[dropcap size=big]Ο[/dropcap] στιχουργός μας μίλησε. Μακριά από το «βασιλιά» μαραζώνουμε… Οι στίχοι αυτοί με κάνουν σχεδόν να δακρύζω. Όχι επειδή τον έχασα άλλα επειδή συνειδητοποιήσα ότι δεν τον βρήκα ποτέ.
Μα ποιός βασιλιάς με κάνει να δακρύζω; Δεν θα μπορούσε να είναι άνθρωπος. Είναι κάτι πιο μεγάλο και πιο αγνό… Κάποτε τον λατρεύανε στα χωριά, μα τώρα, αυτά ερήμωσαν. Μιλούσαμε κάτω από την προστασία του, μα τώρα σωπάσαμε.
Και θα αναρωτηθείτε, ποιος είναι και που μπορείτε να τον βρείτε. Είναι ακόμα εκεί, εδώ και τόσα χρόνια. Εδώ κι έναν αιώνα μας περιμένει. Εκεί. Στο κέντρο του χωριού στέκεται μεγαλοπρεπώς ο Πλάτανος, που πήρε το όνομα του από την κόρη του Ποσειδώνα. Η αγάπη της μυθικής κόρης για τα αδέλφια της, τους γίγαντες, και η θλίψη της για τον χαμό τους, την μεταμόρφωσε στο πελώριο και θαυμάσιο αυτό δένδρο, το οποίο θα τολμούσα να χαρακτηρίσω ως «σύμβολο ζωής». Μέσα σε έναν μόνο στίχο, ο τραγουδιστής περικλείει ολόκληρο το νόημα της ύπαρξης μας: «κάποτε εδώ γλεντούσανε όλοι και τραγουδούσανε γύρω από τον πλάτανο». Δεν χρειάζεται πάνω από έναν στίχο για να συνδυαστεί η τέχνη με την φύση, για να πηγάσουν από μέσα μας συναισθήματα τόσο δυνατά όσο η αγάπη για τη ζωή. Τόσο δυνατός στίχος. Μα συνεχίζει, δεν αρκέστηκε σε ένα στίχο, μας εξιστορεί όλα αυτά τα οποία στερηθήκαμε, χαμένοι στην ανάγκη για κάτι «καλύτερο». Χάσαμε το αγνό για το τίποτα.
Ναι. Για το απόλυτο τίποτα.
Δεν τραγουδάμε, δε μιλάμε, δε ζούμε.
[dropcap size=big]Π[/dropcap]αλαιότερα, το είχαν καταλάβει πως το πλατάνι δεν είναι ένα απλό δένδρο. Από κάτω του διαμορφώνονταν συνειδήσεις, διαδίδονταν ιδέες, γινόταν η ζύμωση των ανθρώπων, ακόμα και ο Ιπποκράτης στον ίσκιο του δίδασκε. Ήταν ο «ναός» της μόρφωσης. Δικαιολογημένα λοιπόν του αποδόθηκε αυτό το ύψιστο ανθρώπινο αξίωμα.
Αν ποτέ βρεθείς στο κέντρο του χωριού κάθισε κάτω από το πλατάνι, κλείσε τα μάτια και προσπάθησε να νιώσεις την μαγεία της μόρφωσης των ανθρώπων που περάσανε, σκέψου ότι έστω και για λίγα λεπτά θα νιώσεις όλα αυτά που χάσαμε. Ζήσε!
Που ξέρεις, μπορεί κάποια μέρα να ανοίξεις τα μάτια και το χωριό να γλεντάει κάτω από το… βασιλιά.
«Ερήμωσε όλο το χωριό, κάποτε εδώ γλεντούσαν όλοι
και τραγουδούσανε γύρω από τον πλάτανο
Φύγαμε όλοι και μαραζώνει το χωριό
αφού μας στήσανε παγίδα οι μεγάλοι
σαν τα ποντίκια στο τυρί με το κεφάλι
Για μια πόλη πιαστήκαμε όλοι χέρι χέρι μες στη φάκα
όλες οι τράπεζες μαζί να σπάνε πλάκα
και μας αρέσει να ζούμε αδιάφορα στο πλήθος στριμωγμένα
και να αναπνέουμε τα δάση τα καμένα
Ομιλίες, όλα τα κόμματα μαζί ένα σινάφι
κόβουμε συντάξεις και μισθούς με το ξυράφι
και οι ειδήσεις παραπλανεύτρες που ποτίζουν τις αισθήσεις
να μεγαλώσουν, να ωριμάσουν
και να γίνουν παραισθήσεις
Κι όλα ωραία εδώ στην πόλη έχουμε γίνει μια παρέα
που δε μιλάμε, πληκτρολογούμε
να μαθαίνουμε τα νέα
Και λίγα λόγια για την ωραία αστυνομία
που καυχιέται πως προστατεύει τον πολίτη και το κράτος
για να κυλάει η ζωή μας ομαλά
Κι αν κάνει κέφι, βγάζει πιστόλι
και περήφανη σκοτώνει
κάποιον αθώο, ένα μάτσο δολοφόνοι
χωρίς αιτία, γιατί η ταυτότητά τους γράφει εξουσία.»
[su_youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=H5vQN41F23s” width=”400″ height=”300″ responsive=”no”]
Κείμενο: Χριστόδουλος Σαζεϊδης (Lavart)
Η φωτογραφία ανήκει στο “Δημοτικό Βαθύλακου”