Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Πώς θα συνδέατε τη βασική θέση του συγγραφέα Πωλ Κλωντέλ για τις απεριόριστες δυνατότητες του θεάτρου και της θεατρικής σκηνής με την κοινή πλεύση θεάτρου και ζωής και τη σαιξπηρική φράση «All the world’ s a stage.»;
Θωμάς Βελισσάρης – Το «όλος ο κόσμος είναι μία σκηνή» του Σέξπιρ καθώς και «κανόνας» του ελισαβετιανού θεάτρου, είναι λίγο πολύ και η εναρκτήρια φράση του έργου «Το Ατλαζένιο γοβάκι». Ο Κλωντέλ, μία sui generis περίπτωση συγγραφέα στην εποχή του, θέλοντας να ξεφύγει από τα συγγραφικά και θεατρικά πρότυπα των αρχών του εικοστού αιώνα, ανασύρει εκ νέου αυτή την φράση για να αρθρώσει τον δικό του εξαιρετικά προσωπικό λόγο από σκηνής υπενθυμίζοντας στον ρεαλισμό, τον νατουραλισμό ακόμη και στον σουρεαλισμό, ότι το θέατρο μπορεί και οφείλει να μαγεύει, να παραμυθιάζει, να συγκινεί και να ταξιδεύει τον θεατή σε έναν σκηνικό κόσμο όπου τα πάντα συνυπάρχουν, ακριβώς όπως και στη ζωή. Γράφει λοιπόν ένα θεατρικό έργο- γιορτή για την ζωή, το θείο και το ανθρώπινο, τον έρωτα και τον θάνατο, την αναμονή και την κατάκτηση, την πίστη και την απώλειά της, το τραγικό και το γελοίο, το φλύαρο και το λακωνικό, θέλοντας να μετατρέψει την σκηνή σε έναν ολόκληρο κόσμο όπου το ζειν δικαιώνεται μέσα από την ποίηση.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Πότε είναι πραγματικά ένας ηθοποιός έτοιμος να «βγει» στη σκηνή ενώπιον κοινού;
Θωμάς Βελισσάρης – Όταν είναι αποφασισμένος να εκτεθεί, και ταυτόχρονα σίγουρος γι’ αυτό που έχει να υποστηρίξει.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – Σταχυολογώντας τους συμβολισμούς και τα βασικά νοήματα του έργου, Το Ατλαζένιο γοβάκι τι έχει να πει στο σημερινό κοινό;
Θωμάς Βελισσάρης – Θα περιοριστώ στο βασικότερο για μένα στοιχείο του έργου, και υπό ένα πρίσμα κεντρικό νόημά του: η ζωή ξεκινά με τον πόθο. Όπως και το θέατρο. Ο Δον Ροδρίγο ποθεί την Δόνια Προέσα όχι για να την κατακτήσει, αλλά για να μην πάψει να την ποθεί. Αυτό το αίσθημα κινεί και μετακινεί έναν ολόκληρο κόσμο, ανανεώνοντας διαρκώς την ανθρώπινη φύση και κατάσταση.
Άννα Ηλιαδέλη (Lavart) – «Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος όπου ο καημένος ο άνθρωπος μπορεί να γίνει για λίγες ώρες Θεός», είπε ο Πωλ Κλωντέλ. Πώς ερμηνεύετε εσείς αυτή τη φράση και πώς την πραγματώνετε στη θεατρική σας δραστηριότητα;
Θωμάς Βελισσάρης – Θα τολμήσω να ερμηνεύσω όλη την φράση – κάνοντας τις απαραίτητες προσωπικές προβολές – Ο άνθρωπος είναι καημένος επειδή υπάρχει. Ο Θεός είναι μία φορτισμένη λέξη, δεν τον έχουμε δει, δεν έχουμε δει το πράγμα στο οποίο η λέξη αναφέρεται. Επί σκηνής ο ηθοποιός, ως άνθρωπος, για λίγες ώρες μπορεί να είναι το αόρατο, αλλάζοντας μορφές. (;) Μπορεί να είναι η λέξη, χωρίς καμία άλλη ιδιότητα. Και πάλι ερωτηματικό (;). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα περί προσωπικών προβολών, επειδή είναι τρομακτικό κουραστικό να είσαι κάποιος σε όλη τη ζωή σου, κάνεις θέατρο για να γίνεις για λίγες ώρες ο κανένας. Όσο περισσότερο αφήνεται κανείς στον συγγραφέα τόσο περισσότερο μπορεί να είναι κοντά στην σκηνική ανυπαρξία. Και πάλι (;).
Μαρία Αλεξανδρίδου – Η θεατρική σκηνή είναι ο χώρος όπου τα πράγματα συμβαίνουν εδώ και τώρα και οι ήρωες παίρνουν σάρκα και οστά και γίνονται χαρακτήρες. Είναι μια πραγματικότητα. Μέσα από τη διαδικασία της κατανόησης του εκάστοτε κειμένου και έπειτα της επιμέρους δουλειάς με τον ρόλο που έχει να υποδυθεί ο κάθε ηθοποιός, δημιουργείται επί της ουσίας ένας άνθρωπος με τον δικό του χαρακτήρα, τις δικές του συνήθειες, τα δικά του χαρακτηριστικά κλπ. Αυτός o «νέος» άνθρωπος συνυπάρχει με άλλους «νέους» ανθρώπους σε ένα κοινό περιβάλλον, σε μια κοινή ατμόσφαιρα. Είναι η δημιουργία ενός νέου κόσμου. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως ο ηθοποιός την ώρα της παράστασης παύει να είναι ένας κοινός θνητός και γίνεται ένας μικρός Θεός που δίνει πνοή σ΄αυτόν τον κόσμο που ο συγγραφέας φαντάστηκε. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι και το ζητούμενο. Το στοίχημα είναι ο θεατής να ταξιδέψει αβίαστα σ’αυτόν τον κόσμο. Εκείνο που με αφορά πολύ είναι να δίνεται η αίσθηση στον θεατή πως κινήσεις, εκφράσεις, αντιδράσεις αλλά και ο ίδιος ο λόγος προκύπτουν εκείνη τη στιγμή. Μόνο με αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πιστικό. Προσπαθώ επί σκηνής να είμαι όσο πιο «ανοιχτή» γίνεται. Να δέχομαι τα ερεθίσματα εκείνα που θα με ξαφνιάσουν και θα με εκπλήξουν και να είμαι σε θέση να τα ανταποδώσω ώστε να δίνεται η αίσθηση πως όλα γεννιούνται εκείνη τη στιγμή. Βασίζομαι σε μεγάλο βαθμό στην τεχνική. Με κάνει να αισθάνομαι σιγουριά. Με βοηθάει να ανακαλώ και να επαναλαμβάνω την ίδια δράση ξανά και ξανά χωρίς να χάνεται η αίσθηση πώς συμβαίνει κάθε φορά, για πρώτη φορά.
Μαρία Αρουτζίδου – Ισχύει.. Ο ηθοποιός εργάζεται με τέτοιο τρόπο ζύμωσης, με αποτέλεσμα την επαλήθευση της ιστορικής αυτής φράσης του Πωλ Κλωντέλ. Εργάζεται με γνώμονα να είναι ικανός να γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια, ξεκινώντας από την ζωή του ίδιου του δημιουργού του ήρωα που θα ερμηνεύσει, του συγγραφέα και των επιρροών του, το ιστορικό πλαίσιο που γράφτηκε το έργο και στην συνέχεια την εποχή όπου ζουν και δρουν αυτοί οι εξαιρετικοί χαρακτήρες, καθώς και τους ίδιους τους ξεψαχνίζοντάς τους με απίστευτη αδιακρισία. Επίσης, το θεατρικό έργο που του κληρονομήθηκε, το παραλαμβάνει ως μια ολότητα ακόμη και αν αυτό εξιστορεί λίγες ώρες, ή κάποιες μέρες ακόμη και χρόνια ολόκληρα. Για τον ηθοποιό είναι ένα ξεχωριστό κονσέρτο που έχει την δική του μελωδικότητα και τίποτα δεν του λείπει. Όταν ο ηθοποιός περάσει απ’ όλη αυτήν την διαδικασία της ανακάλυψης και των συγκρούσεων αποκτά ένα πλεονέκτημα έναντι του θεατρικού ήρωα.. τον γνωρίζει καλύτερα απ’ ότι ο ίδιος τον εαυτό του! Έχει βρει όλες εκείνες τις δικαιολογίες και τα κίνητρα που καθιστούν θεατρικό ήρωα και ηθοποιό συνενόχους. Έτσι λοιπόν, δίνοντας απενοχοποιημένα ο ένας στον άλλον ένα κομμάτι τους προς «εκμετάλλευση» πάνω στην θεατρική σκηνή, δίνει ο ένας στον άλλον ζωή, η οποία περνά στην σφαίρα του πραγματικού και του αιώνιου μέσα από τα μάτια του θεατή. Αυτό είναι σίγουρα κάτι θεϊκό..
Είναι επίπονη, σκληρή και συνεχής η εκπαίδευση του ηθοποιού και κάθε φορά έχει ενάρξεις στις οποίες δεν αντιστοιχεί κανένα τέλος! Προσωπικά μ’ αρέσει η λέξη «ανακάλυψη». Αυτή η «ανακάλυψη» ξεκινά με πολλές αντιξοότητες σε όλα τα επίπεδα προσοχής, αλλά η φύση του παιχνιδιού του θεάτρου είναι τόσο «ξεμυαλιστική» που υπερνικά τις περισσότερες.. Ζώντας αυτήν την διαδικασία, πόσο μάλλον επιλέγοντας να την ζεις, ταξιδεύεις. Ξεκινάς προς το άγνωστο αντιμετωπίζοντας φόβους, δυσκολίες, ενθουσιασμό, υστερία, ομορφιά, προσπαθείς, γνωρίζεις, αρνείσαι, αγωνίζεσαι, καμώνεσαι, υποδύεσαι και τέλος ερμηνεύεις. Και το μαγικό στην διαδικασία είναι ότι την μοιράζεσαι.. Με τον ίδιο σου τον εαυτό, με τους συνεργάτες σου, με τους θεατρικούς ήρωες, με τους θεατές.. πόσο όμορφο..
Μάρω Καραγεώργου – Σκέφτομαι πως ο ποιητής εξυμνεί με αυτή του τη φράση τη δύναμη που έχει η θεατρική πράξη να περνάει όλα αυτά τα ανθρώπινα δομικά στοιχεία που τη συνθέτουν, στην αθανασία. Το θέατρο αφηγείται τη ζωή μέσα από ανθρώπινες ιστορίες που διασχίζουν την αιωνιότητα, μέσα από ήρωες που γεννιούνται και πεθαίνουν μόνο για να γεννηθούν ξανά μπροστά στα μάτια του μάρτυρα-θεατή κάθε εποχής. Ο συγγραφέας και ποιητής γίνεται ο δημιουργός ενός κόσμου που ζωντανεύει κατά τη φαντασία του και ζει κι εκείνος όσο και το άφθαρτο δημιούργημά του. Ο ηθοποιός απογυμνωμένος από οποιαδήποτε ιδιότητα προσφέρει κάθε φορά τον εαυτό του για να γεννηθεί μέσα από αυτόν μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο τόπο, σε έναν άλλο χώρο, με άλλο παρελθόν και διαφορετική ταυτότητα, αναπνέει μέσα από ένα βίωμα τόσο καινούριο όσο το παρόν μιας θεατρικής πράξης και τόσο παλιό όσο η ανθρώπινη ιστορία. Και όλα αυτά μπροστά στα μάτια του θεατή, που χωρίς αυτά αυτό το «τελετουργικό», αυτή η μικρή νίκη του ανθρώπου απέναντι στη φθορά δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. Ο θεατής γίνεται μάρτυρας και συνδημιουργός, γίνεται μέρος αυτού του κόσμου που δεν τον αγγίζει ο χρόνος, ζει όλες αυτές τι ζωές, συμπάσχει με όλες αυτές τις ιστορίες, γίνεται η απόδειξη της ύπαρξης. Σε κάνει να νιώθεις μια παντοδυναμία το θέατρο, σε μεταμορφώνει, σε εξυψώνει. Κρύβει μια μικρή αλαζονεία μέσα του, αυτή του ανθρώπου να θέλει να νικήσει το θάνατο, αλλά με μία διάσταση δημιουργική, που εξελίσσει και κάνει τα πράγματα να τρέχουν.
Υποθέτω πως αυτό έφερε κι εμάς μέχρι εδώ. Συγκυριακά (ή και όχι!) ενωθήκαμε κάτω από ένα εγχείρημα που εξυμνεί αυτήν ακριβώς τη δύναμη, ανοίγει έναν δρόμο για ένα θέατρο που καταλαμβάνει στην ανθρώπινη ψυχή αυτό το μέγεθος. Με ενδιαφέρει αυτή η οικουμενικότητα στο θέατρο, να ανοίγεται στον θεατή ένα παράθυρο στον κόσμο που τελικά έχει θέα μέσα του, αυτό που διακυβεύεται κάθε φορά επί σκηνής να τον αφορά με έναν τρόπο αρχέγονο, που αγγίζει πρώτα την φύση του που είναι ανθρώπινη, τις αισθήσεις και τα ένστικτα κι έπειτα όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που πολλές φορές μας εμποδίζουν να αντικρύσουμε αληθινά τον κόσμο…την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική τάξη, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τις πολιτικές πεποιθήσεις… Το να αποποιείται κανείς για μια στιγμή κάθε ιδιότητα και να αφήνεται να αισθανθεί απέναντι σε ένα θέαμα που τον επαναπροσδιορίζει είναι κάτι θεϊκό. Είτε πάνω σε μία σκηνή είτε από μία θέση στην πλατεία, αυτό είναι για μένα η πιο μεγάλη πρόκληση.
Δημήτρης Κουστολίδης – Πράγματι, αν υποθέσουμε ότι το θέατρο είναι ένας μικρόκοσμος, ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας, θεατής και ηθοποιός έχουν μία και μοναδική ευκαιρία να αφεθούν μέσα σ’ αυτή τη σύμβαση και να μεταφερθούν σε ένα άλλο «σύμπαν», μέσα στο οποίο θα αφυπνίσουν όλες τις αισθήσεις και όλα τα ένστικτα που βρίσκονται σε λήθαργο. Έτσι, θα έχουν την ευκαιρία να φλερτάρουν με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, να απεγκλωβιστούν απ’το εγώ τους και να δουν τον εαυτό τους διάπλατα. Αυτή η διαδικασία σε κάνει να ξεπεράσεις τα όριά σου, να συμφιλιωθείς με την ύπαρξή σου, και κατ’ επέκταση να νιώσεις για λίγες ώρες σημαντικός, ή «Θεός» κατά τον Κλωντέλ.
Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία κι εγώ επιδιώκω αυτό το άφεσμα, που θα με κάνει να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να με εκπλήξω και μαζί με μένα να μετακινήσω έστω και για λίγο τον θεατή, να τον οδηγήσω να δει ένα κομμάτι του εαυτού του, σε μια φράση από το εκάστοτε έργο, σε μια λέξη, σ’ ένα άγγιγμα, σ’ ένα βλέμμα.
Είναι σαν ένα παιχνίδι που νιώθεις ότι το ορίζεις και το καθοδηγείς εσύ. Δεν αρκεί αυτό και μόνο για να νιώσεις για λίγες ώρες «Θεός»;
Βαγγέλης Μάγειρος – «Το θέατρο είναι ο μόνος τόπος, όπου ο καημένος άνθρωπος μπορεί να γίνει για λίγες ώρες ΚΑΙ Θεός». Πιστεύω αυτή η φράση, είναι πιο σωστά διατυπωμένη με αυτόν τον τρόπο. Ο άνθρωπος, ο φτωχός και καημένος άνθρωπος, πάνω σε μία σκηνή, μπορεί να μεταμορφωθεί από τον τελευταίο ζητιάνο, που θα παρακαλάει για ένα καρβέλι ψωμί, μέχρι τον απόλυτο παντοκράτορα του γνωστού και άγνωστου κόσμου. Αυτές οι λίγες ώρες, αυτά τα λίγα λεπτά, αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, είναι για αυτόν μία ολόκληρη ζωή. Το δώρο στο επάγγελμα του ηθοποιού, είναι ότι μπορείς να ζήσεις αμέτρητες ζωές και αμέτρητους θανάτους μέσα σε μία μόνο στιγμή. Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ευλογία και λύση στο πρόβλημα της αφόρητης και αβάσταχτης πραγματικότητας.
Ναταλία Λυδία Παππά – Αν συνδέσω τον προσδιορισμό καημένος που δίνει ο Κλωντέλ στον άνθρωπο δεν μπορώ πάρα να πω, πως αναφέρεται στην ευκαιρία που έχει ο ηθοποιός για λίγο να είναι όλα αυτά που ο ίδιος πιστεύει ότι δεν μπορεί να είναι στην ζωή του. Να βιώσει συναισθήματα που δεν έχει βιώσει, να πει πράγματα τα οποία αδυνατεί να εκφράσει με δικά του λογία στην δικιά του ζωή. Είναι «κυρίαρχος» κατά μια έννοια και ταυτόχρονα έχει και τον πλήρη έλεγχο. Δεν είναι έρμαιο των καταστάσεων. Από κει και πέρα όμως δεν μπορώ να μην το δω και από την σκοπιά του θεατή. Θέλω να πω, πως από προσωπική εμπειρία, όταν βρίσκομαι σε ένα χωρώ που μπροστά μου συμβαίνει κάτι που με αγγίζει, σε ψυχικά και πνευματικά επίπεδα, πραγματικά δεν μπορώ να αγνοήσω ότι ο άνθρωπος που φέρει εκείνη την στιγμή αυτή την ευθύνη (ο ηθοποιός) κουβαλάει στις πλάτες του ένα πολύ βαρύ φορτίο. Μεταφέρει μια ατμοσφαίρα, μια κατάσταση, ένα μήνυμα που επηρεάζει, έμενα από από κάτω. Επιδρά πάνω μου, με προβληματίζει, μου διεγείρει του νου. Άμεσα ναι, αν ο «Θεός» είναι η έννοια των πάντων για τον Κλωντέλ σίγουρα αυτή την δύναμη έχει ο ηθοποιός στη σκηνή. Κατ’ επέκταση για μένα είναι τρομερά σημαντικό να γνωρίζω πως με αυτό που δημιούργησα μετέφερα κάτι, το ελάχιστο, στο κοινό. Γι αυτό και συνεχώς προσπαθώ να μαθαίνω τον τρόπο να συνυπάρχω με τους ανθρώπους που διέθεσαν τον χρόνο τους για να παρακολούθησουν την δουλειά μου και να δημιουργήσω αντίστοιχα κάτι αντάξιο τους. Κάτι που θα αξίζει να το δουν και να το θυμούνται. Με λίγα λογία για μένα όλα καταλήγουν στο αίσθημα της δημιουργίας και της ευθύνης της.
Κώστας Χατζηγεωργίου – Δυστυχώς το σημείο αναφοράς που έχω, (όσον αφορά το πρώτο σκέλος της ερώτησης) είναι μονάχα το «Ατλαζένιο Γοβάκι» και όχι άλλα έργα του Κλωντέλ, ώστε αυτό να κάνει πολύ μικρή την εμπειρία μου σχετικά με τον ποιητή και με τις ιδέες που πρεσβεύει. Ναι, ίσως το θέατρο, να είναι ένας τόπος όπου μπορείς να «αναπαυθείς» , να πάρεις μια ανάσα. Είναι οι συγκυρίες πιο ιδανικές, με όλη αυτή την τελετουργία της επικοινωνίας που φέρνει ο χώρος έτσι ώστε να «ερωτευόμαστε» πιο αυθόρμητα είτε λογικά είτε συναισθηματικά, είτε λαμβάνοντας το εγωϊστικά (με την καλύτερη των εννοιών) είτε μοιράζοντας το με τους γύρω, αφήνοντας μια αίσθηση στο τέλος πως κάτι βρήκαμε για μας, μέσα από κάποιον ή κάτι άλλο, καταλήγοντας τελικά με μια μορφή του εαυτού μας κοντινότερη σε Θεό .
Όσο για το πως πραγματώνουμε αυτήν τη φράση με την θεατρική μας δραστηριότητα, θα επαναλάβω πως είμαι εξίσου άπειρος (για να απαντήσω ολοκληρωμένα) όσο και για το πρώτο σκέλος. Εν πάση περιπτώσει, θα προσπαθήσω να πάρω για παράδειγμα το Ατλαζένιο Γοβάκι και την διαδικασία μαθημάτων-προβών που ακολουθήθηκε. Υπάρχει μια φράση μέσα στο έργο όπου κάποιος από τους χαρακτήρες (νομίζω ο Αντιβασιλέας της Νάπολης) λέει “η θεϊκή μουσική βρίσκεται μέσα μου”. Νομίζω πως κάτι τέτοιο αισθάνομαι για μένα και μάλλον συμβαίνει και στα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας. Μια θεϊκή μουσική η οποία σε κάθε μάθημα με την δική μας περιέργεια και με την βοήθεια του δασκάλου ακουγόταν όλο και πιο καθαρά, όλο και πιο ανυψωμένη! Καμώνοντας μας τελικά, να φτάσουμε και εμείς να «τραγουδάμε» όσο το δυνατόν μπορούμε σε υψηλότερη καλλιτεχνική αρτιότητα σε σχέση με το έργο αλλά κατα πολύ σημαντικότερα σε σχέση με το θέατρο που παλεύει ο καθένας για τον εαυτό του. Καταλήγοντας σε ένα αποτέλεσμα (όντας άνθρωπος μη σκεπτόμενος του αποτελέσματος) σχεδόν δύο ωρών, νιώθοντας οι καημένοι και εμείς επί σκηνής σαν θεοί. Ελπίζω μόνο να μην παρεξηγηθώ..
Συνέντευξη: Άννα Ηλιαδέλη (Lavart)
Φωτογραφίες: Δημήτρης Φαργκάνης (Lavart)