Η ταινία ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα των αδερφών Πάολο & Βιτόριο Ταβιάνι κυκλοφόρησε το 1972, βασισμένη στην νουβέλα του Τολστόι Το Θεϊκό και το Ανθρώπινο.
Οι περισσότεροι γνωρίζουν την συγκεκριμένη ταινία ως μια από τις πιο πολυσυζητημένες και διασημότερες παραγωγές των αδερφών Ταβιάνι και κάποιοι, ίσως η μεγαλύτερη μερίδα, από το ομότιτλο τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Μέσα από την πλοκή σκιαγραφείται η ζωή του καταγόμενου από εύπορη οικογένεια «αναρχικού επαναστάτη» Τζούλιο Μανιέρι (Τζούλιο Μπρόγκι), ο οποίος μαζί με συντρόφους του προσπάθησε να ξεκινήσει μια εξέγερση σε μια μικρή πόλη της Ουμβρίας, την Citta della Pieve, το 1870.
Εν τέλει, όμως, αποτυγχάνουν και συλλαμβάνονται, με αποτέλεσμα να καταλήξει ο ίδιος με ισόβια κάθειρξη στην φυλακή. Όπου εκεί τον περισσότερο χρόνο του τον περνάει στην απομόνωση.
Συχνά για να κρατηθεί σε κατάσταση πνευματικής διαύγειας και να μην τρελαθεί, ψελλίζει το παιδικό τραγουδάκι «Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα», το οποίο σιγοψιθύριζε μικρός για να ξεχνάει την μοναξιά του όταν η μητέρα του τον τιμωρούσε.
Μετά από 10 χρόνια σε εκείνο το μέρος και ενώ έφτασε η στιγμή να μεταφερθεί σε νέα φυλακή στη Βενετία, συναντάει μια ομάδα «συντρόφων», οι οποίοι βρίσκονταν εξίσου σε διαδικασία μεταφοράς στις νέες φυλακές.
Ο Μανιέρι προσπαθώντας να ανταλλάξει κάποια λόγια μαζί τους καταλαβαίνει ότι, όχι μόνο δεν τον αναγνωρίζουν, αλλά και ότι δεν επιθυμούν να μιλήσουν μαζί του.
Αυτοί, εξάλλου, εκπροσωπούν ένα νέο μοντέλο «επιστημονικού σοσιαλισμού», ο οποίος δεν βασίζεται στο ιδεαλιστικό και ρομαντικό πνεύμα του Μανιέρι, ο οποίος φαίνεται «ουτοπικός» και «μη επιστημονικός».
Αυτή η απόρριψη και η συνεπακόλουθη ταραχή που του προξενείται για τα αδίκως σπαταλημένα χρόνια στη φυλακή, τον οδηγούν να πέσει από την βάρκα, στην οποία επέβαινε, με σκοπό να αυτοκτονήσει – πράγμα που τελικά επιτυγχάνει.
Η πορεία της πλοκής είναι αυτή. Αυτό που όμως πολύ συχνά ξεχνάμε να αναφέρουμε είναι η εμφαινόμενη πάλη μεταξύ του οραματικού και ουτοπικού ιδεαλισμού του πρωταγωνιστή, με την τεχνοκρατική και πεζή συμπεριφορά αυτών των νέων φυλακισμένων με τους οποίους έρχεται σε πλήρη αντίθεση, τόσο ψυχικά όσο και ιδεολογικά.
Μια μικρογραφία της σύγκρουσης του «κομμουνιστή» Μαρξ και του «αναρχικού» Μπακούνιν, θα έλεγε κάποιος μακρο-ιστορικά και ιδεολογικά.
Μια ψυχογραφία του απογοητευμένου «ιδεολόγου», θα έλεγε ίσως κάποιος άλλος μικρο-ιστορικά, ο οποίος παλεύει με τα δαιμόνια που τον τυραννούν και ο οποίος, καθώς περνάνε τα χρόνια, αναγκάζεται να αναθεωρήσει τελικά τις βεβαιότητες τις οποίες είχε όλη του την ζωή.
Πράγμα που τον αναγκάζει, όπως είδαμε με τον παράδειγμα του πρωταγωνιστή, ακόμη και να αυτοκτονήσει.
Σαφέστατη και στοχευμένη η πλοκή από τους σκηνοθέτες, με σκοπό να δείξουν την ιδεολογική μετάβαση στην οργανωμένη μορφή «ιδεολογικού σχεδιασμού», ίσως όμως με μια, παρά ταύτα, κρυφή, αλλά έντονη ένδειξη γοητείας προς τον πρωταγωνιστή εκ μέρους τους.
Κλείνοντας, όπως και να την ερμηνεύσει, βέβαια, κάποιος την ταινία αυτή δεν μπορεί να μην γοητευτεί από τους χαρακτήρες της και την πλοκή της, στοιχεία που την κάνουν να συγκαταλέγεται στο πάνθεον της κλασικής ταινιοθήκης όλων των σινεφίλ.
Διαβάστε επίσης:
Κείμενο: Γιώργος Δρίτσας (Lavart)