[dropcap size=big]Ε[/dropcap]ίναι γνωστή σε όλους η όχι ιδιαίτερα ευχάριστη κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της θεατρικής κριτικής. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι είναι ένας χώρος «απροστάτευτος», υπό την έννοια ότι όλοι πια πιστεύουν ότι δικαιούνται να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους για μια παράσταση που έτυχε να δουν (κάτι που, ούτως ή άλλως, κάνουν ελέω των ευκολιών που παρέχει τεχνολογία), αλλά είναι ένας χώρος που έχει γίνει «μπαλάκι» στα χέρια νέων και παλαιότερων εκδοτών, σχετικών και μη σχετικών διαχειριστών μεγάλων ιστοσελίδων, οι οποίοι έχουν αρχίσει εδώ και καιρό να την αντιμετωπίζουν ως εκμεταλλεύσιμο εργαλείο, στο όνομα της «έγκυρης» (όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται) ενημέρωσης του καταναλωτή.
Θεατρόφιλοι και πελάτες
Σκόπιμα αποφεύγω τη λέξη «θεατρόφιλος», γιατί εδώ και αρκετά χρόνια ο πάλαι ποτέ «θεατρόφιλος» έχει παραχωρήσει τη θέση του στον «πελάτη». Στο σύγχρονο θέατρο υπάρχουν πια κυρίως πελάτες. Οι «φίλοι» είναι λίγοι και αυτοί από μόνοι τους δεν σώζουν την κατάσταση.
Στον «πελάτη» είναι στραμμένες οι διαφημίσεις, οι προσφορές, η επιλογή του ρεπερτορίου, η επιλογή του καστ, του σκηνοθέτη. Στον πελάτη κλείνει το μάτι ο παραγωγός. Στον «πελάτη» πολλές φορές και ο δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ. Και γιατί όχι και μερίδα «κριτικών».
Ο πελάτης και τ’ αστέρια
Πρόκειται για μια μορφή ανελέητου πινγκ-πονγκ, που θα συνεχιστεί όσο θα ζούμε ακόμη στη σφαίρα της παντοδυναμίας του αναγνώστη (εδώ «πελάτη»), όπως την προέβαλαν κα στήριξαν με πάθος και αποτελεσματικότητα αποδομιστές θεωρητικοί όπως ο Roland Barthes και ο Jacques Derrida, μεταξύ άλλων. Εκείνης της παντοδυναμίας που ναι μεν βοήθησε να σπάσουν πολλά στεγανά και να εμπλουτιστεί η γνώση που έχουμε για τον κόσμο και τη λογοτεχνία, όμως δημιούργησε και όλες τις προϋποθέσεις ώστε να εμφανιστούν και να «νομιμοποιηθούν» εκφυλιστικά φαινόμενα, όπως εν προκειμένω η περίπτωση άσκησης του κριτικού λόγου, με πιο ηχηρό παράδειγμα την αξιολόγηση παραστάσεων με την απαρίθμηση αστεριών, λες και μιλάμε για ξενοδοχειακή μονάδα. Κι αν το καλοσκεφτεί κανείς, ίσως και να μιλάμε, αφού η λογική δεν διαφέρει και πολύ. Τ’ αστέρια δεν είναι κάποιο «αθώο» σύμβολο, ντεκόρ στο λόγο. Είναι εκεί, απόλυτα ορατά ώστε να διευκολύνουν τη γρήγορη λήψη (καταναλωτικών) αποφάσεων εκ μέρους του θεατή/πελάτη. Είναι η απόλυτη μορφή ακαριαίας διαφήμισης.
Μπροστά στ’ αστέρια δεν μπορεί να παραβγεί κανένας Λόγος, αφού ο αναγνώστης δεν χρειάζεται καν να διαβάσει το κείμενο του κριτικού (το όνομα του οποίου τις περισσότερες φορές απουσιάζει). Του αρκούν οι εγγυήσεις που διασφαλίζονται μέσα από τον αριθμό των αστεριών, οπότε πηγαίνει και «αγοράζει» κατευθείαν το προϊόν. Και το πιο σημαντικό είναι ότι, στις περιπτώσεις όπου ισχύει το σλόγκαν «οι αναγνώστες/θεατές/πελάτες αξιολογούν», αισθάνεται και περήφανος, ίσως και δικαιωμένος, γιατί συνέβαλε, με τη διαδικτυακή του παρέμβαση, να γίνει η αξιολόγηση και έτσι να ενισχυθεί ο διάλογος του πολίτη με την κοινότητά του.
Όσο και να θέλουμε να πιστεύουμε ότι το θέατρο (και μέρος της κριτικής, εννοείται) είναι «υπεράνω», ότι «αμύνεται», ότι μπορεί να αντισταθεί στις σειρήνες του εμπορίου, η αλήθεια είναι διαφορετική και είναι πικρή. Τα αμείλικτα δεδομένα της αγοράς το οδηγούν σε ένα επίπονο παιχνίδι συνεχών συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι το σλόγκαν της επιβίωσης δεν είναι πια το καρτεσιανό, «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» αλλά το μεταμοντέρνο «Ψωνίζω άρα υπάρχω». Κι αν το θέατρο και τα λοιπά παράγωγά του δεν τ’ αγοράσει κανείς θα πάψουν να υπάρχουν ή θα υπάρχουν με μια εντελώς διαφορετική μορφή και λειτουργία.
Μια νέα κριτική
Πιο πρόσφατο παράδειγμα μας έρχεται από το Εδιμβούργο, όπου μαθαίνουμε ότι βρίσκεται στα σκαριά μια νέα ιστοσελίδα θεατρικής κριτικής που θα καλύπτει το μεγάλο φεστιβάλ Fringe της πόλης έναντι αμοιβής.
Πρόκειται για την ιστοσελίδα edfringereviews.com, η οποία λέει ότι «ελπίζει να κομίσει έναν νέο τρόπο κριτικής κάλυψης του Φεστιβάλ». Και αυτός ο νέος τρόπος θα είναι περίπου ο εξής: Θα χρεώνει τα θεατρικά σχήματα πενήντα λίρες για κάθε επαγγελματική κριτική που γράφεται γι’ αυτά, μια κριτική η οποία θα δημοσιεύεται το αργότερο 48 ώρες μετά την παράσταση, ώστε να βοηθά άμεσα στην προώθησή της.
Μόλις έγινε γνωστή η είδηση οι επιθέσεις δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Απαντώντας στους επικριτές τους οι διαχειριστές της ιστοσελίδας θα υποστηρίξουν ότι δεν κάνουν κάτι καινούργιο, αφού προηγήθηκαν άλλοι, όπως η αγγλική ιστοσελίδα Chortle, η οποία ως γνωστό δημοσιεύει κριτική μόνο για τις παραστάσεις εκείνες που πιο πριν έχουν μεριμνήσει να διαφημιστούν στο μπλογκ της. Σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της, το ελάχιστο ποσό διαφήμισης ανέρχεται στις 250 λίρες.
Όλοι είμαστε κριτικοί
Αιτιολογώντας την πρακτική τους αυτή, οι υπεύθυνοι της Chortle θα πουν ότι έχουν επιλέξει τον συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας γιατί θεωρούν ότι η κριτική, όπως ασκείται σήμερα από όλους (ως επί το πλείστον άσχετους), έχει χάσει το ειδικό βάρος και την ποιότητά που είχε κάποτε, με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρει πια κανέναν. Δεν πουλάει. Όταν όλοι γράφουν κριτική είναι σαν να μην υπάρχει κριτική, αφού κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά. Έχει καταντήσει «παιχνιδάκι» στα χέρια του καθενός που θέλει να περνά την ώρα του.
Με τις επιλογές τους οι συνεργάτες της Chortle υποστηρίζουν ότι θέλουν να αλλάξουν τα δεδομένα άσκησης του κριτικού λόγου, ώστε να επιστρέψει ο επαγγελματισμός και τα υψηλά κριτήρια. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί, διατείνονται, μόνο μέσα από την επιστράτευση ατόμων που αποδεδειγμένα μπορούν να γράψουν σωστά, ώστε να δικαιολογούνται και τα ποσά που ξοδεύονται ένθεν κακείθεν.
Για την ιστορία να πούμε ότι το μοντέλο αυτό εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες με την ιστοσελίδα Bitter Lemon (2015), με στόχο την κάλυψη της εναλλακτικής σκηνής της πόλης. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Αμερικανική Ένωση Κριτικών Θεάτρου αντέδρασε αμέσως, και πολύ σωστά, λέγοντας ότι αυτός ο διακανονισμός αμοιβής για κάθε παράσταση δημιουργεί προϋποθέσεις σύγκρουσης συμφερόντων και υποβιβάζει την αξιοπιστία όχι μόνο των κριτικών που εργάζονται για την εν λόγω ιστοσελίδα αλλά γενικά των κριτικών.
Μολονότι συμφωνώ απόλυτα με τη θέση αυτή, διερωτώμαι: μήπως δεν είναι εξίσου επικίνδυνο και υποτιμητικό η κριτική να μην αμείβεται καθόλου; Τα νούμερα είναι ενδεικτικά.
Μη αμειβόμενη εργασία
Αυτή τη στιγμή το 80% (ίσως και πιο πάνω) των θεατρικών κριτικών στην Ευρώπη δεν αμείβεται. Και όσοι αμείβονται πρέπει να κάνουν και άλλες δουλειές για να επιβιώσουν. Είναι προφανές πως από μόνη της η κριτική δεν αντιμετωπίζεται (όπως και ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε) από την αγορά ως ένα «σοβαρό» επάγγελμα όπως όλα τα άλλα. Πιο πολύ αντιμετωπίστηκε σαν χόμπι, ακόμη και «ψώνιο». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που σε όλες τις πρόσφατες κρίσεις στον χώρο του Τύπου (παγκοσμίως) οι πρώτοι που έχασαν τη δουλειά τους ή υποβαθμίστηκαν ήταν οι θεατρικοί κριτικοί.
Αυτή τη στιγμή οι επαγγελματίες κριτικοί στην Αμερική (που μετρά 12.000 θεατρικές παραγωγές τον χρόνο, και 310 εκατομμύρια κατοίκους) που κερδίζουν αρκετά ώστε να μην χρειάζεται να κάνουν κι άλλη δουλειά δεν ξεπερνούν τους 5-6. Στην Αγγλία ίσως πιο λίγοι. Στην Ελλάδα κανένας. Και γνωρίζω, μέσα από τη Διεθνή Ένωση Κριτικών Θεάτρου, πως το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες, στις χώρες της Βαλτικής, των Βαλκανίων, της Λατινικής Αμερικής και αλλού.
Με αυτά τα δεδομένα είναι πιο εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ένα 70% των ερωτηθέντων κριτικών στην Ευρώπη είπε ότι ο κριτικός, από τη στιγμή που δεν μπορεί να επιβιώσει γράφοντας μόνο κριτικές, δικαιούται να αναζητεί λύσεις μέσα στην αγορά του θεάματος (όπως επί παραδείγματι σύμβουλος ρεπερτορίου, μεταφραστής, δραματουργός κ.λπ).
Ήθος και κριτική
Πρόκειται για μια αναμφίβολα «επικίνδυνη» εμπλοκή την οποία ναι μεν αντιλαμβάνομαι απόλυτα, από την άλλη όμως θεωρώ ότι για να λειτουργήσει ευεργετικά πρέπει να βάζει, όπως έγραψα σε παλαιότερο σημείωμά μου, πάνω από όλα το ήθος, δηλαδή να βάζει την ακεραιότητα της κρίσης πάνω από προσωπικά συμφέροντα, φιλίες, δημόσιες σχέσεις, οικονομικές συμφωνίες κ.λπ.
Και επειδή είμαι σίγουρος ότι η καμπάνια της νέας ιστοσελίδας του Εδιμβούργου, που ήταν και η αφορμή για να γραφτεί το σύντομο αυτό κείμενο, για ανεύρεση συνεργατών (χρειάζεται τουλάχιστο τριάντα για να λειτουργήσει) κάποια στιγμή θα αποδώσει, εάν δεν κρατήσει τον πήχη ψηλά σε ό,τι αφορά την ακεραιότητα της κρίσης (δηλαδή το ήθος της) πολύ σύντομα θα γίνει άλλο ένα αξεσουάρ λειτουργίας του οικονομικού μοντέλου της νέας παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Δεν θα διαφέρει καθόλου από ένα τόπο πληρωμένης διαφήμισης. Δηλαδή θα πουλά το περιτύλιγμα αγνοώντας την ουσία.
Κείμενο: Σάββας Πατσαλίδης (Lavart)