Ερίκ Ρομέρ

Οι θερινές «μπογιές» του Ερίκ Ρομέρ

Οι θερινές «μπογιές» του Ερίκ Ρομέρ – Το καλοκαίρι, όπως μας το  αφηγήθηκε ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της Γαλλικής Νουβέλ Βάγκ.

Ερίκ Ρομέρ
Le genou de Claire

Έχουμε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εποχές. Μας λείπουν όταν φεύγουν και τις παίρνουμε μαζί με ιστορίες.  Η εναλλαγή τους, μας θυμίζει την κυκλικότητα του χρόνου -την αρχαιότερη αντίληψή για εκείνον- και μας ανακουφίζει για λίγο από τη γραμμικότητά του. Και αυτό ίσως επειδή, όσο και αν περνάει, κάτι πολύ συγκεκριμένο κάνει όλα τα καλοκαίρια, να μοιάζουν μεταξύ τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του 50, πέντε νέοι, αρθρογράφοι του παρισινού περιοδικού Cahiers du Cinema, ξεκίνησαν μία έντονη αμφισβήτηση των επιφανών Γάλλων κινηματογραφιστών της εποχής, κατηγορώντας τους για έλλειψη πρωτοτυπίας. Θεωρούσαν ότι ο σύγχρονος γαλλικός κινηματογράφος είχε τυποποιηθεί και τελματώσει καλλιτεχνικά. Κόντρα σ’ αυτή την ακινησία, προσπάθησαν να αναζητήσουν μόνοι τους τον επαναπροσδιορισμό του σινεμά και την απελευθέρωση του από την εμπορευματοποίηση. Ξεκινώντας να γυρίζουν τις δικές τους πειραματικές ταινίες, αποτέλεσαν τους πρωτοπόρους σκηνοθέτες του Νέου Γαλλικού Κύματος (Nouvelle Vague) και ήταν οι Jean-Luc Godard, François Truffaut, Jacques Rivette, Eric Rohmer, και Claude Chabrol. Αρκετοί ακόμα Γάλλοι τους ακολούθησαν και δημιουργώντας τις δικές τους ανατρεπτικές ταινίες εκείνη την περίοδο, εντάσσονται, για τους περισσότερους, στο ίδιο κίνημα.

Παρόλο που όλοι τους δήλωναν θαυμαστές των Ιταλών νεορεαλιστών, των φιλμ νουάρ, του κλασσικού Χόλιγουντ και του Χίτσκοκ οι σκηνοθέτες αυτοί διαφέρουν μεταξύ τους και αυτό που μικραίνει τις αποστάσεις είναι ένας κοινός ορισμός του κινηματογράφου. Οι ταινίες τους παρουσιάζουν καινοτομίες στο σενάριο, το μοντάζ αλλά και έλλειψη επιτήδευσης. Τα γυρίσματά τους βγαίνουν έξω από τα στούντιο και με ελαφρύ εξοπλισμό οι λήψεις σε πραγματικές τοποθεσίες, εσωτερικές ή εξωτερικές, γίνονται αποκλειστικά με το διαθέσιμο φυσικό φως και ελάχιστες συμπληρωματικές πηγές. Μέσα σε χώρους που απεικονίζονται όπως πραγματικά επιτρέπει το ίδιο το φως τους, άτομα αποπροσανατολισμένα και χωρίς συγκεκριμένες προθέσεις, περιπλανιούνται σχεδόν άσκοπα, εμπλεκόμενα σε καταστάσεις αυθόρμητα. Περνάνε τον καιρό τους συζητώντας, περπατώντας, πίνοντας καφέ και βλέποντας σινεμά.

Μία έντονη εντύπωση: κάτι στη φύση αυτού του σινεμά, σα να έχει κάτι εξαιρετικά κοινό, με εκείνη του καλοκαιριού.

Ο Ερίκ Ρομέρ, αν και, ενδεχομένως, ο πιο αφανής  ανάμεσα στους «πέντε», παρέμεινε και πιο κοντά στις αρχές του κινήματος σ’ όλη του τη ζωή, διατηρώντας ωστόσο μία ιδιαίτερη θέση μέσα σε αυτό. Σίγουρα δεν θα ήταν από ευγένεια, που ο ίδιος ο Τρυφώ σε συνέντευξή του το 1973, είπε: «Ο Ερίκ είναι ο καλύτερος Γάλλος σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή. Έγινε διάσημος πολύ αργά, σε σχέση με εμάς του υπόλοιπους, αλλά εδώ και δεκαπέντε χρόνια βρίσκεται πίσω μας όλη την ώρα. Μας εμπνέει πολύ καιρό τώρα» ενώ, τον Ιανουάριο του 2010, στην αναγγελία του θανάτου του στο ραδιόφωνο, κατέληξε να χαρακτηριστεί ως «Ο ανθεκτικότερος της Νουβέλ Βάγκ».

Μ’ έναν ολόδικό του τρόπο φαίνεται να μας διηγείται με μεγάλη ακρίβεια και τρυφερότητα τις εποχές, ιστορίες για εκείνες και κυρίως για όλα τα στοιχεία που κάνουν το καλοκαίρι να μοιάζουν με εκείνη, την ίδια εποχή, που ήρθε πέρσι. Μας μιλάει για καταστάσεις βουτηγμένες στη νωθρότητα της εποχής, τις μακριές ραστώνες, τον περίεργο τρόπο με τον οποίο οι σχέσεις το καλοκαίρι αποκτούν νέους όρους και εγγύτητα.

Συνεπής στο ύφος, τον τόνο και το θέμα, κινηματογραφεί νατουραλιστικά σχεδόν την καθημερινότητα, κινήσεις, τοπία και νεύματα. Υπάρχει πάντα μια αίσθηση ασάφειας, αλλά τίποτα δεν φαίνεται τυχαίο. Χαρακτήρες του είναι συνήθως εκφραστικοί και έξυπνοι νέοι που αποτυγχάνουν είτε να παραδεχτούν τις επιθυμίες τους, είτε να τις διαχειριστούν, καταλήγοντας έτσι σε έντονες αντιθέσεις λέξεων και πράξεων. Καθώς οι περισσότεροι ανήκουν στη μεσαία τάξη και είναι μορφωμένοι κουβεντιάζουν φιλοσοφικά ζητήματα ή πεζά θέματα για τις διακοπές ή τις ερωτικές τους σχέσεις. Σύμφωνα με τον Ρομέρ, δεν είναι ότι δεν σκέφτονται, ωστόσο προτιμούν να σκέφτονται για τις συμπεριφορές τους, παρά τις ίδιες τις συμπεριφορές: σχεδόν αγνοούν τι κάνουν, μιλώντας για το τί συμβαίνει στο κεφάλι τους την ώρα που το κάνουν. Όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, είναι σαν να περισσεύουν από τα αληθινά άγχη της καθημερινότητας και μας θυμίζουν όσα αναδύονται και απασχολούν ξαφνικά μες την ηρεμία και τη μελαγχολία του κενού χρόνου- έμμεση παρουσίαση ως ένα είδος προνόμιο της μεσαίας και υψηλής τάξης.

Έτσι, μου φαίνεται σαν να μας εμπαίζει, για όλα εκείνα που «μας κάνουν» οι εποχές. Όταν όλα θα έπρεπε να είναι ιδανικά, μας ζαλίζει ο ήλιος ενώ αλλάζει το δέρμα μας, ηλεκτριζόμαστε ξαφνικά, η βαρεμάρα μας ρίχνει στην εμπάθεια και οι μοναξιές ως έχουν.

Ερίκ Ρομέρ
Le genou de Claire

Σε γαλλικές επαρχίες, βυθισμένοι σε έντονο φως, μπλε ουρανό, παραλίες με άμμο, διάφανα νερά, η πράσινη και καφέ πυκνή μη-ησυχία της εξοχής και τα μεγάλα πρωινά, αυτές είναι οι έξι ταινίες που περιγράφουν καλύτερα τη φαινομενικά ακίνητη, κινητικότητα του καλοκαιριού:

Η συλλέκτρια (La collectionneuse), 1967

Ερίκ Ρομέρ
Η συλλέκτρια

Η τρίτη ταινία από τη σειρά του Ηθικές ιστορίες. Σε ένα σπίτι στη Γαλλική Ριβέρα, δύο άνδρες βρίσκονται συγκάτοικοι με μία κοπέλα με γεμάτη ερωτική ζωή. Μπλεγμένοι με επιθυμίες, προσπαθούν να ορίσουν την ηθική γύρω από τον έρωτα.

Το γόνατο της Κλαίρης (Le Genou De Claire), 1970

Ερίκ Ρομέρ
Το γόνατο της Κλαίρης

Πέμπτη, στην ίδια σειρά έξι ταινιών. Σε ένα εξοχικό, δίπλα στη λίμνη του Ανεσί, έφηβοι και ενήλικες ανταλλάσσουν εντυπώσεις και απόψεις για  τον έρωτα που προκαλεί η βαρεμάρα, την έλξη, την απόσταση και τον δεσμό.

Η Πωλίν στην πλαζ (Pauline à la plage), 1983

Ερίκ Ρομέρ
Η Πωλίν στην πλαζ

Η δεκαπεντάχρονη Πωλίν, περνάει τις διακοπές της με τη μεγαλύτερη ξαδέρφη της στη Νορμανδία, καλείται ξαφνικά να παρατηρήσει, να μιλήσει για, αλλά και να αντιμετωπίσει, την ιδέα του έρωτα.

Πράσινη αχτίδα (Le rayon vert), 1986

Ερίκ Ρομέρ
Πράσινη αχτίδα

H Ντελφίν, αντιμέτωπη με το ερώτημα «αν, πού και με ποιον θα πάμε διακοπές», μία αναζήτηση χώρου και παρέας για το ηλιοβασίλεμα.

Τέσσερις περιπέτειες της Ρενέτ και της Μιραμπέλ (Quatre aventures de Reinette et Mirabelle), 1987

Ερίκ Ρομέρ
Τέσσερις περιπέτειες της Ρενέτ και της Μιραμπέλ

Η Ρενέτ, κατοικεί στην εξοχή όπου και γνωρίζει μία Παρισιάνα επισκέπτη. Τις δένει, ένα ποδήλατο, οι ήχοι, η μπλέ ώρα, το αγόρι από το καφέ, ένας ζητιάνος, ο κλεπτομανής, ένας απατεώνας και ένας πίνακας ζωγραφικής.

Καλοκαιρινή ιστορία (Conte d’été), 1996

Ερίκ Ρομέρ
Καλοκαιρινή ιστορία

Μία από τις τέσσερις Ιστορίες των εποχών. Ο Γκασπάρ βρίσκεται για διακοπές στο Ντινάρ.  Σε μία κατάσταση αναμονής, στριμώχνεται μεταξύ παλιών και νέων συναισθημάτων αλλά και σ’ εκείνη την περίεργη έλξη που ενυπάρχει στη φιλία. Μία ωδή στην αναποφασιστικότητα.

Ο Ρομέρ θα ήθελε να είχε μία κάμερα, εντελώς διάφανη. Είχε μία πρόθεση να μην μας μιλήσει για, αλλά να μας βάλει μέσα στις καταστάσεις, χωρίς να το καταλάβουμε. Περίμενε υπομονετικά να έρθει η ακριβής εποχή περιγραφής και πραγματοποιούσε τα γυρίσματα με χρονολογική σειρά, θεωρώντας τις ταινίες του «έρμαια του καιρού». Ο ήχος, ακολουθεί το φως, φυσικός: αποκλειστικά από εσωτερικές πηγές. Οποιαδήποτε προσθήκη μουσικής, θα ήταν για εκείνον παραβίαση του «τέταρτου τοίχου» (η αόρατη επιφάνεια που διαχωρίζει το κοινό από το έργο, στο σινεμά, η οθόνη). Σε συνδυασμό με  τη σημασία που έδινε στον πραγματικό χρόνο και κυρίως αυτόν του ταξιδιού, μαθαίνουμε σχεδόν τις αποστάσεις και οι κενές ώρες αποκτούν μία υπόσταση, με εμάς να βρισκόμαστε σχεδόν εκεί.

Όταν στην ταινία του Άρθουν Πενν (Arthur Penn) Night Moves (1975), ο πρωταγωνιστής  Χάρυ Μόσμπι προτείνει στη γυναίκα του, Έλεν, να δουν την ταινία My Night at Maud’s (1970) εκείνη αρνείται με τη συχνά παρατιθέμενη φράση:

«Είδα μία φορά ταινία του Ρομέρ, ήταν σαν να παρακολουθείς μπογιά να στεγνώνει».

«I saw a Rohmer film once. It was kinda like watching paint dry».

Η φράση αυτή, μεταφράζεται κανονικά σαν «εντελώς βαρετό». Ωστόσο, σα να έχει κάτι παραπάνω εύστοχο από αυτό. Ο Πενν, στενά συνδεδεμένος με το Αμερικάνικο Νέο Κύμα ή Νέο Χόλυγουντ, ήταν θαυμαστής του. Το ρήμα «paint» πέρα από βάφω ή ζωγραφίζω, μεταφράζεται και ως περιγράφω, αφηγούμαι με λέξεις. Κάπως έτσι, βλέπω αυτή τη φράση. Ο Ερίκ Ρομέρ, ταύτιζε τον κινηματογράφο με τη λογοτεχνία. Ποιος θα φανταζόταν, ότι θα ήταν τόσο απολαυστικό, να παρακολουθεί κανείς «μπογιές» να αλλάζουν χρώματα και υφές, κάτω από τον καυτό, καλοκαιρινό ήλιο.

Ερίκ Ρομέρ
Το γόνατο της Κλαίρης

Ερίκ Ρομέρ“Οι θερινές «μπογιές» του Ερίκ Ρομέρ” είναι το πρώτο άρθρο από την Κατερίνα Περδικούρη συντάκτρια της Lavart

Κείμενο: Κατερίνα Περδικούρη (Lavart)

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr