Οι Madrugada εσπασαν την “Βιομηχανική Σιωπή” τους και ξύπνησαν όλη την ηλεκτρισμένη μας εφηβεία

Όταν ανακοινώθηκε λίγο πρίν τα Χριστούγεννα η επανένωση των Madrugada, με φόντο τα 20 χρόνια του Industrial Silence, για δύο συναυλίες στο Όσλο, η σκέψη ήταν άμεση: εισιτήρια για Νορβηγία. Και να ‘θελε κανείς όμως, δύσκολα θα προλάβαινε – έγιναν sold-out σε λιγότερο απο 48 ώρες. Λίγο μετά, ανακοινώθηκε το ευρωπαϊκό tour.

Μερικούς μήνες μετά, ο Sivert Høyem και τα φιλαράκια του έβαλαν φωτιά σε όλη μας την εφηβική νοσταλγία και τις ηλεκτρισμένες μνήμες. Με φόντο το γνωστό γαλάζιο στένσιλ, ακούστηκαν τα περισσότερα κομμάτια του, εμβληματικού πια, δίσκου, απο το Vocal ώς το Valley of Deception, με το οποίο έκλεισαν τη μεγάλη τους εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη. Στο μεταξύ, ακούστηκαν τα κλασικά Strange Colour Blue, Salt και Sirens.Η απουσία του Robert Burås ήταν αισθητή, ωστόσο όχι στο μουσικό κομμάτι – ο Cato Thomassen ήταν αψεγάδιαστος – αλλά στο συναισθηματικό, κι αυτό βγήκε αρκετά στην επιφάνεια όταν ο Nορβηγός frontman, ανάμεσα σε δύο κομμάτια, αφηγήθηκε πως γεννήθηκε το “Industrial Silence”.

“Το πρώτο τραγούδι που γράψαμε και νιώσαμε πως ήταν δικό μας, ήταν το Electric. Δεν έμοιαζε με όσα είχαμε γράψει ώς τότε, και δε θύμιζε, μουσικά, κάποιον απο τις επιρροές μας. Εκείνο το βράδυ μείναμε ξύπνιοι ώς το πρωί και παίζαμε σε επανάληψη το τραγούδι μας, σε μια σοφίτα. Για μένα, αυτό είναι το Industrial Silence – 4 αγόρια που έπαιζαν το τραγούδι τους ασταμάτητα και χάζευαν την ησυχία του αυτοκινητόδρομου.”

Συγκινημένος και εκρηκτικός, ο Høyem έκανε το βήμα του Κλειστού δικό του, χωρίς φόβο, χωρίς υποσχέσεις και χωρίς κρατήματα. Απλώς ανέβηκε, άφησε τη μπάσα, διαπεραστική φωνή του να ρέει, άλλοτε νωχελικά κι άλλοτε εκκωφαντικά, σε μια πιο μεστή και γνήσια εκδοχή του τότε 23χρονου εαυτού του. Μας είχε προειδοποιήσει ήδη απο την προπώληση – “μπορεί να είναι ευσυγκίνητο και ηχηρό“.

Ήταν, και τα δύο. Στις μικρές παύσεις ανάμεσα στα τραγούδια, που με τη σειρά εμφάνισης τραβούσαν απο τη μία στη noir ψυχεδέλεια κι απο την άλλη στo εσωτερικό ράγισμα, μας χάρισε στιγμές συγκίνησης κι ευγνωμοσύνης για την ουσιαστική επανασύνδεση μιας μπάντας που αγαπήθηκε όσο λίγες στην Ελλάδα. Αυτό ήταν και το μεγάλο στοίχημα των Madrugada: ή θα ανέβαιναν στο βάθρο που τους είχαμε χτίσει, ή θα έπεφταν, ώς άλλη μια στραβοχυμένη  μουσική νεκρανάσταση, με faux αποτελέσματα.

Ακόμα κι αν κανείς μας δε το πίστευε πραγματικά, θα μπορούσε να ‘χε συμβεί, αλλά ευτυχώς οι Madrugada είναι ακόμη εδώ, πιο ζωντανοί και πιο ειλικρινείς, με περισσότερα βιώματα, άλλα τόσα τσακίσματα, μεγαλύτερη ενσυναίσθηση, κι αρκετή μποέμικη εκρηκτικότητα να θυμίζει την πρώτη τους, οργισμένη νιότη. Η ενέργεια της μπάντας είναι ζωντανή, έσκισε τον αμνιακό σάκο της αναγέννησης της και χτές, έκλαψε για πρώτη φορά μπροστά στο ελληνικό κοινό, μετά απο 11 χρόνια.

Ή χτεσινή νύχτα στο Κλειστό του Πάοκ, είναι απο ‘κείνες που δε συμβαίνουν κάθε μέρα. The Kids were on High Street, κι εμείς χαζεύαμε την περφόρμανς τους σα να μεταφερθήκαμε στο 2000. Μέχρι την επόμενη φορά που θα τους δούμε, θα κρατάμε τον κέρσορα στο replay και “θα είμαστε εντάξει – μας εκπαίδευσαν σωστά“.

Και τους ευχαριστούμε γι’αυτό.

Κέιμενο & Φωτογραφίες : Ξένια Χαμίτη (Lavart) 

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr