Κριτική για την νέα ταινία του Felix van Groeningen, Belgica.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Βέλγος Felix van Groeningen μετά το The Broken Circle Breakdown με το οποίο κέρδισε το 2012 την ευρύτερη αναγνώριση και μία θέση στις υποψηφιότητες για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, επιστρέφει με το Belgica, ένα αμάλγαμα οικογενειακού δράματος και μαγνητοσκοπημένης συναυλίας. Ακολουθώντας και πάλι την ίδια συνταγή, αδυνατεί αυτή τη φορά να συναντήσει το επίπεδο που είχε χτίσει, παρά τις καλές του προθέσεις.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] ταινία ακολουθεί δύο αδέρφια: τον μικρότερο, ευαίσθητο Τζο και τον μεγαλύτερο παρορμητικό Φρανκ. Ο πρώτος είναι ιδιοκτήτης ενός μπαρ, του Belgica, ζει μια ανέμελη ζωή γεμάτη πάρτι, ποτά και γυναίκες, ενώ ο δεύτερος είναι παντρεμένος με παιδί και δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό ροκ-εν-ρολ εαυτό του. Θέλοντας να ξεφύγει από τη ρουτίνα, ο Φρανκ αποφασίζει να βοηθήσει τον αδερφό του να επεκτείνει το μπαρ, συμμετέχοντας πλέον ενεργά στη λειτουργία του με τη φιλοδοξία ότι θα καταφέρουν μαζί να το μετατρέψουν στο πιο ξέφρενο κομμάτι της νυχτερινής ζωής της πόλης. Οι δύο άντρες θα δουν τις ζωές τους να αλλάζουν, βιώνοντας λίγο πολύ τα ίδια πράγματα αλλά κάνοντας διαφορετικές επιλογές.[dropcap size=big]Έ[/dropcap]χοντας μαγευτεί από την συναισθηματική υπερβολή του The Broken Circle Breakdown περίμενα τα μέγιστα από τον σκηνοθέτη σε αυτό το νέο του πόνημα. Ωστόσο, ο Groeningen απέδειξε πως μπορεί να χειριστεί άριστα το θυμικό του κοινού μόνο όταν το σενάριο το επιτρέπει. Και εν προκειμένω, το Belgica κινείται σε τετριμμένα μονοπάτια, με μία κλασική ιστορία ανόδου και πτώσης και με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Είναι μία ιστορία γνωστή, λοιπόν, που δεν καταφέρνει να σωθεί ούτε από τους χαρακτήρες της. Μετά από ένα σημείο στην ταινία, οι πράξεις των πρωταγωνιστών φαίνεται πως απλώς συμβαίνουν χωρίς να προκαλούν κάποιο αποτέλεσμα ή κάποια αντίδραση. Πρόσωπα εισάγονται άσκοπα, σαν μία απεγνωσμένη προσπάθεια να προχωρήσει λίγο παραπάνω η πλοκή και πολλές μικρές ιστορίες ανοίγουν χωρίς να έχουν τέλος ή την οποιαδήποτε συνεισφορά στην έκβαση. Η εν λόγω έκβαση έρχεται μεθυσμένα και άναρχα, όπως συμβαίνουν τα περισσότερα γεγονότα κατά την δίωρη διάρκεια της ταινίας, και σε αφήνει με μία πίκρα στο στόμα. Μπορεί, τελικά, αυτό που θέλει να (απο)δείξει το Belgica να είναι το ότι κάποιες εποχές πρέπει να περνούν για να έρθουν κάποιες άλλες – ένα ευγενές μήνυμα κατά τα άλλα – αλλά δεν βρίσκει τελικά τη δύναμη να το μεταδώσει.[dropcap size=big]Π[/dropcap]αρακολουθώντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες των δύο αδερφών να ορίσουν τα όνειρά τους μέσα στο στενό πλαίσιο ενός μπαρ, βλέπουμε να σχηματίζεται ένα προφανές δίπολο: ο ωριμότερος νέος και ο παιδαριώδης, ανεύθυνος μεγάλος αδερφός. Το δίπολο αυτό όμως δεν αγγίζει παρά μόνο την επιφάνεια. Και αυτό μόνο στην προβλέψιμη φύση των χαρακτήρων μπορεί να αποδοθεί. Από τις εισαγωγικές τους σκηνές κιόλας φαίνεται ποιος είναι ο ήρωας και ποιος ο αντιήρωας και αυτό ελάχιστες αποκλείσεις έχει μέχρι το φινάλε. Οι δύο πρωταγωνιστές Stef Aerts (Τζο) και Tom Vermeir (Φρανκ) ανταπεξέρχονται στις επιταγές των ρόλων τους, που ζητούν μονάχα έντονα ξεσπάσματα, παγωμένες αντιδράσεις και πειστικότητα στην κατάχρηση ναρκωτικών. Το λίγο χρώμα που προσπαθούν να φέρουν οι γυναικείοι χαρακτήρες της ταινίας πεθαίνει γρήγορα στο παρασκήνιο. Με την σύγκριση να είναι αναπόφευκτη, οι καλοσχηματισμένοι και απολύτως ταιριαστοί από άποψη χημείας πρωταγωνιστές τού The Broken Circle Breakdown μοιάζουν τώρα με όαση παρά τις υπερβολές τους.[dropcap size=big]Α[/dropcap]ν μπορούσαμε να παραβλέψουμε τις σεναριακές παραφωνίες και να εστιάσουμε την προσοχή μας στην δεύτερη υπόσταση του Belgica, η ταινία θα ήταν πολύ πιο ευχάριστη αν μόνο… ακουγόταν. Τη μουσική της ταινίας επιμελήθηκαν οι Soulwax, ένα συγκρότημα από τη Γάνδη, που παρότι ειδικεύονται στην ηλεκτρονική, πειραματίστηκαν με διάφορα είδη και πέτυχαν την ένταση και την ποικιλομορφία ενός πραγματικά ζωντανού μπαρ. Η μουσική μαζί με την εκρηκτική δυναμική του χώρου στις σκηνές των ανεξέλεγκτων πάρτι χαρίζουν μερικές ενδιαφέρουσες στιγμές, που όμως, δυστυχώς, δεν αρκούν.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Groeningen φαίνεται πως αγάπησε τους χαρακτήρες που γέννησε. Και γι’ αυτό είναι ελαστικός μαζί τους, τους δίνει τη συγχώρεση που αποζητούν και τους εξασφαλίζει μία κάποια κάθαρση χωρίς αυτοί να την έχουν κερδίσει. Ο ίδιος όμως δεν καταφέρνει να στήσει την ψευδαίσθηση συναισθηματικού βάθους που είχαμε δει από αυτόν στο παρελθόν, με το αποτέλεσμα να μοιάζει τελικά σαν μία άσκοπη νύχτα με ποτά και ναρκωτικά που το μόνο που σου αφήνει είναι ένας πονοκέφαλος το επόμενο πρωί.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)