Η τελευταία σελίδα
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ετρακόσια και ένα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον θάνατο του Βάρδου του Έιβον, του εθνικού ποιητή της Αγγλίας, William Shakespeare. Έζησε την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α’, την ίδια εποχή που ο sir Francis Drake πραγματοποίησε τον περίπλου της γης, η Ισπανική Αρμάδα επιτέθηκε στην Αγγλία και ο Guy Fawkes εκτελέστηκε για την Συνωμοσία της Πυρίτιδας. Πέθανε σαν σήμερα, στις 23 Απριλίου, σε ηλικία 52 ετών.
Καλέ φίλε, στο όνομα του Θεού συγκρατήσου,
Από το να σκάψεις τη σκόνη που εσωκλείεται εδώ.
Ευλογημένος ας είναι όποιος ήσυχες αφήσει αυτές τις πέτρες,
Και καταραμένος ας είναι όποιος μετακινήσει τα κόκκαλά μου.
[dropcap size=big]Α[/dropcap]υτή είναι η επιγραφή στον τάφο του, τοποθετημένη κατόπιν δικής του επιθυμίας στο ιερό της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας, στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον.
Τα έργα, τα αποφθέγματα και οι χαρακτήρες του δραματουργού και ποιητή δεν έχουν επηρεάσει και σμιλέψει μονάχα τους λογοτέχνες και ποιητές σε παγκόσμιο επίπεδο. Το αντίκτυπο του Shakespeare έχει σημαδέψει το πρόσωπο της σύγχρονης επικοινωνίας, τον τρόπο που χρησιμοποιούνται οι λέξεις και ορίζεται η φόρμα και μορφή ενός έργου – από τη διάρθρωση της πλοκής μέχρι και την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Τρία, φυσικά, ακόμα και στον Shakespeare, είναι τα κυρίαρχα θέματα που δίνουν πνοή στις ιδέες του: η ζωή, ο πόλεμος και ο θάνατος. Σήμερα, λοιπόν, θα αναφερθούμε στον θάνατο.
[dropcap size=big]Σ[/dropcap]ε μια Αγγλία που μαστιζόταν από επιδημίες και αρρώστιες, ο χαμός του πληθυσμού μιας ολόκληρης πόλης ήταν ένα γεγονός δίχως αιτία και λόγο, αποζητώντας διαρκώς μια δικαιολόγηση, μια εξήγηση του μυστηρίου που προστάζει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Οι ανεπαρκείς γνώσεις ιατρικής συνέβαλαν στη γέννηση της άμορφης, άγριας μα και επώδυνα ελκυστικής οντότητας: άλλοι την μετέφραζαν ως Θεία Δίκη, άλλοι ως φυσική έκβαση. Μεταξύ ζωής και θανάτου, στατικότητας και δράσης, ο Shakespeare εντοπίζει μια λεπτή γραμμή, την τελευταία απόδειξη της ανθρώπινης επαφής με την ιδέα της ύπαρξης, τα τελευταία του λόγια. Άλλοτε για ενίσχυση της δραματικής έκβασης και άλλοτε για την απόδειξη μιας προηγούμενης θέσης, ο Άγγλος δραματουργός υφαίνει τους θανάτους των χαρακτήρων του μέσα στην πλοκή των έργων του – δεν αποτελούν σκόρπια θραύσματα που αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό, παρά ενιαία επίπεδα στον φλοιό ενός καθρέπτη, με κάθε επικαλυπτόμενη στρώση ν’ ακονίζει την λεία στοιβάδα του υγρού, διάφανου φωτός του.
«Δεν θα υποκύψω», ξεκινά να λέει ο Μάκβεθ, «Ω, ποιος έπραξε την πράξη τούτη;» ξεστομίζει η Αιμιλία. «Παραδώστε με στον ευσπλαχνικό μου άρχοντα, ω, αντίο!» ξεψυχά η Δυσδαιμόνα. «Πεθαίνω, ω Αίγυπτος, πεθαίνω» ξεκινά ο Αντώνιος, «δεν μπορώ άλλο», τελειώνει.