[dropcap size=big]Π[/dropcap]ριν από ενάμιση περίπου χρόνο, ξεκινήσαμε την αναζήτηση του καινούριου έργου που θα ανεβάζαμε. Μη έχοντας σκηνοθέτη και λειτουργώντας απόλυτα ομαδικά στις δουλειές μας, λογικό κι επόμενο είναι οι αποφάσεις που λαμβάνουμε να είναι πιο δύσκολες και οι διαδικασίες πιο χρονοβόρες. Το ίδιο ισχύει και ως προς το έργο που θα διαλέγαμε. Έπρεπε να αρέσει σε όλους. Το συγκεκριμένο έργο λοιπόν, ήταν απ’ αυτά που μας προτάθηκαν και κάναμε όλοι μαζί την ανάγνωση επί τόπου, χωρίς να το έχει διαβάσει κανείς πρωτύτερα. Κι αυτό που συνέβη κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το οτι βρήκαμε αυτό που ψάχναμε. Μη γνωρίζοντας την πλοκή, την είδαμε να εκτυλίσσεται μπροστά μας, υποδυόμενοι πρόχειρα ο καθένας από ένα ρόλο. Γέλασαμε πολύ, πάρα πολύ σε κάποιες σκηνές. Ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου με τις διαρκώς εναλασσόμενες σκηνές, οι χαρακτήρες που τόσο εύστοχα έχει πλάσει ο Οστρόφσκι και οι βαθιά ανθρώπινες πτυχές του έργου ήταν κάποια μόνο απ’ τα στοιχεία που μας κέρδισαν. Στη συνέχεια αφού διαβάσαμε και ξαναδιαβάσαμε το έργο που επιλέξαμε συνειδητοποιήσαμε οτι πρόκειται για μια τρομερά διαχρονική κοινωνική σάτιρα. Η τεράστια ανάγκη των ανθρώπων για αποδοχή καθώς και το ατομικό συμφέρον ως προς την κοινωνική ανέλιξη οδηγούν σε σχέσεις επιφανειακές, που βασίζονται στην υποκρισία και το ψέμα. Σ’ αυτόν τον κόσμο αποφασίζει να μπει ο ήρωας στην αρχή του έργου με σκοπό να πάει κόντρα στη διαφθορά. Το πόσο τα καταφέρνει τελικά ή γίνεται κι αυτός μέρος του συστήματος.. Είναι η ίδια μας η ιστορία.
Οι μεταφράσεις του έργου που έχουν επικρατήσει και κυκλοφορούν (με τίτλο “Το ημερολόγιο ενός απατεώνα”) είναι από μια διασκευή που είχε κάνει ο Στανισλάφσκι σ’ ένα ανέβασμά του κάποια χρόνια αφότου γράφτηκε. Η δική μας μετάφραση την οποία ανέλαβε ένα μέλος της ομάδας μας, η Βαλέρια Δημητριάδου, είναι από το πρωτότυπο, του οποίου ο τίτλος κατα λέξη είναι “Ουδείς σοφός άνευ βλακείας”. Δυσκολευτήκαμε να επιλέξουμε τον τίτλο της παράστασης μας, καθώς ο πρωτότυπος παραήταν περίτεχνος και ο διαδεδομένος τίτλος δε μας εξέφραζε απόλυτα. Δε θέλαμε ευθύς εξαρχής να ορίσουμε τον ήρωα μας ως έναν απατεώνα. Εμπνευσμένοι από την ταινία “Glumov’ s Diary” του Eisenstein αποφασίσαμε να ονομάσουμε το έργο μας “Γκλουμ” το οποίο στα ρώσικα σήμαινε απάτη, κοροϊδία. Για τους Ρώσους λοιπόν ήταν αυτονόητο όταν ο ήρωας ενός έργου ονομάζεται Γκλούμοφ το τι ήθελε να πει ο ποιητής, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται έτσι στον τίτλο. Γκλουμ λοιπόν.
[dropcap size=big]Ο[/dropcap]ι μήνες των προβών πέρασαν από πολλά στάδια. Βασικό μας μέλημα αρχικά ήταν η καθαρή αφήγηση της ιστορίας. Όλοι μαζί προσπαθούσαμε να αφηγηθούμε κάθε σκηνή, με αντικειμενικά στοιχεία του έργου αλλά και με υποκειμενικές λεπτομέρειες που υποκινούνταν από τη φαντασία μας. Περάσαμε απ’ όλους τους ρόλους, δεν παγιώθηκε τίποτα εξαρχής ανάλογα με το τι “ταιριάζει” φαινομενικά στον καθένα. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκύψει μια διανομή που μας ικανοποιούσε όλους γιατί αναδύθηκε μέσα από τη διαδικασία των προβών. Στη συνέχεια, αφού έγινε η διανομή και μπήκαμε στη διαδικασία ενσάρκωσης των ρόλων ξεκινήσαμε μια διαδικασία αυτοσχεδιασμών βασισμένη πάντα στην κεντρική αφήγηση που είχει προηγηθεί, τονίζοντας σκηνοθετικά τα σημαντικά συμβάντα της ιστορίας μας. Θέλαμε και προσπαθούμε ακόμη να πετύχουμε, όσον αφορά τον υποκριτικό κώδικα, μια λεπτή ισορροπία μεταξύ μιας ακραίας όχι όμως υπερβολικής προσέγγισης των ρόλων. Όλοι οι ήρωες, πέραν του Γκλουμοφ, να είναι ακραίοι συμπεριφορικά. Διογκωμένες εκδοχές ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά. Σ’ όλη αυτή τη δημιουργική διαδικασία σταθήκαμε πολύ τυχεροί γιατί είχαμε μια πολύ όμορφη συνεργασία με την ενδυματολόγο μας Τίνα Τζόκα και τη βοηθό της Τζέλα Χριστοπούλου, που χάρη στα κοστούμια τους άρχισε να χτίζεται και έμπρακτα αυτός ο κόσμος που θέλαμε να δημιουργήσουμε. Επίσης, στο αισθητικό κομμάτι της παράστασης έπαιξαν σπουδαίο ρόλο και οι φωτισμοί της σταθερής πλέον συνεργάτιδάς μας Σεσίλιας Τσελεπίδη.
Κείμενο: C for Circus
https://www.lavart.gr/gkloym-2os-xronos-parastasewn/