«Καθετί που έκανε, σκέφτηκε, κέρδισε ή δημιούργησε η ανθρωπότητα, όλα αυτά βρίσκονται, σαν μια μαγική παρακαταθήκη, στις σελίδες των βιβλίων. Αποτελούν εκλεκτό κτήμα των ανθρώπων.»
Thomas Carlyle
Πριν από μερικά χρόνια ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Μπακουνάκης δημοσίευσε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ ένα άρθρο του με τίτλο Δαβίδ vs Γολιάθ, με κεντρικό θέμα την μάχη μεταξύ του ανερχόμενου e-book και του παραδοσιακού βιβλίου. Τότε τα περισσότερα σχόλια των αναγνωστών υπερασπίζονταν τις πρακτικές διευκολύνσεις μιας ελαφριάς ηλεκτρονικής συσκευής και τον κατηγορούσαν για υπερβολική επιφύλαξη απέναντι στο «καινούργιο» χαρακτηρίζοντάς τον έμμεσα «Δηλιγιάννη». Ευτυχώς, πρόσφατα το βρετανικό περιοδικό The Bookseller ανέφερε με φανερή ανακούφιση την πρώτη νίκη υπέρ του… χαρτιού: «Για εκείνους που προέβλεψαν το θάνατο του ‘φυσικού’ βιβλίου και την κυριαρχία του ψηφιακού μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, τα στοιχεία πωλήσεων των εκτυπωμένων και των ψηφιακών βιβλίων […] για το 2015 μπορεί να τους οδηγήσουν σε επαναξιολόγηση.»
Μέσα σε όλη αυτήν την διαμάχη πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων μεταξύ βιβλιόφιλων και γκατζετάκηδων, ο Keith Houston, συγγραφέας του βιβλίου The Book: A Cover-to-Cover Exploration of the Most Powerful Object of Our Time, γράφει στο BBC Culture για μία εντυπωσιακά παρόμοια ιστορική διένεξη. Δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ένα νέο και ανορθόδοξο είδος βιβλίου απείλησε να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη, προς απογοήτευση των αναγνωστών της εποχής…Τα ειλητάρια
Η Ρώμη του 1ου αιώνα μ.Χ. ήταν κατάμεστη γραπτού λόγου. Αγάλματα, μνημεία και ταφόπλακες ήταν χαραγμένα με επιβλητικά κεφαλαία γράμματα. Οι πολίτες σημείωναν και έστελναν μηνύματα σε ξύλινες πλάκες γραφής καλυμμένες με κερί. Οι βιβλιοθήκες των πλουσίων έσφυζαν από ιστορικά, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά αναγνώσματα. Όμως, μην ξεγελιέστε… Ουδεμία σχέση είχαν με βιβλία όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Οι Ρωμαίοι είχαν ειλητάρια, τα οποία ήταν χειρόγραφες επιμήκεις περγαμηνές – κυρίως από αιγυπτιακό πάπυρο – τυλιγμένες γύρω από έναν ξύλινο κύλινδρο. Συνήθως χρησιμοποιούνταν μόνο η μία του πλευρά, αλλά εάν το περιεχόμενό της δεν ήταν πια χρήσιμο, τότε ο ιδιοκτήτης της θα χρησιμοποιούσε και την άλλη. Το μήκος του κυμαίνονταν από 4,5 μέχρι 16 μέτρα και συνήθως διαβάζονταν σε κάθετη διάταξη. Αν εξαιρέσουμε, ωστόσο, την μεγαλοπρέπειά τους, θα διακρίνουμε ορισμένα ελαττώματα.
Πρώτον, χρειάζονταν και τα δύο χέρια για να διαβάσει κανείς ένα ειλητάριο καθωσπρέπει, το δεξί ξετύλιγε, το αριστερό τύλιγε. Βέβαια, υπήρχε και εναλλακτική λύση: εάν ο αναγνώστης κάθονταν σε κάποιο είδους έπιπλο, χρησιμοποιούσε πρες παπιέ ή ξύλινα μανταλάκια για να σταθεροποιήσει τον πάπυρο. Σε αυτήν την περίπτωση, όμως, τα περισσότερα ειλητάρια βρέθηκαν χαρακτηριστικά φθαρμένα στα σημεία όπου έρχονταν σε τριβή με τα ρούχα των αναγνωστών τους.
Από αυτό το ζήτημα της φθοράς εκπηγάζει και το δεύτερο ελάττωμα των ειληταρίων: ο πάπυρος δεν είναι εν γένει ανθεκτικό υλικό, ιδιαίτερα όταν διατηρείται σε περιοχές μακριά από το ξηρό, ζεστό, μεσογειακό κλίμα, όπου ευδοκιμεί. Ο αυτοκράτορας Τάκιτος (275-276 μ.Χ.), λάτρης ενός σπουδαίου ιστορικού και εκπροσώπου του πεζού λόγου κατά τον «αργυρό αιώνα» της Λατινικής Λογοτεχνίας, του Τάκιτου, έπρεπε να αποστέλλει νέα αντίγραφα των έργων του ιστορικού κάθε χρόνο προς αντικατάσταση όσων σάπιζαν στη Γαλατία και τη Γερμανία. Προς επίρρωση του μειονεκτήματος της φθοράς, το συχνό τύλιγμα προκαλούσε στον πάπυρο σπάσιμο και σκίσιμο, οδηγώντας φυσικά στο απαλό, καμπύλο σχήμα του ίδιου ειληταρίου.
Οι Κώδικες
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 1ου μ.Χ. αιώνα, ένα νέο είδος βιβλίου εμφανίστηκε, υποσχόμενο να επανορθώσει για τα εγγενή προβλήματα του ειληταρίου. Τα αποδεικτικά στοιχεία, αν και λίγα, είναι άκρως αποκαλυπτικά. Αρχαιολόγοι ανακάλυψαν κάποια αποκόμματα παπύρου, το κείμενο των οποίων όχι μόνο συνεχίζεται απροσδόκητα και στο πίσω μέρος, αλλά και διαθέτει οργανωμένα περιθώρια – εντυπωσιακά όμοια με αυτά των σύγχρονων βιβλίων. Και τι είναι τελικά αυτά τα αποκόμματα; Πρόκειται για τα πρώτα φύλλα σελιδοποιημένων βιβλίων που αντίκρισε ποτέ ο κόσμος!
Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν αυτό το νέο είδος αναγνώσματος «κώδικα» (Λατινικά: codex/caudex), αλλά ο τρόπος με τον οποίον ο κώδικας κατάφερε να επικρατήσει του ειληταρίου περιβάλλεται από μυστήριο… Είναι γεγονός ότι την πρώτη παραπομπή σε λογοτεχνικά έργα με τη μορφή κώδικα προσέφερε αρκετά νωρίς ο Λατίνος επιγραμματοποιός Μάρκος Βαλέριος Μαρτιάλης (40-104 μ.Χ. ):
«Εάν ποθείς τα ποιήματα μου να τα έχεις πάντα μαζί σου
και τα ζητάς ως συνοδούς σου για μακρύτερο δρόμο,
τότε αγόρασέ τα! Τα σφίγγει περγαμηνή επάνω σε φυλλαράκια».
Εύκολος στην ανάγνωση και τη χρήση, καθώς δεν απασχολούσε και τα δύο χέρια για να ξετυλιχθεί, ο κώδικας μπορούσε να τοποθετηθεί πάνω σε αναλόγιο, ώστε να μην κρατιέται με τα χέρια. Συγκριτικά με το ειλητάριο – που, όπως προαναφέρθηκε, καταστρεφόταν ευκολότερα με το συνεχές ξετύλιγμα και τύλιγμα – ήταν ανθεκτικότερος και επέτρεπε τη χρήση ενός στερεού προστατευτικού δεσίματος. Επίσης, ήταν διακοσμητικά καταλληλότερος και συχνά στολίζονταν με κοσμήματα ή μικρογραφίες. Από την λίστα των πλεονεκτημάτων του δεν θα μπορούσε να λείπει και η σημαντική οικονομία υλικών γραφής και χώρου φύλαξης που προσέφερε, μιας και κάθε φύλλο μπορούσε να γραφτεί και από τις δύο πλευρές, ενώ μπορούσε να ξεπλυθεί και να ξαναγραφτεί.
Παρόλα αυτά, τόσο στη Ρώμη όσο και στις γύρω περιοχές βασίλευε ο διχασμός σχετικά με τα θετικά χαρακτηριστικά και τις προοπτικές του κώδικα. Οι παγανιστές στην πλειοψηφία τους, μαζί με τον εβραϊκό πληθυσμό του αρχαίου κόσμου, προτιμούσαν την οικεία μορφή του ειληταρίου. Από την άλλη πλευρά, ο συνεχώς αυξανόμενος χριστιανικός πληθυσμός της Αυτοκρατορίας, παρήγαγε με ενθουσιασμό σελιδοποιημένα βιβλία, που εμπεριείχαν ύμνους, σχόλια, περιγραφές και εσωτεριστική σοφία.
Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε το τέλος της ιστορίας: κατά τον 6ο αιώνα, τόσο ο Παγανισμός όσο και τα ειλητάρια βρίσκονταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Με το ξύπνημα της Χριστιανικής Εκκλησίας, το σελιδοποιημένο βιβλίο κέρδισε μια θέση στην ιστορία και κατ’ επέκταση και στην κοινωνία. Με τα συντηρητικά στρώματα των αναγνωστών της υψηλής κοινωνίας να συνδέουν σε μεγάλο βαθμό τη νέα μορφή του βιβλίου με το απλό «σημειωματάριο» που χρησίμευε για καταγραφή του καθημερινού και του παροδικού, τελικά την έβλεπαν ως μη αξιοπρεπή λύση για την απαιτητική, κλασική γραμματεία. Μερικοί μελετητές προσθέτουν άλλη μία πιθανή λύση στο ζήτημα της επικράτησης του κώδικα: καθώς οι πρώτοι Χριστιανοί συνειδητά κρατούσαν απόσταση από την τότε κοινωνική αφρόκρεμα, οικειοποιήθηκαν αμέσως τον κώδικα, αφού αποτελούσε μια μορφή βιβλίου προορισμένη για τον απλό λαό. Συνεπώς, το βιβλίο και η γραφή έγιναν δίαυλος επικοινωνίας και έκφρασης της κοινωνικής χειραφέτησης.
Το e-book του 21ου αιώνα μπορεί να μην έχει λάβει ακόμα τις διαστάσεις που έλαβε τότε ο κώδικας, αλλά αναντίρρητα ασκεί σημαίνουσα επιρροή. Θα εκτοπίσει άραγε το παραδοσιακό βιβλίο ή θα ακολουθήσει τα βήματα του ειληταρίου; Ο χρόνος και τα περιθώρια κέρδους των βιβλιοπωλείων θα δείξουν το δρόμο.
Κι επειδή ξεκινήσαμε με Thomas Carlyle, θα κλείσουμε – κυκλικά – με ακόμη μία υπέροχη ρήση του:
«Στα βιβλία βρίσκουμε την ψυχή του χρόνου που πέρασε. Τη διατυπωμένη ηχώ του παρελθόντος, όταν το σώμα και τα υλικά στοιχεία που το αποτελούν έχουν τελείως χαθεί σαν ένα όνειρο».
Κείμενο: Μαρία Διακάκη (Lavart)