Η ξεχωριστή εποχή των Super Models με τον ασπρόμαυρο φακό του Peter Lindbergh
Η generation X είναι η τελευταία γενιά που είχε την δυνατότητα να ξεφυλλίσει περιοδικά μόδας με λήψεις από αναλογικές φωτογραφικές μηχανές, όπου αποτυπωνόταν η πραγματικότητα της γυναικείας ομορφιάς σε κάθε της έκφραση. Δυστυχώς για τους μεταγενέστερους, δεν υπάρχει πια αυτή η δυνατότητα, αφού η χρήση της συνεχούς εξελισσόμενης ψηφιακής κάμερας στοχεύει σε μία «φιλτραρισμένη» πραγματικότητα, φαινομενικά ιδανική, δημιουργώντας εξω-πραγματικά πρότυπα ομορφιάς.
Τριάντα χρόνια πριν, ένα από τα πιο επιδραστικά εξώφυλλα στην ιστορία της Vogue και όχι μόνο, είχε την υπογραφή του Peter Lindbergh. Ο Γερμανός φωτογράφος, στην ανάγκη του να ξεπεράσει την υπερβολή των εξώφυλλων της προηγούμενης δεκαετίας, κατάφερε να ξεφύγει από τους μέχρι τότε κανόνες της αψεγάδιαστης εικόνας και να διεισδύσει στα απροσπέλαστα για την εποχή μονοπάτια της μινιμαλιστικής φυσικότητας των προσώπων. Φυσικά η νέα τάση που προσπάθησε να επιβάλλει στα φωτογραφικά του κλικ δεν ήρθε αβίαστα και απρόσκοπτα. Ως συνεργάτης της αμερικανικής Vogue από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, εξέφρασε αρχικά αυτή του την επιθυμία στον εξαιρετικά πετυχημένο διευθυντή σύνταξης της Condé Nast, Alexander Liberman, ο οποίος του έδωσε την ευκαιρία για μία τέτοια θεματική, χωρίς όμως το τελικό αποτέλεσμα της να ικανοποιεί την συντακτική ομάδα. Οι λήψεις αυτής της προσπάθειας, που πραγματοποιήθηκαν σε μία παραλία στη Santa Monica της Καλιφόρνια, με έξι από τα πιο ανερχόμενα μοντέλα, φορώντας ανεξαιρέτως μόνο τα λευκά τους αντρικά πουκάμισα και με ατημέλητα πιασμένα μαλλιά, παρέμειναν στο συρτάρι μέχρι την έλευση της Anna Wintour το 1988 στη θέση της αρχισυνταξίας. Το πρώτο εξώφυλλο υπό τη νέα διεύθυνση ήταν δια χειρός Peter Lindbergh και αρχικά τα συμπεράσματα του κοινού, γυρόφερναν στη σκέψη κάποιου λάθους. Το υποφαινόμενο μοντέλο του εξώφυλλου, με τα μισόκλειστα μάτια, τα ατίθασα μαλλιά και το φυσικό make up, φορώντας για πρώτη φορά τζιν και ένα τοπ haute couture, πρέσβευε μία νέα εποχή για την μόδα των 90’s που θα ακολουθούσε, με έναν τίτλο όλο νόημα, “The real cost of looking good”.
Ο Peter Lindbergh, υπήρξε ένας από τους φωτογράφους μόδας που ευθύνονται για την ξέφρενη δημοτικότητα των super models τη δεκαετία του ’90. Αρχικά, γιατί συγκεντρώνοντας πολλά ανερχόμενα μοντέλα μαζί σε μία λήψη, τόλμησε να αναδείξει την φυσική τους ομορφιά που ήταν ήδη από μόνη της υπεραρκετή για να προκαλέσει θαυμασμό. Χωρίς έξτρα μακιγιάζ, καλοχτενισμένα μαλλιά, περίτεχνα πολυτελή αξεσουάρ που μόνο προσωρινότητα υποδηλώνουν, σε αντίθεση με την ανθεκτικότητα της φυσικότητας. Πιστός ακόλουθος της απλότητας και του μινιμαλισμού, ο φωτογραφικός του φακός εστίαζε κυρίως στην αλήθεια του κάθε βλέμματος και όχι στην τέλεια ομορφιά. Η εικόνα της απόλυτα προσεγμένης και υπερβολικά φροντισμένης γυναίκας ήταν ήδη κορεσμένη. Λειτουργούσε περισσότερο απωθητικά για τον φωτογράφο που προσπαθούσε να δώσει ένα νέο νόημα στη λέξη ομορφιά μέσω της φυσικής εκφραστικότητας των μοντέλων του, χωρίς φλύαρα συνοδευτικά, όπως ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ. Ακόμη και αυτά λειτουργούσαν ανασταλτικά για το φυσικά ατελές αποτέλεσμα που ο ίδιος επιθυμούσε. Ωστόσο γρήγορα οι σχεδιαστές της εποχής αντιλήφθηκαν την διαφορετικότητα της ματιάς του και του εμπιστεύτηκαν διαφημιστικές καμπάνιες που σημείωσαν εμφατική επιτυχία και εξακολουθούν έως σήμερα να είναι σημαντική παρακαταθήκη στο πλούσιο φωτογραφικό του υλικό.
Λάτρης του ασπρόμαυρου φόντου, προτιμούσε να τοποθετεί τα μοντέλα του σε τοπία καθημερινά, κυρίως αστικά – βιομηχανικά, χωρίς όμως να απορρίπτει ακόμη και τις άδειες παραλίες, πάντα με ύφος κινηματογραφικό, τύπου film noir. Πρωτοπόρος στο είδος του, θα έλεγε κάνεις ότι τα editorial μόδας υπό την επιμέλεια του, είχαν φανερές επιρροές από στιγμιότυπα φωτορεπορτάζ ή ντοκιμαντέρ, όπου κυριαρχεί η στιγμή της αλήθειας των φωτογραφιζομένων. Ως νεαρός υπήρξε αρκετά περιπλανώμενος, αργότερα σπουδαστής καλών τεχνών, χωρίς καμία επαφή με την φωτογραφία, ώσπου απέκτησε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή στα 25 του χρόνια, προκειμένου να φωτογραφίσει τα παιδιά του αδερφού του. Με αυτή την αφορμή καθώς και την κατά τύχη συνεργασία του ως βοηθός ενός εμπορικού φωτογράφου ονόματι Hans Lux, ξεκίνησε η καριέρα του φωτογράφου μόδας. Σε ένα στούντιο στο Dusseldorf το 1973, ξεκίνησε τις πρώτες του λήψεις για διαφημιστικούς σκοπούς, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και με άγνοια του αποτελέσματος. Κύρια έμπνευση του σκηνές καθημερινότητας στους δρόμους της πόλης. Ωστόσο οι ασυνήθιστες για την εποχή φωτογραφίες του, προκάλεσαν το ενδιαφέρον κάποιων σημαντικών περιοδικών, όπως αρχικά του γερμανικού Stern και αργότερα του Marie Claire, λόγος επαρκής για να μετακομίσει στο Παρίσι τέλη της δεκαετίας του ’70. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου 10 χρόνια για να γίνει ευρέως γνωστό το όνομα του, ως φωτογράφος των θρυλικών μοντέλων των 90s και πλέον να είναι περιζήτητος στα πιο πετυχημένα περιοδικά μόδας καθώς και στους πιο διάσημους οίκους.
Το νεωτερικό του ύφος ως αυθεντικός υπερασπιστής της λιτότητας ερχόταν σε αντίθεση με τον μαξιμαλισμό της δεκαετίας του ’80 και εξέφραζε απόλυτα τους δημιουργούς της μινιμαλιστικής μόδας. Η βαρετή γι αυτόν τέλεια ομορφιά, ήταν πηγή έμπνευσης για τα φειδωλά αλλά γεμάτα ένταση φωτογραφικά του πορτραίτα Ονόματα εταιρειών από όλο τον κόσμο όπως Donna Karan, Comme des Garcons, Armani, Jil Sander, Prada, Calvin Klein επέλεγαν επανειλημμένως στις διαφημιστικές τους καμπάνιες τον αναγνωρίσιμο πια Peter Lindbergh ως γνήσιο εκφραστή της διόλου επιτηδευμένης ομορφιάς, του αυθόρμητου υγρού βλέμματος, του αληθινού έναντι του εξιδανικευμένου.
Σε μία εποχή που τα super models ασκούσαν μεγαλύτερη επιρροή από όλες τις υπόλοιπες διασημότητες, ο Peter Lindbergh άφησε το στίγμα του φωτογραφίζοντας τις ομορφότερες γυναίκες τόσο απίθανα απλές, εστιάζοντας πάντα στο ότι για να νιώθει μία γυναίκα, κάθε γυναίκα, κυρίαρχη, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο παρά να αποδεχτεί την αλήθεια του εαυτού της. Μόνο έτσι διαρκεί η ομορφιά της. Η επιμονή του μέχρι το τέλος της ζωής του να μην κάνει καμία επεξεργασία βελτίωσης στις λήψεις του, μόνο σε σεβασμό προς την τάση που ο ίδιος δημιούργησε παραπέμπει. Δυστυχώς στις μέρες μας, μία άλλη πραγματικότητα, αυτή της ψηφιακής, δεν δείχνει κανένα σεβασμό προς τη διατήρηση αυτών των προτύπων ομορφιάς. Αντίθετα τροφοδοτεί απεριόριστα την «πλαστική» ομορφιά, δημιουργεί μία νέα κατηγορία αυταπάτης, με εκατομμύρια followers σε όλη την πλάση και το κυριότερο, χωρίς φρένο. Η απουσία του Peter Lindbergh είναι αισθητή κυρίως ως ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες της μη χρήσης retouche. Ευτυχώς το πλούσιο έργο του είναι υπεραρκετό και λειτουργεί ως μεγάλη παρακαταθήκη για την καλλιέργεια της οπτικής μας αισθητικής. Οι εκθέσεις που διοργανώνονται προς τιμήν του, πάντα προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού, είναι ιδιαίτερα προσεγμένες και τονίζουν την ανάγκη να υπάρξουν άξιοι συνεχιστές του. Θα καταφέρουν άραγε να βρουν την αληθινή ομορφιά στα φωτογραφικά τους πλάνα;
Το παρόν συντάχθηκε από την Γεωργία Σταυρίδου (Lavart).
Εξώφυλλο: από την διαφημιστική καμπάνια του οίκου Comme des Garçons, 1988.
Πηγές φωτογραφιών: The Guardian, Wallpaper, Museum für Kunst und Gewerbe Hamburg, Armani Silos, Another Mag, Vogue UK.