“Χριστέ μου , πόσο βαρετή είναι η ζωή μας που ούτε να ζήσει μπορεί κανείς κι ακόμα λιγότερο να δουλέψει- αποκοιμιέται λοιπόν, κι ονειρεύεται πως βρίσκεται στην άλλη άκρη….. ”
Ονειρώδη και αχανή τοπία κάτω από το ζεστό ήλιο, ξέφρενες κούρσες κι ατελείωτες διαδρομές σε αυτοκινητόδρομους, πολύχρωμα λαμπιόνια των φορτηγών, ωτοστόπ με τον αντίχειρα υψωμένο ψυχοτρόπες στάσεις σε μοτέλ των 4 δολαρίων, κακόφημα μπαρ και αμέριμνες «Λολίτες». Το «on the road» είναι η κεντρική φράση όχι μόνο του Κέρουακ αλλά και εκατοντάδων λαϊκών τραγουδιών της αμερικανικής μουσικής (κάντρυ και ροκ εν ρολ). O πηγαιμός δίχως κανένα σκοπό με τις μονότονες μηχανικές λειτουργίες του τιμονιού και του γκαζιού να εμφανίζονται ως παρηγοριά -μια που ο μύθος θέλει μεταφορικά να διαδώσει πως η φυγή είναι ακόμα εφικτή-. Ο ανοιχτός δρόμος κι η διαδρομή δίχως αναζήτηση, η φυγή από τον «εαυτόν». Φυγή από την ταυτότητα αλλά και από το παρελθόν. Το αμερικάνικο κοινωνικό και λογοτεχνικό κίνημα του Beat έχει πια βρει τη βίβλο του. Ο Jack Kerouac γράφει για τους ταπεινούς -και όχι για τους ταπεινωμένους-, χαρτογραφώντας την αμερικανική εμπειρία του ατελείωτου δρόμου για το ιδανικό ταξίδι beat. To όνομα άλλωστε είναι δανεισμένο από τη jazz όπου το beat, ο ρυθμός, το χτύπημα, γίνεται αδρεναλίνη που ξεπερνά ακόμα και τους κινδύνους του αυτοκινητόδρομου. Μια «χίπικη», αλήτικη εφόρμηση στην κόψη του κινδύνου.Η νουβέλα του «Οn the Road» δε θα του πάρει παρά μόνον τρεις βδομάδες για να την ολοκληρώσει «δε μιλάμε για συγγραφή, μιλάμε για βόμβα» –θα πει για αυτήν ο Truman Capote-. Μια έκρηξη αδρεναλίνης όπου ο εθισμένος στα ναρκωτικά παρουσιάζεται ως λιγότερο περιθωριοποιημένος, λιγότερο παράξενος, παράνομος ή εγκληματίας και περισσότερο σαν άτομο σε δυσμενή θέση. Εκδόθηκε το 1957 κι έμελλε να βγάλει χιλιάδες νέους ανθρώπους στους δρόμους της περιπλάνησης. Toν πρώτο καιρό πωλούνται 60.000 αντίτυπα ανα έτος ωστόσο ο Κέρουακ δεν θα αναγνωρίσει ποτέ πράγματι τέτοιους δεσμούς μεταξύ του έργου του και της μέλλουσας γενιάς του «peace and love».
«-Σαλ, πρέπει να πάμε και να μη σταματήσουμε πριν φτάσουμε.»
«Που πηγαίνουμε φίλε;»
«Δεν ξέρω αλλά πρέπει να πάμε».
Ο θρυλικός χαρακτήρας Ντην Μόριαρτι ουρλιάζει ολομέθυστος σε τζαζ κλαμπ: « δε μας νοιάζει τίποτα» φράση που παίρνει διαστάσεις ιδεολογίας, γίνεται στάση ζωής σε όλες τις πνευματικές και απολιτικές όψεις της κουλτούρας «μπιτ».
«Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή… Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο…(Jack Kerouac)
Κάποτε ο δρόμος ξεθωριάζει και το αμερικάνικο όνειρο, η περίφημη «γη της επαγγελίας», καταρρέει. Ο Κέρουακ γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστικός, αποκόπτεται τελείως από τους φίλους και την κοινωνική ζωή και επιστρέφει στο σπίτι της μητέρας του, το οποίο στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχε εγκαταλείψει.
Μαζί, συντελείται και η απομυθοποίηση του ονείρου: το μεγάλο σπίτι, το πολυτελές αυτοκίνητο, ο μεγάλος σκύλος, οι ηλεκτρικές συσκευές, οι αυτοκινητόδρομοι, γίνονται μνημεία ενός πολιτισμού που παραδόθηκε στην περιπέτεια, στην ονειροπόληση και την αδρεναλίνη. Ενός πολιτισμού που οι δρόμοι της διαφυγής του ήταν ακριβώς οι ίδιοι που οδηγούσαν στο ολίσθημα. Κι όμως, ποτέ δεν έπαψε η ζωή να είναι «ένας δρόμος, μια διαδρομή»….
Πεθαίνει στη Florida τον Οκτώβριο του 1969 όντας ο θρυλικός «πατέρας» μιας επανάστασης την οποία πάντα αρνιόταν.
(παρατίθεται η επιστολή του Τζακ Κέρουακ προς τον Μάρλον Μπράντο ζητώντας του να αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου και να γυριστεί ταινία. Το αίτημα του απορρίφθηκε ενώ η παρούσα επιστολή ανακαλύφθηκε το 2005 και πουλήθηκε το 2011 από τον οίκο Christie’s έναντι 33.600 δολαρίων Σήμερα, οι πωλήσεις φτάνουν τα τρία εκατομμύρια το χρόνο ενώ έχει ήδη μεταφραστεί σε 25 γλώσσες, ως η πεμπτουσία της ψυχαναγκαστικής περιπλάνησης στη Λογοτεχνία).
«Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό» Jack Kerouac
Κείμενο: Πηνελόπη Χριστοπούλου (Lavart)