«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;»  Οι διαταραχές προσωπικότητας των ηρώων & το κλειδί του αινιγματικού τίτλου 

Το κείμενο  – η υπόθεση

Ένα «κουαρτέτο» από χαρακτήρες με εμφανείς διαταραχές προσωπικότητας, ο μικρόκοσμος τους  και η  συνενοχή της νύχτας και του αλκοόλ.

Ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Έντουαρντ Φράνκλιν Άλμπι, το 1961 γράφει το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;» το πρώτο κανονικής διάρκειας θεατρικό του. Σε αυτό το σπουδαίο κείμενο  γεμάτο με αλληγορικά στοιχεία,  δυο ζευγάρια (οι μεσήλικες οικοδεσπότες Τζωρτζ και Μάρθα και οι νεαροί καλεσμένοι τους Νικ και  Χάνι), μετατρέπουν ένα ευχάριστο πάρτι σε ρινγκ εξευτελισμού και ταπείνωσης. Το πάρτι ξεκινά στις 2 βαθιά μέσα στη νύχτα και λήγει στις 4.30 τα ξημερώματα. Οι οικοδεσπότες παίζουν με τους ανυποψίαστους καλεσμένους άγρια παιχνίδια στάτους κι άσκησης εξουσίας, ξεβολεύοντας, κριτικάροντας, γελοιοποιώντας ο ένας τον άλλον με σταδιακή κορύφωση. Υπό την επήρεια αλκοόλ κουρελιάζουν την φαινομενικά τέλεια ζωή τους, ασκούν ο ένας στον άλλον ψυχική βία, φτάνουν στα όρια, και    ξεσκεπάζουν  όλο τον ασφυκτικά εγκλωβισμένο μικρόκοσμο τους. Καθένας ταπεινώνει τον εαυτό του και τον άλλον.  Ένα  κλειστοφοβικό πάρτι εξευτελισμού που μετατρέπει τον καθένα σε  θύμα και εκτελεστή ταυτόχρονα.

Στροβιλισμένα κρεσέντο σφιχτού  διαλόγου όπου η μια φράση υπονοεί μια άλλη. Μια επιθυμία σκεπάζει μια άλλη που κρύβεται  πίσω της, και κάτω από την καλά λουστραρισμένη επιφάνεια κρύβεται το σαράκι της. Ένας στρουθοκαμηλισμός  φράσεων και χαρακτήρων.

Γύρος πρώτος, η ταπείνωση του οικοδεσπότη και η Μάρθα εκθέτει καυστικά τον Tζώρτζ λέγοντας πως την παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να πάρει την προεδρική θέση του πατέρα της, συμπληρώνοντας όμως πως και σε αυτό έχει πλέον αποτύχει παταγωδώς. Ο Τζώρτζ, γεμάτος σκοτεινά μυστικά, αφηγείται πως σκότωσε τους γονείς του και υποστηρίζει  πως  επρόκειτο για ατύχημα. Η ιδιότυπη σχέση του ζευγαριού μέσα στο παιχνίδι πλαισιώνεται και από τον μύθο ενός φανταστικού γιού -ένας κατασκευασμένος δικός τους μύθος που υποστηρίζεται και από τους δύο καθώς και οι δυο προσποιούνται ότι ο γιός τους υπάρχει. Στην αρχή το ζευγάρι Νικ και Χάνι τους κοιτούν αηδιασμένοι ώσπου πολύ γρήγορα θα συμμετέχουν και αυτοί στο νοσηρό παιχνίδι τους.

Επόμενος γύρος, ο εξευτελισμός των φιλοξενούμενων και στη συνέχεια «Ερωτευθείτε την Οικοδέσποινα» με την απροκάλυπτη προσπάθεια της Μάρθας  να σαγηνεύσει τον Νικ και να συνευρεθεί μαζί του ερωτικά.

Στο κρεσέντο του θυμού και της κατάπτωσης τους, έρχεται  ο τελικός  γύρος κι ένα παιχνίδι τύπου « Μεγαλώνοντας το Μωρό». Ο Τζώρτζ συγκεντρώνει τους άλλους τρεις  και  ανακοινώνει στην εξαγριωμένη Μάρθα ότι ο «γιος» σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Το πρώτο φως της μέρας τους βρίσκει -για πρώτη φορά- γυμνούς  απέναντι στην αλήθεια. Οι μάσκες έχουν πέσει για πάντα. 

Οι διαταραχές προσωπικότητας των ηρώων

Οι ενοχές των τεσσάρων ηρώων για το παρελθόν είναι  το «σαράκι» κάτω από το λουστραρισμένο παρκέ της ακτινοβολίας τους. Όλοι  υποφέρουν από διαταραχές της προσωπικότητας και ενδοψυχικές συγκρούσεις.

Σκέψεις νευρωτικές, διαθέσεις χειριστικές, οι ιδιόμορφες σχέσεις τους με την πραγματικότητα κι η ανικανότητα διαχείρισης των διαπροσωπικών σχέσεων  είναι  έκδηλα και στα δυο ζεύγη. Πίσω από όλους κρύβεται  λύπη, πόνος και ντροπή που δε μπορεί να λεχθεί. Ασκούν ψυχική βία και λικνίζονται ανάμεσα σε ένα θολό παρελθόν, στη ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα. Αντί για συντροφικότητα εκδηλώνουν όλοι χειραγώγηση. Η αδυναμία τους να αντιληφθούν τον εαυτό τους με την οπτική των άλλων και η αδυναμία προσαρμογής τους σε ένα κοινωνικό πλαίσιο είναι επίσης χαρακτηριστικά δείγματα  ψυχικής διαταραχής.

Η Μάρθα αδύναμη να υποταχτεί σε κοινωνικούς κανόνες, ξεχειλίζει από οργή που δε μπορεί να επιβάλλει την υπεροχή της. Αντιπροσωπεύει την υστερική γυναίκα της Αμερικής του 60,  την εξοργισμένη με το πεπρωμένο της αλλά και με την ανικανότητα του  άλλου να κάνει αυτό το μέλλον καλύτερο. Μια γενιά που προσπαθεί για πρώτη φορά να ανακαλύψει τον εαυτό της και οδηγείται στη σεξουαλική επανάσταση /απελευθέρωση, στα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Η ψυχαναλυτική άποψη για την δομή της προσωπικότητας  του Sigmund Freud  ξεκίνησε από αυτόν ακριβώς τον τύπο της υστερικής γυναίκας που εκθέτει ο Άλμπι.

Όταν  ο Τζωρτζ επαναστατεί στο τέλος του έργου και ανατρέπει τα πάντα, αναγκάζει  και τους υπόλοιπους  να αντικρύσουν την αλήθεια. «Σκοτώνοντας» τον φανταστικό γιο δίνει τέλος στο «κοινεί συναινέσει» μύθο που συντηρεί  το γάμο  τους και θέτει ολοφάνερα στην Μάρθα το δίλημμα  να δημιουργήσουν μια νέα αρχή  μακριά από  ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις.

 Ο τίτλος του έργου και το «κλειδί»  ανάγνωσης του

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ» η φράση που δανείστηκε ο συγγραφέας  ήταν γραμμένη σε δημόσιο ουρητήριο της Νέας Υόρκης . Ή μήπως θα έπρεπε να λέμε   «Ποιος φοβάται τον κακό λύκο»;

Στο κείμενο  η μια φράση υπονοεί μια άλλη πίσω της, η κάθε λέξη έπεται από μια άλλη σειρά λέξεων που την ανατρέπει.  Ομοίως και ο τίτλος. Μας φέρνει στο μυαλό μια άλλη  γνωστή επιγραφή- αυτή τη φορά  σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό στη Κένυα : «Ένα τρένο μπορεί να κρύβει πίσω του ένα άλλο τρένο».

To κλειδί για την ανάγνωση του κειμένου κρύβεται στο δημοφιλές τραγούδι της εποχής   «Ποιος φοβάται τον κακό το λύκο» και την ομοηχία της λέξης «λύκος» (Wolf) με το επίθετο της περίφημης συγγραφέως(Woolf). Στο τέλος  του έργου ο Τζωρτζ απαντά στην Μάρθα σιγομουρμουρίζοντας ταυτόχρονα το ρυθμό του «Who is afraid of the Bad Wolf».

Λογοπαίγνιο συμβατό με  τη μεθυσμένη παιχνιδιάρικη διάθεση των ηρώων στην αρχή του έργου αλλά και με τον τίτλο της Α’ σκηνής «Fun and Games».

Σε κάθε «παιχνίδι» μέσα στο έργο καραδοκεί ο φόβος του επικίνδυνου άγνωστου, του «κακού Λύκου». Σε κάθε τετράδα  αναλαμβάνει  ένας το ρόλο του κακού λύκου  ενώ τα υπόλοιπα τρία «γουρουνάκια» κινδυνεύουν. Σε κάθε τέτοια τετράδα, τα δυο από τα τρία γουρουνάκια είναι αφελή, ανυποψίαστα ενώ το τρίτο – το ζευγάρι του-, έχει επίγνωση  του κακού. Προλαμβάνει αμύνεται κι ως εκ τούτου σώζει τον εαυτό του.

Τι  βρίσκεται  κάτω από την επιφάνεια μιας χαμογελαστής, ευτυχισμένης Αμερικής της δεκαετίας του ’60; Αυτή είναι   στην πραγματικότητα η ερώτηση του Albee και τίποτα περισσότερο, μια που ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας υπήρξε σπουδαίος εκπρόσωπος του θεάτρου του παραλόγου και της παράλογης όψης της – δίχως νόημα- ζωής άρα και του «δίχως νόημα» τίτλου.

Το 1967, έξι χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του έργου, κυκλοφόρησε -ως επιτυχής απόηχος του θεατρικού κειμένου-, η ταινία με πρωταγωνιστές τους Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον, ένα ζεύγος ηθοποιών βαθιά ερωτευμένο, «αυτοκαταστροφικό», γεμάτο πάθος -αλλά και απελπισία εξαιτίας αυτού του πάθους-, αλκοολικό, χωρίς παιδιά, και το σπουδαιότερο, ικανότατοι να ερμηνεύσουν τους δύο κύριους χαρακτήρες. Το έργο παίχτηκε επί 15 μήνες στο Μπρόντγουεϊ χαρίζοντας στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ το Όσκαρ 

«Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας». Έντουαρντ Αλμπι,  2011 στην «Daily Telegraph».

Κείμενο: Πηνελόπη Χριστοπούλου (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr