Με προορισμό το πουθενά
Κάπου, σε μία άλλη ήπειρο, στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού Ωκεανού, σε μία πολιτεία της Αμερικής, στο Τέξας, υπάρχει ένα ακόμα Παρίσι. Το Παρίσι, όμως, αυτό, γύρω στο 1984, δεν είχε τίποτα κοινό με τη γνωστή μας «Πόλη του Φωτός». Αντίθετα, ένα μέρος απέραντης ερήμου, μια άγονη γη με πολλούς αγκαθωτούς κάκτους και αρπακτικά πτηνά συνέθεταν την εικόνα ενός άνυδρου «Paris» στο Τέξας. Αυτό είναι και το πρώτο πλάνο στην ομώνυμη ταινία του Wim Wenders.
Ο Travis, τον οποίο υποδύεται ο Harry Dean Stanton, περιπλανάται από το Μεξικό προς το Τέξας, διασχίζοντας το έρημο αμερικανικό τοπίο, κατάκοπος και εξουθενωμένος, σα να έχει απωλέσει τη μνήμη και το δρόμο του. Η μόνη του σωτηρία, το ένστικτο, που τον κατευθύνει προς αναζήτηση των πιο σημαντικών προσώπων της ζωής του, τον γιο του και τη γυναίκα του (Nastassja Kinski). Ο αδερφός του, ο Walt (Dean Stockwell), θα σταθεί δίπλα του και θα τον βοηθήσει να επανα-γεφυρώσει την σχέση του με τον γιο του. Η συναισθηματική αυτή εξερεύνηση του πρωταγωνιστή διαδραματίζεται στο πλαίσιο ενός μαγευτικού road movie (συγκερασμός παράδοξος και όμως εφικτός).Πρόκειται για ένα γουέστερν, όχι όμως, όπως, όλα τα άλλα. Δεν περιέχει βία, συμπλοκές και δράση, παρά μόνο ανθρώπινες σχέσεις και αδιέξοδα, με σκηνικό την αχανή αμερικανική Δύση, απέραντη και θολή, όπως τα συναισθήματα των ηρώων.Εικόνες που «ξεχειλίζουν» από Αμερική. Από τη μία, ο ιστορικός αυτοκινητόδρομος «Mother Road» (Route 66), που έχει πρωταγωνιστήσει ουκ ολίγες φορές σε κλασσικά road movies (δεν ξεχνάμε το Thelma and Louise, το Easy Rider ή Τα σταφύλια της οργής), με φωτεινές νέον επιγραφές, μοτέλ, βενζινάδικα και σταθμευμένες Κάντιλακ ή Σεβρολέτ, ξυπνούν τους ρομαντικούς οραματιστές για κινηματογραφικά ταξίδια, συνοδευμένα υπό τους ήχους της κιθάρας του Ry Cooder. Από την άλλη, οι πολύβουες πόλεις με αερογέφυρες, ασφάλτινες λεωφόρους και υπερυψωμένα ξενοδοχεία, εικόνες που θυμίζουν το σήμερα, εξωραϊσμένες όμως, καθώς η εικόνα παίζει με τα πανέμορφα δειλινά, που προσθέτουν χρώματα κόκκινου, μωβ, ροζ.Ο ήρωας της ταινίας, ο Travis, η πιο μυστηριώδης φιγούρα, ξετυλίγει αργά και βασανιστικά το κουβάρι της προσωπικής του ιστορίας. Αντανακλά σε κάθε λεπτό, σε κάθε ματιά, σε κάθε κίνηση, την εσωτερική του κατάρρευση, την πάλη που βιώνει ανάμεσα στο διαλυμένο τώρα και στο τότε, το κάποτε ονειρικά πλασμένο. Ένας άντρας, που δεν κατάφερε να γίνει ουσιαστικά γονιός, αλλά επιζητά την επανόρθωση των σφαλμάτων του παρελθόντος για χάρη του παιδιού του. Ένας άνθρωπος, που μας υπενθυμίζει, όμως, ότι ορισμένα συναισθήματα, όπως η ζήλια, η αγάπη, ο πόνος και η μοναξιά, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμα, γι’ αυτό επιλέγουμε, ματαιοδοξώντας, να παραμείνουν άλυτα και να βυθιστούμε στην θλίψη μας. Ο Travis επιλέγει την απόσταση από καταστάσεις και ανθρώπους, που αγαπά περισσότερο από τον ίδιο, καθώς αδυνατεί να ισορροπήσει το υπερβάλλον των συναισθημάτων του με συνέπεια την αυτοθυσία του.Και κάπου εδώ εισχωρούν υπαρξιακά ερωτήματα. Όταν το κενό μέσα σου γίνεται τόσο τεράστιο, που πλέον όλα γύρω σου έχουν εκμηδενιστεί, κατανοείς τον άλαλο Travis, τον φυγά του προγραμματισμένου πολιτισμού. Όταν ο πόνος είναι υποφερτός συμβιβάζεσαι, ζεις, έστω και συμβατικά, πλένοντας πιάτα, πηγαίνοντας στη δουλειά σου, τακτοποιώντας τα μικρά σου συντρίμμια. Όταν, όμως, ο πόνος σε έχει συνθλίψει και δεν αισθάνεσαι πλέον, αλλά υπάρχεις μόνο ως άμορφη μάζα, αναζητάς διακαώς την απομάκρυνση απ’ όλους και απ’ όλα. Αρχίζεις να τρέχεις και να βαδίζεις μέχρι να φτάσεις εκεί, που δεν υπάρχει ζωή, εκεί όπου η ανθρώπινη ομιλία είναι ανύπαρκτη, μέχρι το μυαλό να αδειάσει από σκέψεις, από λόγια και από μνήμες. Η πόλη και η κοινωνική δομή σε καταπιέζουν, έχεις ξεπεράσει κάθε σου όριο, θέλεις ο κόσμος να σε θεωρεί ανύπαρκτο, έτσι επιλέγει και ο ήρωας τον «τεχνητό του θάνατο», περπατώντας μοναχικά προς το πουθενά.Το αμερικανικό όνειρο στο σκηνοθετικό αυτό έργο του Wim Wenders καταρρέει, χαρίζοντάς του το Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 1984. Η Αμερική απογυμνώνεται και αποκαλύπτει το πραγματικό-ανθρώπινο πρόσωπο της. Ο Wim Wenders, ο σκηνοθέτης της τριγολογίας των road movies ( Alice in the cities, The Wrong Moves, Kings of the Road), εκπληρώνει με το φιλμ αυτό την επιθυμία του για γυρίσματα στην αμερικανική έρημο, στον θρυλικό «Route 66». Πολλοί θα σπεύσουν να τον κατηγορήσουν για τους αργούς και λιγομίλητους σκηνοθετικούς του ρυθμούς, ωστόσο είναι τόσο απόλυτα εναρμονισμένοι με την κατάσταση των χαρακτήρων, που σε κατευθύνουν αβίαστα και με «απλότητα» στα μύχια του ψυχικού τους κόσμου. Αφήγηση «βαριά» και «κουρασμένη», όπως η διάθεση των ηρώων. Ίσως η σκηνοθετική αυτή επιλογή να εμπερικλείεται στα λόγια της αισθαντικής Jane (Nastassja Kinski) «Μην μιλάς αν δε θες. Συχνά μου συμβαίνει και μένα. Μ’ αρέσει να μένω σιωπηλή».Ο τίτλος διφορούμενος, κυριολεκτικός και μεταφορικός συγχρόνως. Ένδειξη τοποθεσίας αφενός, πολιτιστικός υπαινιγμός αφετέρου. Ευρώπη και Αμερική, «Παλιό και Νέο» ενώνονται σε δύο λέξεις, δηλώνοντας δύο πόλους, δύο διαφορετικά σημεία στο χάρτη, με αντιθέσεις ραγδαίων διαστάσεων. Έτσι, γίνονται αισθητές οι αποστάσεις, οι χιλιομετρικές, των πόλεων αλλά και των ανθρώπων. Και καθώς, απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον, ερχόμαστε πιο κοντά σε αυτό που φοβόμαστε περισσότερο, στον εαυτό μας, πνιγόμαστε (μοιρολατρικά πολλές φορές) στην εσωστρέφεια. Όμως, έστω και αποκαμωμένοι από την αυστηρή αυτοκριτική, πρέπει πάντα να αναζητάμε την αναγέννηση μας, γιατί το χρωστάμε σε εμάς τους ίδιους.
Κείμενο: Μαρία Παπαγεωργίου (Lavart)
Πηγές Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5, 6