Κριτική για την νέα ταινία του Nicolas Winding Refn, The Neon Demon.
[dropcap size=big]Σ[/dropcap]τους τίτλους αρχής, κάτω από το στιλιζαρισμένο τίτλο The Neon Demon, φιγουράρουν τα αρχικά του σκηνοθέτη της, Nicolas Winding Refn, τοποθετημένα έτσι ώστε να θυμίζουν λογότυπο. Η ερώτηση έρχεται εύλογα: Έχει μετατρέψει ο Refn το όνομά του σε brand προς πώληση; Η απάντηση μετά την θέαση της ταινίας είναι ξεκάθαρα θετική. Αξίζει, όμως, να σταθούμε περισσότερο στην ταινία που όσο καμία άλλη φέτος έχει δημιουργήσει τόσο έντονο δίπολο αντιδράσεων. Είναι απλώς μία προσπάθεια για περισσότερα φώτα και κέρδη ή αποτελεί μία μορφή αγνής καλλιτεχνικής δημιουργίας που απλώς δεν καταλαβαίνουμε;
Η Τζέσυ (Elle Fanning) ενσαρκώνει το όνειρο κάθε κοπέλας της αμερικανικής (και όχι μόνο) επαρχίας που γνωρίζει ότι το μεγαλύτερό της προσόν είναι η εξωτερική της εμφάνιση και θέλει να κατακτήσει το λαμπερό κόσμο της πασαρέλας. Η φυσική της ομορφιά και η αθωότητα που εκπέμπουν τα 16 της μόλις χρόνια, της εξασφαλίζουν γρήγορα τις πρώτες φωτογραφίσεις, την πρώτη επίδειξη μόδας και τους πρώτους εχθρούς. Γρήγορα η Τζέσυ θα μπει σε μία δίνη όπου το πρόσωπο και το σώμα είναι προϊόντα προς πώληση και κατανάλωση και όπου η ομορφιά είναι το μοναδικό πράγμα που υπάρχει. Η επιτυχία έχει έρθει, η ομορφιά, όμως, πάντα έχει ένα τίμημα.
Μετά την πρώτη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας στις Κάννες, στη μισή αίθουσα επικράτησαν χειροκροτήματα που συνδυάστηκαν άριστα με βρισιές και γιουχαΐσματα από την άλλη μισή, ενώ δεν υπήρξε άλλη ταινία φέτος που να δίχασε με τον ίδιο τρόπο τους κριτικούς. Οι συζητήσεις γι’ αυτήν αναζωπυρώθηκαν και με τις πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων κριτικών, οι οποίες ήταν πάντα ακραίες – είτε τη λάτρεψαν, είτε τη μίσησαν. Μα τι έκανε τελικά ο Nicolas Winding Refn για να αξίζει αυτήν την αντιμετώπιση, που ξεπερνά κατά πολύ τον προηγούμενο διχασμό που προκάλεσε με το Only God Forgives;[dropcap size=big]Ο[/dropcap]φείλω να ομολογήσω, πως μέχρι και την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο, η διαδικασία αποκρυπτογράφησης μέσα μου δεν έχει ολοκληρωθεί πλήρως. Η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι η απλή ιστορία του κοριτσιού που ακολουθεί το Αμερικανικό Όνειρο, ντυμένο με γκλίτερ. Για τον απλούστατο λόγο, ότι το κορίτσι, η Τζέσυ, είναι ντυμένη εν προκειμένω στο αίμα, από την πρώτη κιόλας σκηνή που προοικονομεί κατάφωρα το τέλος. Η ταινία ακολουθεί την πορεία της πρωταγωνίστριας και σηματοδοτεί τη μετάλλαξή της, από ένα αθώο πλάσμα σε ένα αδίστακτο δημιούργημα (ή έναν Νέον Δαίμονα, αν θέλετε), με τα χρώματα και τα φίλτρα της, που τόσο αρέσκεται ο σκηνοθέτης να χρησιμοποιεί. Το γαλάζιο της αθωότητας και το εφηβικό μωβ γίνονται ένα λαμπερό και εκτυφλωτικό αλλά κενό χρυσό καταλήγοντας στο επιθετικό κόκκινο του αίματος. Ωστόσο, η μεταμόρφωση αυτή, ελάχιστα φαίνεται στην ερμηνεία της Elle Fanning, που, όντας μόλις 16 χρονών τότε, κλήθηκε να συμμετέχει σε κάτι μάλλον μεγαλύτερο του εαυτού της. Οι υπόλοιποι από τους χαρακτήρες που εμπλέκονται στον χώρο της μόδας αποτελούν τύπους και ουδεμία εξέλιξη δεν υπάρχει, αν και αυτό ήταν κάτι που θα περίμενε κανείς. Οι διάλογοι είναι στημένοι, αργοί και κάνουν ηχώ λόγω του άδειου σώματος από το οποίο βγαίνουν. Μία ματιά ρεαλισμού – τη μοναδική σε όλη την ταινία – αποτελούν οι εξωτερικοί παρατηρητές, ο ερασιτέχνης φωτογράφος Ντιν (ένας Karl Glusman του Love, που δεν απογοητεύει στο μικρό του ρόλο) και ο σπιτονοικοκύρης Χανκ, με τον Keanu Reeves να περνά σχεδόν απαρατήρητος.[dropcap size=big]Α[/dropcap]υτό που θα μας μείνει τελικά δεν είναι οι ερμηνείες αλλά οι εικόνες. Ο Refn ξέρει να χειρίζεται την κάμερα και το φως ώστε να δημιουργήσει τις φαντασιώσεις που έχει στο μυαλό του. Και ίσως εκεί θα πρέπει να αναζητήσουμε τη λύση της μυστήριας ταινίας. Ο ίδιος, λοιπόν, σε συνέντευξή του δήλωσε πως μέσω της ταινίας του θέλησε να βιώσει την φαντασίωση του να είσαι ένα 16χρονο κορίτσι που έτυχε να γεννηθεί όμορφο, μέσα στο χώρο της μόδας, και χρησιμοποιώντας την Fanning ως μετενσάρκωση του εαυτού του, το κατάφερε. Διαστροφικό, πράγματι, αλλά δεν αποτελεί έκπληξη από έναν άνθρωπο που από την αρχή της πορείας του έδινε ανέκαθεν περισσότερη βάση στην εικόνα παρά στο περιεχόμενο. Και η εικόνα στην συγκεκριμένη ταινία είναι αψεγάδιαστη. Η μεθυστική φωτογραφία της Natasha Braier και οι ονειρικές συνθέσεις του Refn μαζί με τα αφαιρετικά ιντερλούδια που μπολιάζουν την ταινία, χωρίς να συμβάλλουν μεν άμεσα στη πλοκή της, προσθέτοντας δε τα μέγιστα στην ατμόσφαιρα, συνθέτουν ένα υπερθέαμα. Οι ηδονιστικές σκηνές που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας (θα καταλάβετε σε ποιες αναφέρομαι) ντύνονται με το εκπληκτικό soundtrack του Cliff Martinez, που έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον σκηνοθέτη στο Drive και στο Only God Forgives, και είναι ένα από τα κύρια συστατικά για την επιτυχία της επιβλητικής εικόνας.[dropcap size=big]Η[/dropcap] έλλειψη ουσίας και ο εκθειασμός της εικόνας μέσα από εκρήξεις νοηματικής ασυνέχειας, όμως, είναι κάτι που ξένισε, απογοήτευσε και εξόργισε. Κι όμως, ο Refn καθ’ όλη τη διάρκεια της δίωρης ταινίας του μιλάει γι’ αυτό ακριβώς: την εικόνα υπέρ του περιεχομένου. Η ειλικρίνεια και η αυτογνωσία του μπορεί να τον εξαγνίζουν για τα αρκετά παραπτώματα δομής. Ωστόσο, η ταινία σε αφήνει με μία αίσθηση ανούσιου φινάλε, που αρχίζει να χτίζεται από την αρχή του τρίτου της μέρους με μια άκρως βεβιασμένη κορύφωση. Και στο σημείο εκείνο ο Refn σταματά να είναι ένας απλός δημιουργός όμορφων, ονειρικών εικόνων και γίνεται ένας προβοκάτορας, που θα κάνει οτιδήποτε για να προκαλέσει ακραία αντίδραση. Ο ίδιος έχει υποστηρίξει πως σήμερα δεν μπορείς να κρίνεις ένα έργο τέχνης ως καλό ή κακό, αλλά μετράει μόνο η αντίδραση που θα προκαλέσει το έργο αυτό. Μετράει μόνο το πώς θα εκλάβει το έργο ο κάθε θεατής, το αν θα νιώσει ή όχι κάτι. Αυτό με τη σειρά του μας δίνει το ελεύθερο να ερμηνεύσουμε την ταινία όπως εμείς θέλουμε. Η λυσσαλέα, όμως, επιθυμία του Refn να προκαλέσει σοκ και δέος με κάθε κόστος δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.[dropcap size=big]Ο[/dropcap] Refn έχει ισχυριστεί πολλάκις πως έρχεται από το μέλλον. Μπορεί κάποιοι από εμάς, συμπεριλαμβανομένης και της γραφούσης, να μην είμαστε ακόμα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το μέλλον από το οποίο έρχεται, επειδή μοιάζει με μία κακοκουρδισμένη συμφωνία. Αν, όμως, ο διχασμός και οι ακραίες αντιδράσεις είναι αυτό που στοχεύει ο Refn, το κατάφερε. Επιτυχία; Σχετική. Πάντως, ο ίδιος επιλέγει να πουλήσει με εξαιρετικό τρόπο το όνομα και το ταλέντο του στις εικόνες. Και ας μένει μόνο σ’ αυτές. Το σίγουρο είναι πως το The Neon Demon δεν είναι για όλους και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εμπειρία περισσότερο παρά ως σινεμά, ακόμα και αν η εμπειρία, τελικά, δεν είναι και από τις πιο ευχάριστες.
Κείμενο: Μαρία Μιχαλάκη (Lavart)