Πάνος Κούγιας γράφει στη Lavart για το «Camille Claudel Mudness»

Αυτό που με οδήγησε να ανεβάσω το συγκεκριμένο κείμενο θα μπορούσα να πω ότι εμπεριέχεται σε μια φράση παρμένη από το ίδιο το έργο:  “Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχή και κατάρα από την οικογένεια “, σημειώνει ο Γιάννης Λασπιάς, και εγώ συμφωνώ. Η οικογένεια είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της “μύησής” μας σε αυτό που ο άνθρωπος ονομάζει κοινωνία. Είναι το βασικό στάδιο παρασκευής κοινωνικής αντίληψης,  διάπλασης  χαρακτήρα,  υποβολής -και δυστυχώς- επιβολής μεγαλεπήβολων εννοιών και αξιών που μάλλον στη πορεία της ζωής και κυρίως κατά την διάρκεια της ενηλικίωσής μας  θα φέρουμε στην πραγματική τους διάσταση και θα τα αναθεωρήσουμε.

Αποκλείοντας λοιπόν οποιαδήποτε “ηθικοπλαστική” χρήση του όρου, που όταν μιλάς για μια ελεύθερη τέχνη χωρίς όρια αναζήτησης όπως θα έπρεπε να είναι το θέατρο μόνο συντηρητικές και “στενόμυαλες” απαντήσεις θα μπορούσε να σου προσφέρει, οδηγούμαστε στη διατύπωση ενός ειλικρινούς και “καθαρού” ερωτήματος: Μπορεί πράγματι η οικογένεια να αποτελέσει κατάρα;  Ή για να το πούμε πιο απλά μπορεί αυτός ο κλειστός και απόλυτα οργανωμένος -όσον αφορά τα όρια του- κύκλος να σε “καταπιεί” μέσα στους ίδιους του τους κανόνες και τα πρέπει;

Η σκέψη μου όταν έκανα την παράσταση ήταν “ναι”.

Η Καμίγ, θα μπορούσαμε να πούμε είναι ένα από τα πρωτοπόρα και χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γυναικών που επαναστάτησαν σε μια καθεστηκυία τάξη που την έπνιγε,  σε μια οικογένεια που την “σκίαζε” υπό το πρίσμα των “πρέπει” της εποχής της και που αν δεν υπήρχε ο πατέρας της όλη αυτή η μεταρσιωτική διάθεση,  το “νεύρο” που υπάρχει στα έργα της, θα μας ήταν άγνωστα ή δεν θα είχαν υπάρξει ποτέ. Επομένως η Καμίγ “έπλασε” μόνη της τον χαρακτήρα της, μαζί με τα γλυπτά της. Γι αυτό και σε όλα της τα έργα μπορούμε εύκολα να παρατηρήσουμε την αγωνία της για αυτό το ανατριχιαστικό “κενό” -όπως σχολίαζε και ο Πολ ο αδερφός της κοιτάζοντας τα γλυπτά της- . Είναι ένα κενό τόσο αβυσσαλέο και μαγνητικό,  τόσο απόλυτο και γνώριμο,  σχεδόν ερωτικό,  που καθρεφτίζει την ίδια μας την ύπαρξη. Την ίδια μας την “δίψα” τελικά για  αναγνώριση και αποδοχή από την οικογένειά μας. Ένας ατέρμονος κύκλος. Και μετά  “τί;” θα ρωτούσαν κάποιοι. Μετά η ιδιοφυΐα. Όταν έχεις καταφέρει να συγκλονίσεις και να αναταράξεις με τέτοιο τρόπο τις ισορροπίες μιας καθωσπρέπει συντηρητικής κοινωνίας, σε βαθμό να τους “οδηγήσεις” να σε καταδικάσουν σε τριακονταετή διαμονή σε ψυχιατρικό άσυλο,  για εμένα είσαι ιδιοφυής. Για αυτό και οι υπόλοιποι μεταφράζουν αυτή σου την ιδιοφυΐα ως “κίνδυνο”.

Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην Πασκάλ την πρώτη γυναίκα ψυχίατρο όπου  ο συγγραφέας έχει επιλέξει να τις βλέπουμε να συνομιλούν σε αυτό το έργο. Μετανάστρια από την Ρουμανία στο φιλελεύθερο και πρωτοποριακό για την εποχή Παρίσι,  με  μια οικογένεια αυστηρών θεοσεβούμενων καθολικών να την μέμφεται και την καταδικάζει σε απεμπολή από την ασφάλεια της “οικογενειακής μήτρας” λόγω των επιλογών της και σε αρπαγή της περιουσίας της, η Πασκάλ έγινε η πρώτη γυναίκα ψυχίατρος, η πρώτη γυναίκα επιμελήτρια και αργότερα διευθύντρια ψυχιατρικής κλινικής, η πρώτη γιατρός παγκοσμίως που ασχολήθηκε με την δυσλεξία και τις μαθησιακές δυσκολίες γενικότερα. Η βασική της διαφορά με την Καμίγ; Γνώριζε την…. ιδιοφυΐα της και αν όχι την ιδιοφυΐα της αυτή καθ’ αυτή,  το δικαίωμά της στη μάθηση και την δύναμή της να παλέψει ακόμα και πέρα από τα όριά της για να το πετύχει.

Αυτό που ανακάλυψα κατά τη διάρκεια των προβών ήταν μια συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη να παρουσιάσω όσο πιο ανάγλυφα γίνεται το αναφαίρετο δικαίωμα της πάλης για αυτό που σου ανήκει, αλλά  ετσιθελικά σου στερείται. Από την κοινωνία;  Από την οικογένεια;  Από τον ίδιο σου τον σύντροφο;

Για αυτό που σε υποβάλει σε μια μικροπρεπή πραγματικότητα με στενά “ηθικά όρια “,  που τώρα πια μπορεί να έχουν αμβλυνθεί κάπως αλλά πριν κάποια χρόνια αποκλείστηκαν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων για το δικαίωμά τους στην επιλογή.

Αυτή την αναζήτηση αγκάλιασε πολύ θαρραλέα και με πάθος η Μάνια Παπαδημητρίου που υποδύεται την Καμίγ και η Αγγελική Καρυστινού που υποδύεται την Πασκάλ από την πρώτη στιγμή.  Αλλά και η Μαρίνα Χρονοπούλου με την μουσική της έδωσε άλλοτε μια τρυφερή και ανθρώπινη “πατίνα” στα πράγματα και άλλοτε μια ηχηρή και αποφασιστική διάσταση  αναδεικνύοντας έτσι την παράσταση σε απόλυτο βαθμό. Της είμαι υπόχρεος.

Ποιό είναι το δικό μου στίγμα πάνω στη παράσταση; Δεν ξέρω. Θεωρώ ότι είμαι αρκετά “άγουρος” καλλιτεχνικά ακόμα για να έχω καταφέρει να έχω προσωπικό στίγμα.  Η αγωνία μου όμως και όλη μου η σκέψη θα μπορούσε να σχολιαστεί ως: ” Μίλα. Είναι το μόνο δικαίωμα που δεν αδειοδοτείται κάνεις να σου στερήσει. Μιλά και πράξε -ιδίως αν θέλεις να θεωρείς τον εαυτό σου καλλιτέχνη-  αν θες να ελπίζεις ότι κάποτε τα πράγματα θα πάρουν τέτοια υπόσταση ώστε να νιώθεις πραγματικά ελεύθερος”.

Κείμενο: Πάνος Κούγιας

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr