Μια ακόμη ναυαρχίδα που σχίζει το Weird Greek Wave, χωρίζοντας την αχαρτογράφητη θάλασσα υπό την επίβλεψη του έμπειρου κυβερνήτη Λάνθιμου.
Ο Αστακός (The Lobster) αποτελεί μια κωμική-δραματική ταινία με έντονο το στοιχείο του παραλόγου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λάνθιμου και σε σενάριο του ίδιου και του Ευθύμη Φιλίππου. Η ταινία είναι ελληνικής, ιρλανδικής, ολλανδικής, γαλλικής και βρετανικής παραγωγής και απέσπασε το Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών του 2015, ενώ ήταν και υποψήφια για το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου στα 89α βραβεία της Ακαδημίας.
Το Πακετάρισμα
Σε ένα όχι-και-τόσο-απόμακρο δυστοπικό μέλλον, οι νόμοι της Πόλης υποχρεώνουν τους πάντες να έχουν μια «κανονική» και «ευτυχισμένη» ερωτική ζωή. Έτσι, μετά τον χωρισμό του Ντέιβιντ (Colin Farell), αυτός διαβιβάζεται σε ένα ξενοδοχείο όπου οι θαμώνες πρέπει μέσα σε 45 μέρες να βρουν ερωτικό σύντροφο. Αν δεν τα καταφέρουν, μετατρέπονται σε ένα ζώο της επιλογής τους και απελευθερώνονται στο δάσος – ο Ντέιβιντ επιλέγει τον αστακό. Όταν όμως αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να αντέξει τη ζωή στο ξενοδοχείο, αποδρά και γίνεται μέλος των Μοναχικών, όσων δηλαδή δεν κατάφεραν να βρουν ζευγάρι (ή απλώς αγανάκτησαν) και φυγαδεύτηκαν στο δάσος. Στους Μοναχικούς, όμως, απαγορεύεται να έχουν ερωτικούς συντρόφους. Τότε είναι (φυσικά) που ο Ντέιβιντ ερωτεύεται μια γυναίκα (Rachel Weisz).
Το Εγχειρίδιο με τις Οδηγίες
Ο Αστακός μιλά για σχέσεις. Μιλά για αγάπη μη ωραιοποιημένη, αγάπη τσαλακωμένη, μασημένη και λειψή – βεβιασμένη και κάλπικη και μελανιασμένη – δοξάζοντας το διαρκή και διακαή αγώνα κατά των συμβιβασμών στον έρωτα: ακόμα και αν όλα φαντάζουν ιδανικά στην αρχή, η ανθρώπινη ατελοφοβία δεν παύει να αναζητά το εξιδανικευμένο το καμωμένο με κριτήρια άπιαστα. Λαξευμένο από χέρια θεϊκά και άσπιλα, χρυσοστόλιστα και απόμακρα. Άφταστα. Το να βρει κανείς και να κουμπώσει τέλεια με το κομμάτι παζλ που φτιάχτηκε για εκείνον / εκείνη: αυτό πραγματεύεται ο Γιώργος Λάνθιμος στην 8η ταινία του, σατιρίζοντας παράλληλα την ανούσια σημασία της ετικετοποίησης και κούφιας επικαιροποίησης των επισυναπτόμενων σχέσεων ως επίσημων, καθώς ποτέ κανείς δεν ανήκει σε κάποιον ολοκληρωτικά και απαραβίαστα, παρά μόνο ευκαιριακά και σε δόσεις. Ένα σποραδικό νοίκιασμα τεμαχίων ωμού συναισθήματος, πληρωμένου με νόμισμα ανάλογης αξίας και φορτίου. Αυτό εξυμνούν σε κάθε προσεκτικά κατασκευασμένη σκηνή οι συντελεστές του έργου, εμβολιάζοντας την κινησιολογία και το διάλογο των χαρακτήρων τους με απλόχερες δόσεις επιτηδευμένης αμηχανίας και παραχωρώντας στο τέλος ένα εγχειρίδιο οδηγιών για τις σχέσεις: μόνο που, τελικά και προς έκπληξη κανενός, το κοινό θα βρει ότι αυτό είναι παντελώς κενό.
Ταυτόχρονα, όμως, η ταινία αποτελεί και ένα πικρόχολο σχόλιο για την κοινωνία και τις άυλες επιταγές της: θίγει το ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα σε αυτούς που έχουν σχέση και σε όσους είναι μόνοι τους, ξεχωρίζοντας δύο κόσμους που αδυνατούν να συνυπάρξουν βάσει αυθαίρετων κανονισμών για το τι πρέπει να θεωρείται ως νόρμα. Πρέπει όλοι να βρίσκονται σε σχέση, ακόμα και αν βαθιά μέσα τους δεινοπαθούν; Είναι δυνατόν να ερωτευθεί ξανά κάποιος; Ποιος επιλέγει πότε μια σχέση είναι επιτυχημένη; Πώς διαχειρίζεται κανείς την πίεση για εύρεση του «άλλου του μισού»; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που διαγράφονται στα ανέκφραστα προσωπεία των πρωταγωνιστών, όταν αυτοί έρχονται σε επαφή με τις συνθήκες ενός παράλογου κόσμου.
Η Συσκευασία
Έντονη αντίθεση χρωμάτων, έντονος κορεσμός, προτίμηση στο μαύρο, λευκό, γκρίζο και σκούρο κυανό του οξειδωμένου χαλκού. Μια φωτογραφία που προτιμά να κρατά σε κεντρική εστίαση τα εικονιζόμενα υποκείμενα και αντικείμενα, εξασκώντας με μαθηματική συνέπεια το στήσιμο των σκηνών και τη γεωμετρία του χώρου. Παρόλο που το pacing πολλές φορές μοιάζει να σέρνεται (απόρροια της πλαστικότητας των χαρακτήρων και της επιτήδευσης του διαλόγου), οι σκηνές δράσεις συγκρούονται τόσο σφοδρά και αναπάντεχα με την παρατεταμένη νηνεμία, που η αντίθεση από μόνη της οπλίζει με εκκωφαντικούς κεραυνούς τις δραματικές στιγμές – τα λιγοστά εκείνα λεπτά που το γυάλινο προστατευτικό κέλυφος ραγίζει και θρυψαλιάζεται, με το κοινό να τολμά μερικές κλεφτές ματιές στην παλλόμενη παράνοια που πασχίζουν να θωρακίσουν οι πρωταγωνιστές μας.
Ο Ήχος
Η μουσική. Ω, η μουσική! Είναι δύσκολο να συνοψίσει κανείς την κατακλυσμική μελαγχολία που συντροφεύει τις προσεκτικά διαλεγμένες μελωδίες του έργου, με αποκορύφωμα το δηλητηριώδες νανούρισμα της Δανάης στη σκηνή του δάσους. Είναι το ξαφνικό ξέσπασμα μιας φουρτούνας που κανείς δεν ήξερε πως άφριζε ύπουλα και ανεπαίσθητα καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, μια ΜΠΟΡΑ κρυμμένη πίσω από διπλά τζάμια ηχομόνωσης. Και είναι ακριβώς αυτή η επιλογή της μονότονης σιωπής που διακατέχει το μεγαλύτερο μέρος του Αστακού που όχι μόνο ενισχύει τις στιγμές με μουσική υπόκρουση αλλά τις εγκαθιδρύει ως κινητήριους μοχλούς του έργου, υπογραμμίζοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ολόκληρου του είδους. Σε αυτό συμβάλλουν και οι χαρακτήρες: δεν φωνάζουν, δεν ωρύονται, παρά κοχλάζουν και βράζουν μέσα από το δέρμα – διότι σε έναν κόσμο στον οποίο όλοι ουρλιάζουν, αυτοί επιλέγουν να ψιθυρίσουν.
Οι Μαριονέτες
Κουρδισμένες κούκλες που προσπαθούν συνεχώς να καταλάβουν πώς (και γιατί) κουρδίζονται με αυτό τον τρόπο: οι χαρακτήρες μας, κυρίες και κύριοι. Απογυμνώνοντάς τους από τη («ρεαλιστική») ενήλικη σάρκα που μουλιάζει σε έναν ζωμό προσποιητής περιπλοκότητας και σοβαροφάνειας, ο Λάνθιμος χρησιμοποιεί τον θίασο ως όχημα των απόψεών του περί των σχέσεων, απλοποιώντας τα μέλη του στα πιο οργανικά και εντελώς απαραίτητα χαρακτηριστικά τους: Καταφέρνει να κωδικοποιήσει τους άγραφους και λεπτούς κώδικες που διέπουν και προσδιορίζουν τις σχέσεις, χρησιμοποιώντας τους ηθοποιούς ως μηχανοκίνητα ανδρείκελα πορευόμενα προς την αυτοεκπληρούμενη προφητεία της ολοκληρωτικής τους καταστροφής. Και ενώ στην αρχή αυτό μοιάζει προσποιητό και τραβηγμένο, σύντομα αποκτά μια απαράμιλλα διεστραμμένη γοητεία – η απεικόνιση βραχυκυκλωμένων ενηλίκων που συμπεριφέρονται σαν παιδιά για να αποδείξουν ότι στην πραγματικότητα είναι ενήλικες. Στον πυρήνα βρίσκονται ο Colin Farell και η Rachel Weisz, οι οποίοι καλούνται να συμμαζέψουν τις (συνήθως) διάχυτες ερμηνείες τους σε μια συμπύκνωση παρθένας ντροπής, άγχους, παιδαριώδους ενθουσιασμού, συναισθηματικής παράλυσης, ξεγνοιασιάς και άγνοιας: δυο εξωτικά πουλιά που αλληλο-κυκλώνονται, τρομοκρατημένα στην ιδέα ότι μπορεί να τρομάξουν το ένα το άλλο. Με παρόμοιο τρόπο συμπεριφέρεται και το υπόλοιπο καστ, φιλτράροντας μια ξύλινη ευγένεια στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τι είναι το συναίσθημα και γιατί εκφέρεται όπως εκφέρεται (σαν επιστήμονες απαίδευτοι στη μεθοδολογία της έρευνας).
Το Πόρισμα
Πέρα από τις εξαιρετικά πιστευτές ερμηνείες των ανέκφραστων και άχαρων Farell και Weisz που σε πείθουν ότι ερωτεύονται επί σκηνής, ο John C. Reilly με το ανορθόδοξο χιούμορ του και η Olivia Colman με τη στείρα αυστηρότητά της συμπληρώνουν τον παράλογο θίασο που πιστεύει ότι είναι πέρα για πέρα λογικός. Στραγγισμένοι από συναίσθημα (ενώ παράλληλα πασχίζουν να αποδείξουν ότι ξεχειλίζουν με αυτό), οι χαρακτήρες επιμένουν να φέρονται σαν δυσλειτουργικά παιδιά σε σχολικό περίπατο.
Ο Αστακός, όμως, έχει και αρκετές αδυναμίες. Η μεγαλύτερη των οποίων είναι το γεγονός ότι η ταινία αλλάζει εντελώς μετά το πρώτο μισό της (η απόδραση στο δάσος), λησμονώντας παλιούς και εισάγοντας νέους χαρακτήρες, διαχωρίζοντας ουσιαστικά το έργο σε δύο μέρη: το πρώτο είναι μια χιουμοριστική και άτεχνη παρωδία, το δεύτερο ένα σκοτεινό και γκροτέσκο ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν σκηνές που κρατούν περισσότερο από το συνηθισμένο (αν και αυτό ενισχύει το κλίμα της γενικότερης παραξενιάς) – θα μπορούσε να λεχθεί μάλιστα πως ολόκληρη η ταινία είναι μεγάλη και με πολλά γεμίσματα (σχεδόν 2 ώρες). Επιπλέον, η στείρα ηθοποιία μπορεί να καταντήσει κουραστική και το γνωστό παράπονο για τον Λάνθιμο (άδοξο κλείσιμο με πολλά αναπάντητα ερωτήματα) είναι ακόμα εδώ.
Με έντονα υφολογικά στοιχεία των αδερφών Coen και του Wes Anderson, και μια αισθητική που θυμίζει το Grand Budapest Hotel (2014), ο Αστακός είναι παρόλα αυτά μια δική του ξεχωριστή οντότητα. Δομημένη στο πατρόν της παραξενιάς που έχει σφυρηλατήσει και δουλέψει από τον Κυνόδοντα ακόμη, ο Λάνθιμος μεταφέρει το σύνολο των ερμηνευτικών του κωδίκων από το θέμα της οικογένειας στο θέμα των σχέσεων. Καταφέρνει να παρουσιάσει το κομμάτι ενός πραγματικού κόσμου με πλαστικούς ανθρώπους που ξύνουν συνεχώς τις στοιβάδες συνθετικών ρητινών από πάνω τους, μήπως και τα δάχτυλά τους τελικά ψηλαφίσουν κάτι μαλακό και σάρκινο. Μήπως και βραχούν με λίγες σταγόνες αίματος, αποδεικνύοντας τελικά την ανθρωπιά τους ανεξάρτητα από τον ορισμό που αυτή κατέχει.
Πηγές Φωτογραφιών: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος