Ομηρικά έπη: έπος θα πει λόγος, ιστορία προφορική. Και η πρώτη λογοτεχνία ήταν προφορική.
Μολονότι, στο πλαίσιο της γραμμικής Β’, η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά για πρακτικούς λόγους, με τη δυναμική -ανανεωμένη- επανεμφάνισή της αξιοποιήθηκε εξίσου στο λογοτεχνικό πεδίο.
Συγκεκριμένα, από τον 8o προχριστιανικό αιώνα η παραγωγή κειμένου γνώρισε αυξητική τάση. Προφανώς το περιεχόμενο των έργων αυτών δε συνιστούσε προϊόν παρθενογένεσης. Σε αυτά επιβίωναν σπέρματα της παρελθούσας δημιουργίας, την οποία κρατούσε ζωντανή μια πλούσια (προφορική) ασματική παράδοση. Αναμφίβολα, σε αυτή θα πρέπει να συγκαταλεχθεί και ο αφηγηματικός πυρήνας του τρωικού πολέμου.
Ως εκ τούτου, θεωρείται δεδομένο πως, όταν τα ομηρικά έπη πέρασαν στο στάδιο της καταγραφής, απηχούσαν προφορικές διηγήσεις, η αφετηρία των οποίων είναι αδύνατο να προσδιοριστεί με σαφήνεια. Αφετέρου, είναι δύσκολο να γίνει πιστευτή η θεωρία πως, στη γνωστή τους μορφή, τα έπη αποτελούν ένα απλό συμπίλημα αυτοτελών ιστοριών. Η αρτιότητα της σύνθεσης υποδεικνύει ιθύνων νου, συστηματική επεξεργασία και οργάνωση του υλικού με λογοτεχνικές αξιώσεις. Γι’ αυτό και η πολύπαθη θεωρία του ενός δημιουργού-Ομήρου δεν έχει εγκαταλειφθεί. Το σίγουρο είναι πως στη γραπτή τους εκδοχή τα ομηρικά έπη είχαν υπερκεράσει πια το πειραματικό στάδιο δημιουργίας.
Σύνθεση
Αν και η απόλυτη χρονολόγηση συγκρότησης των ομηρικών επών είναι αδύνατη, εικάζεται ότι αυτά, στη μνημειώδη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, συντέθηκαν ήδη κατά τον 8o προχριστιανικό αιώνα, δηλαδή ακριβώς την περίοδο που κέρδιζε έδαφος η παραγωγή κειμένου.
Μάλιστα, η Ιλιάδα φέρεται να προηγείται της Οδύσσειας. Η διαπίστωση αυτή θεμελιώνεται στην απλή σκέψη ότι η δεύτερη προϋποθέτει τη γνώση της πρώτης. Επιπλέον, η Οδύσσεια χαρακτηρίζεται ως έργο των γηρατειών, όταν πια το πολεμικό πάθος της Ιλιάδας εκλείπει και η τάση προς τα παραμύθια γίνεται εντονότερη. Βέβαια, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι ο δημιουργός της Ιλιάδας διαφέρει από αυτόν της Οδύσσειας, είτε πρόκειται για συλλογικά έργα, και πάλι η μεταξύ τους απόσταση δε θα υπερβαίνει τη μία γενιά (περί τα 30 χρόνια).
Assassin’s Creed: Odyssey, ένα απαράμιλλο ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα
Καταγραφή
Τα ομηρικά έπη, χάρη στην καταγραφή τους, σηματοδοτούν αρχή καινοτομίας, αποτελώντας τα πρωιμότερα ελληνικά έργα λογοτεχνίας σε γραπτή μορφή. Οπωσδήποτε, δεν είναι τυχαίο ότι η κειμενική απόδοση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας χρονικά συμπίπτει με την είσοδο στην Αρχαϊκή εποχή, κατά την περιοδολόγηση των ιστορικών.
Έτσι, το γεγονός της καταγραφής, για ορισμένους ερευνητές ταυτίζεται με την περίοδο σύνθεσης, ενώ κατά άλλους θα πρέπει να τοποθετηθεί αρκετά αργότερα, στον 6o αιώνα, οπότε φέρεται να έλαβε χώρα η περιώνυμη πεισιστράτεια διόρθωσις. Αν εμπιστευτούμε τις πηγές, χάρη στην πρωτοβουλία του τυράννου της Αθήνας, Πεισίστρατου, ή του γιού του Ιππάρχου, δημιουργήθηκε τότε το πρώτο «κλασικό» γραπτό κείμενο του Ομήρου, προκειμένου να χρησιμοποιείται από τους ραψωδούς που απήγγειλαν τα δύο έπη στα Παναθήναια. Η πεισιστράτεια διόρθωσις θα οργάνωνε το ομηρικό υλικό «επί το αττικότερον», με δεδομένο ότι Ιλιάδα και Οδύσσεια είχαν ήδη περιβληθεί πανελλήνιο χαρακτήρα.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η καταγραφή των επών δε συνεπάγετο και κατάργηση της προφορικής απαγγελίας. Η συνύπαρξη των δύο μέσων, προφορικού και γραπτού, θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη, καθώς η δημοφιλής, μαζική διάχυση εξακολούθησε δια της απαγγελίας, όπως π.χ. κατά την εορτή των Παναθηναίων. Συνεπώς, δεν υπάρχει μία «ορθόδοξη» εκδοχή των ομηρικών επών.
Σκόπιμη επισήμανση αποτελεί και το γεγονός ότι η «γλώσσα του Ομήρου» δεν υπήρξε λειτουργική. Αντίθετα, συνιστά κράμα αρχαϊκών και χρηστικών λέξεων διάφορων εποχών και διαλέκτων (της ιωνικής, της αιολικής, της αττικής κ.α.). Το στοιχείο αυτό εντέλει υπογραμμίζει την πανελλήνια εμβέλεια της ομηρικής ποίησης, η οποία στην έκταση του (ελληνόφωνου) χώρου και στο βάθος του χρόνου υπέστη πολλαπλές φάσεις επεξεργασίας.
Η πρώτη φιλολογική έκδοση και ερμηνεία του ομηρικού κειμένου έλαβε χώρα στα ελληνιστικά χρόνια από τους Αλεξανδρινούς φιλόλογους, οι οποίοι διέκριναν καθένα από τα δύο έργα σε 24 ραψωδίες Oι ραψωδίες διακρίνονται με τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου (τα μικρά η Οδύσσεια, α-ω, και τα μεγάλα η Iλιάδα, A-Ω) και με τίτλους ανάλογους με το περιεχόμενό τους. Η Ιλιάδα αποτελείται από 15.693 στίχους, ενώ η Οδύσσεια από 12.110.
Πολιτισμική και ιστορική αξία
Προοδευτικά, τα ομηρικά έπη αναδείχθηκαν σε έργα αναφοράς του παγκόσμιου πολιτισμού, μια πολιτισμική εγκυκλοπαίδεια που πραγματεύεται θέματα με πανανθρώπινο ενδιαφέρον: ο άνθρωπος απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της ζωής, του θανάτου και της μοίρας, ο πόλεμος και η επιστροφή στην πατρίδα, η φιλία, ο έρωτας, η τιμή, η κοινότητα, η άσκηση εξουσίας κ.α.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν αποτελούν πηγές της Ιστορίας, αλλά λογοτεχνία, που αποσκοπεί στην τέρψη μάλλον, παρά στην ακρίβεια. Συνεπώς, πρόκειται για έργα τέχνης που πραγματεύονται κάποια κοινωνία του παρελθόντος, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με μια ζωγραφική αναπαράσταση, με το ιστορικό μυθιστόρημα, το ιστορικό ντοκιμαντέρ κλπ. Ένα τέτοιο είδος τέχνης δύναται να λειτουργήσει ως πηγή πληροφόρησης αποκλειστικά σε σχέση με το περιβάλλον δημιουργίας του, και όχι σε σχέση με την εποχή στην οποία παραπέμπει. Με άλλα λόγια, δηλώνει μια εκπεφρασμένη αντίληψη για το παρελθόν, αλλά όχι το παρελθόν το ίδιο.
Εν προκειμένω, τα ομηρικά έπη φέρεται να απηχούν την πρόσληψη του ηρωικού παρελθόντος, συγκεκριμένα της Γεωμετρικής εποχής, από τους Έλληνες του 8oυ προχριστιανικού αιώνα. Τα «ευάλωτα» σημεία και η αμφισβήτηση της ιστορικότητας των ομηρικών γεγονότων, με κορωνίδα την τρωική εκστρατεία και άλωση, θα συνεχίσουν να διχάζουν τους μελετητές, υπογραμμίζοντας την αξία της ιστορικής επιστήμης, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους Ηρόδοτο και Θουκυδίδη κατά τον 5o αι. π.Χ.
Διαβάστε επίσης:
Κείμενο: Βαγγέλης Κανσίζογλου (Lavart)
Πηγές φωτογραφιών: Εξώφυλλο, 1, 2, 3
Πηγές κειμένου-Βιβλιογραφικές αναφορές: 1, 2
Montanari Franco, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας: από τον 8o αι. π.Χ. έως τον 6o αι. μ. Χ., Δανιήλ Ιακώβ, Αντώνιος Ρεγκάκος(επιμ.), Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2010.