Ο αρχιτέκτονας των λέξεων και εραστής της Ελλάδας
«Τότε όμως η Ποίηση; Τι αντιπροσωπεύει μέσα σε μια τέτοια κοινωνία; Απαντώ: τον μόνο χώρο όπου η δύναμη του αριθμού δεν έχει πέραση. Και ακριβώς, η εφετινή απόφασή σας να τιμήσετε στο πρόσωπό μου την ποίηση μιας μικρής χώρας δείχνει σε πόσο αρμονική ανταπόκριση βρίσκεστε με την χαριστική αντίληψη της τέχνης, την αντίληψη ότι η τέχνη είναι η μόνη εναπομένουσα πολέμιος της ισχύος που κατήντησε να έχει στους καιρούς μας η ποσοτική αποτίμηση των αξιών»
Με αυτά τα λόγια, μεταξύ άλλων, ο μεγάλος Έλληνας ποιητής , Οδυσσέας Ελύτης, ευχαρίστησε τη Σουηδική Ακαδημία, η οποία του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το έργο του «Άξιον Εστί». Ήταν 10 Δεκεμβρίου του 1979. Το βραβείο παρέδωσε στον ποιητή, ο Βασιλιάς Κάρολος Γκουστάβος…
Στις 11 Νοεμβρίου του 1911, γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρήτης το έκτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας Αλεπουδέλη, ο Οδυσσέας. Ο πατέρας του Παναγιώτης, καθώς και η μητέρα του, Μαρία Βρανά, κατάγονται από την πανέμορφη Λέσβο. Το 1895 ο Παναγιώτης μετακομίζει με τον αδελφό του στο Ηράκλειο, προκειμένου να ιδρύσουν εκεί ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας.
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Στα 1914, το εργοστάσιο μεταφέρεται στον Πειραιά και η οικογένεια του ποιητή μένει, πλέον, στην πρωτεύουσα της χώρας. Ο μικρός Οδυσσέας «συλλέγει» μνήμες, καθώς περνά τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του, ανάμεσα στην Κρήτη, τις Σπέτσες και τη Λέσβο. Το 1917 εγγράφεται στο ιδιωτικό σχολείο του Δ. Μακρή, όπου φοιτά για επτά χρόνια. Δάσκαλοί του, κορυφαία ονόματα της εποχής. Ανάμεσά τους, ο σπουδαίος δοκιμιογράφος, κριτικός, ποιητής και εκπαιδευτικός Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και ο επίσης κορυφαίος φιλόλογος, λάτρης του Ομήρου, Ιωάννης Κακριδής.
Το 1920 η Κυβέρνηση Βενιζέλου «πέφτει». Καθώς οι επισκέψεις του τότε Πρωθυπουργού στο κτήμα της οικογένειας είναι συχνές, ο Παναγιώτης Αλεπουδέλης συλλαμβάνεται και η οικογένειά του υφίσταται διώξεις.
Από το 1923 και για έναν χρόνο, ο Ελύτης ταξιδεύει σε χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία καθώς και στην πρώην Γιουγκοσλαβία). Με την επιστροφή του, το Φθινόπωρο του 1924, εγγράφεται στο Γ΄Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων» , χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα.
Η αγάπη του νομπελίστα ποιητή για τη λογοτεχνία, την Ελλάδα και τη φύση, τον οδηγούν σε συνεχείς αγορές βιβλίων που «φιλοξενούν» στις σελίδες τους ανάλογα θέματα. Παράλληλα ασχολείται και με τον αθλητισμό. Η λογοτεχνία, όμως, έχει τον τρόπο της να κερδίζει τους «εραστές» της… Στα 1927, ο Ελύτης παθαίνει υπερκόπωση , που παράλληλα με μια μορφή αδενοπάθειας, τον καθηλώνουν στο κρεβάτι για τρεις μήνες. Ο ποιητής στρέφεται πια ολοκληρωτικά προς τον χώρο του βιβλίου. Κατά την ίδια περίοδο ,εμφανίζονται και κάποια νέα λογοτεχνικά περιοδικά. («Νέα Εστία», «Ελληνικά Γράμματα»).
Ο «Βενιαμίν» της οικογένειας Αλεπουδέλη παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου το 1928. Οι γονείς του τον «πιέζουν» να σπουδάσει χημικός, γεγονός που θα εξυπηρετούσε και το εργοστάσιο σαπωνοποιίας της οικογένειας. Αν και ο ίδιος αρχικά φαίνεται να συμφωνεί, αργότερα, το 1930, θα αλλάξει γνώμη και θα μπει στη Νομική Σχολή των Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει και εκεί τις σπουδές του…
You are currently viewing a placeholder content from YouTube. To access the actual content, click the button below. Please note that doing so will share data with third-party providers.
Ο «γητευτής » των λέξεων έρχεται σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου, «κοινωνεί» από τα νάματα της Αρχαίας Λυρικής Ποίησης και γνωρίζει παράλληλα δημιουργίες Γάλλων υπερρεαλιστών , όπως του Πωλ Ελυάρ…«…μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση».
Το 1935, είναι μια χρονιά σταθμός. Ο Ελύτης γνωρίζει τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο θα τον συνδέσει μια δυνατή φιλία (ο Εμπειρίκος εισήγαγε τον υπερρεαλισμό και την ψυχαναλυτική πρακτική στην Ελλάδα) και για τον οποίο θα πει τα εξής: «…ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα» . Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα «Νέα Γράμματα» . Εκεί , ο ποιητής δημοσιεύει έργα του με το ψευδώνυμο Ελύτης, με το οποίο και θα καθιερωθεί στον χώρο των γραμμάτων.
Ο Ελύτης κατατάσσεται στους ποιητές της γενιάς του ΄30. Στα έργα του, δεν ασπάζεται εξ ολοκλήρου τον υπερρεαλισμό. Επηρεάζεται, βέβαια, από τις εκκεντρικές ιδέες του, τις προσαρμόζει όμως, στον δικό του τρόπο γραφής. «Από το ένα µέρος ήµουνα ο στερνός µιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές µιας ελληνικότητας κι απ’ την άλλη ήµουν ο πρώτος µιας άλλης, που δεχόταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός µοντέρνου κινήµατος»
« Ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός»
Κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ο ποιητής, κατατάσσεται στον στρατό ως Ανθυπολοχαγός, όπου, μάλιστα, προσβάλλεται από τύφο και νοσηλεύεται για ένα διάστημα στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Τον Νοέμβριο του 1943, εκδίδεται ο «Ηλιος Ο πρώτος» αλλά και οι «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», όπου εξυμνείται η φύση μαζί με τη χαρά της ζωής.
Ο Ελύτης ταξιδεύει πολύ. Το 1966 βρίσκεται στη Γαλλία και το 1957 στην Αίγυπτο. Ασχολείται µε τη ζωγραφική (αγαπά το κολάζ) και µε µεταφράσεις. Την άνοιξη του 1969 ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Το 1970 µένει για ένα διάστηµα στην Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα. Το 1974, διορίζεται Πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συµβουλίου του ΕΙΡΤ και µέλος, για δεύτερη φορά, του ∆.Σ. του Εθνικού Θεάτρου (1974 – 1977).
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας , ενώ παράλληλα έρχεται σε επαφή με κορυφαία ονόματα της τέχνης , όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά κ.α)
«Η παραµονή µου στην Ευρώπη µε έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράµα του τόπου µας»…θα πει ο ίδιος.
«Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν µέσα µου. Το επαναλαµβάνω, µπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η µοίρα της Ελλάδας ανάµεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η µοίρα του ποιητή ανάµεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήµατος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρηµα. Και η ανάγκη που ένιωθα για µια δέηση, µου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρηµα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαµαρτυρία µου για το άδικο, τη µορφή µιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Το «Άξιον Εστί» γράφεται το 1959. Χαρακτηρίζεται ως λογοτεχνικό αριστούργημα για την άψογη αρχιτεκτονική του. Χωρίζεται σε τρία μέρη, «Η Γένεσις», «Τα Πάθη», και «Το Δοξαστικό». Όμηρος, Βυζάντιο, Σολωμός και Μακρυγιάννης, «δανείζουν» πολλά από τα στοιχεία τους και μαζί με τις λέξεις του ποιητή, ανυψώνουν το έργο σε ένα σπάνιας ομορφιάς λεκτικό μνημείο, ενώ παράλληλα, κατατάσσουν τον δημιουργό του, στον «Χορό των αθανάτων», κοντά «στ΄ αηδόνια των αγγέλων»…
To 1978 , ο Ελύτης αναγορεύεται σε Επίτιμο Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ ενώ και άλλες τιμητικές διακρίσεις ακολουθούν η μία την άλλη. Συγκεκριμενα έπονται, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσι καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Πολυγραφότατος και λεξιγνώστης έχει αφήσει πίσω του έναν μεγάλο ποιητικό «θησαυρό»: «Προσανατολισµοί»,(1940) «Ήλιος ο πρώτος, παραλλαγές πάνω σε µιαν αχτίδα»,(1943) «Άσµα ηρωικό και πένθιµο για τον χαµένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»,(1946) «Το Άξιον Εστί»,(1959) «Έξη και µια τύψεις για τον ουρανό»,(1960) «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη οµορφιά»,(1971) «Ο ήλιος ο ηλιάτορας»,(1971) «Το Μονόγραµµα»,(1972), «Τα Ρω του Έρωτα»,(1973) «Τα Ετεροθαλή»,(1974) «Σηµατολόγιον»,(1977) «Μαρία Νεφέλη»,(1978) «Τρία ποιήµατα µε σηµαία ευκαιρίας»,(1982) «Ηµερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»,(1984) «Ο Μικρός Ναυτίλος»,(1988) «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας»,(1991) «∆υτικά της λύπης»,(1995) «Εκ του πλησίον», «Η ποδηλάτισσα» ,«Ήλιος ο πρώτος»,(1943). Μάλιστα, ένα σημαντικό κομμάτι του έργου του έχει μελοποιηθεί.
Στις 18 Μαρτίου του 1996, ο ποιητής που κάνει τις λέξεις να μοιάζουν με θυμίαμα μιας ουράνιας, θεϊκής πνοής, αφήνει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς στο σπίτι, όπου διέμενε με την επί δεκατρία χρόνια σύντροφό του, Ιουλίτα Ηλιοπούλου. Και από εκεί, από τον μοναχικό κόσμο των ψυχών, η φωνή του «παλεύει», ακόμη, ν΄ακουστεί:
«Θα πενθώ πάντα- μ΄ακούς;- για σένα
μόνος, στον Παράδεισο»
Κείμενο: Νάσια Δεληγιάννη (Lavart)