να μη θεωρείται συμφορά, αλλά πέρασμα στην αθανασία. Η Δέσπω Τζαβέλλα, λένε, όταν έμαθε για το θάνατο του γιου της, Φώτη, ρώτησε γεμάτη αγωνία τους συμπολεμιστές του «Το βόλι τον βρήκε στο στήθος ή στην πλάτη;», θέλοντας να μάθει, ως άλλη Σπαρτιάτισσα, αν έχασε τη ζωή του πολεμώντας ή δειλιάζοντας.
Στα δημοτικά τραγούδια, επίσης, η γυναικοκρατία είναι ξεκάθαρη, με μια σημαντική όμως λεπτομέρεια.. η γυναίκα εμφανίζεται ως κεντρικό πρόσωπο μόνο όταν γίνεται μάνα. Πρόκειται για μια φιγούρα τρυφερή, γεμάτη αγάπη, σκυμμένη τις περισσότερες φορές πάνω από τη βρεφική κούνια, που νανουρίζει τα βλαστάρια της με μελωδικά παραμύθια.
«Κοιμήσου λεμονιάς κλωνί, κοιμήσου βιόλας φύλλο
κοιμήσου τ’ ουρανού κλειδί π’ ανοίγουνε τον ήλιο»
[dropcap size=big]Ξ[/dropcap]εχωριστή κατηγορία αποτελούν οι μάνες της προσφυγιάς. Ξεριζωμένες βίαια από την πατρογονική εστία της Θράκης, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Σμύρνης, κάνουν την υπέρβαση. Ρόλος τους δεν είναι πλέον η γέννηση και η ανατροφή παιδιών. Από τη μια μέρα στην άλλη, πρέπει να κλείσουν για πάντα παιδικά ματάκια, να σφίξουν στην αγκαλιά τους αυτά που τους απέμειναν και να ξεκινήσουν για το άγνωστο, με ανοιχτές τις πληγές στα σώματα και στις καρδιές τους. Οι μάνες της προσφυγιάς αρνούνται να λυγίσουν, παλεύουν με την πείνα, τις αρρώστιες, την ίδια τη γη, αλλά στο τέλος νικάνε. Ανασταίνουν παιδιά και τόπους.
Οι ελευθεριάζουσες Μινωίτισσες, οι αόρατες Αθηναίες, οι σκληροτράχηλες Σπαρτιάτισσες, και οι σμιλεμένες με λεβεντιά και όνειρα για ένα ανέφελο μέλλον Ελληνίδες των ύστερων χρόνων, έχουν ένα κοινό στοιχείο, παρά τις μεγάλες διαφορές τους. Την αγάπη τους για τα βλαστάρια τους. Θα ήταν όμως έλλειψη να μη γίνει καμιά αναφορά στις μητρικές φιγούρες που δεν ανταποκρίθηκαν στο ρόλο τους, αντίθετα, τον αμαύρωσαν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η φοβερή Μήδεια, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, δε δίστασε να σφάξει τα παιδιά της για να εκδικηθεί την απιστία του άντρα της, Ιάσονα. Αν και μειοψηφία, οι γυναίκες αυτές έχουν αφήσει το δικό τους μελανό σημάδι στην ιερή αυτή λέξη.
Στα πλαίσια όμως του ρόλου αυτού χώρεσαν και φιγούρες βγαλμένες από τη θρησκευτική παράδοση – ο Κώστας Βάρναλης, στο ποίημά του Οι πόνοι της Παναγιάς, εκφράζει με πολύ συγκινητικό τρόπο τη μητρική ανησυχία.. η Παναγία δεν είναι μια παντοδύναμη πνευματική μορφή, αλλά μια μάνα που νιώθει την καρδιά της να σκιρτά στις σκέψεις που κάνει για το σπλάχνο της.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]υτή η μορφή, της γλυκύτητας, της ανησυχίας, της στοργής, αποτελεί την καλύτερη κατακλείδα αυτού του κειμένου. Μια μορφή γήινη, χωρίς υπερβάσεις, με ακέραια τα πιο αγνά της ένστικτα απέναντι στο πλάσμα που έφερε στον κόσμο αυτό. Μια μάνα όπως όλες, μα για το παιδί της μοναδική.
Και τελικά, μπορεί η 14η Μαΐου να είναι μια γιορτή εμπορική, αλλά αποτελεί μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε τις θυσίες και της αγωνίες της γυναίκας που θεωρούμε στη ζωή μας δεδομένη, μα δεν είναι. Δε χρειάζονται δώρα, μόνο ένα φιλί και ένα «ευχαριστώ» που να το εννοούμε.