Ο πρώτος Βίνσεντ Βαν Γκογκ
Στις 30 Μαρτίου του 1853 στο Γκρουτ Ζούντερτ της Ολλανδίας ακούστηκε το πρώτο του κλάμα. Ο δεύτερος γιός του Θεόδωρου και της Άννας Κορνηλίας Καραμπέντους, με το ίδιο όνομα. Ο πρώτος Βίνσεντ πέθανε στη γέννα και τάφηκε στο νεκροταφείο απέναντι από το σπίτι της οικογένειας Βαν Γκογκ. Οι ενοχές για αυτή την μεταφυσική θυσία, θα τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή. Κάπως έτσι έγινε ο πρωτότοκος ανάμεσα στα πέντε αδέρφια του. Με την Βιλελμίνη και τον Τεό αλληλογραφούσαν στη μετέπειτα ζωή τους. Μοναχικός όμως πάντοτε, τριγυρνούσε στους αγρούς μαζεύοντας φωλιές και αβγά. Αυτά τα τοπία, η ομίχλη και η ατέλειωτη πεδιάδα γράφτηκαν βαθιά μέσα στα μάτια του.
Μετά από την παραμονή του στο Ζαντενμπούργκεν, σε ηλικία δεκάξι ετών μπαίνει στο χώρο των γκαλερί ως υπάλληλος του οίκου Γκουπίλ στη Χάγη. Η Χάγη εκείνη την εποχή φιλοξενεί τις φιλοδοξίες των ζωγράφων που ήθελαν να αναστήσουν την ολλανδική τοπιογραφία των μεγάλων δασκάλων. Η επαφή του Βίνσεντ με τη Σχολή της Χάγης γίνεται στο σπίτι της θείας του, με τον αρραβωνιαστικό της ξαδέρφης του και μακρινό συγγενή του, τον Αντόν Μόβ. Στο έργο του βρίσκουμε και τα χρώματα των πρώιμων έργων του Βίνσεντ, τα ακίνητα χωματένια ολλανδικά τοπία.
Στα είκοσι του, ως επιτυχημένος υπάλληλος, μεταφέρεται στο παράρτημα του Λονδίνου. Σκιτσάρει τις φιγούρες του Τάμεση και έρχεται σε επαφή με την άλλη του ιερή αγάπη, τη λογοτεχνία, στις γραμμές του Ντίκενς. Γνωρίζει τον έρωτα μοναχικά, χωρίς ανταπόκριση, στα μάτια της Ευγενίας Λόιερ κόρης της σπιτονοικοκυράς του. Η απογοήτευση έρχεται με αυτοκαταστροφικές τάσεις, αστάθεια και κοινωνική απομόνωση. Απολύεται.
Γιός πάστορα, τις κρίσιμες ώρες, ψάχνει απαντήσεις στις σελίδες της Βίβλου. Το 1877 η αναζήτησή του τον οδηγεί στο Τμήμα Προτεσταντικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Ώρες ατέλειωτες περπατά στους ίδιους δρόμους με τον μεγάλο δάσκαλο της φωτοσκίασης, Ρέμπραντ.
Μετά από μια σύντομη εκπαίδευση ως ιεροκήρυκας φτάνει το 1878 στη Βαζμ, μια μικρή εξαθλιωμένη κοινότητα ανθρακωρύχων του Βελγίου. Σαν δεύτερος Χριστός ακολουθεί την πενία, μοιράζεται ακόμα και τη μια φέτα ψωμί με τους καπνισμένους από τη γη ανθρώπους. Γι αυτό το λόγο , διακόπτει και την αλληλογραφία του με τον πολυαγαπημένο του αδελφό, Τεό, που δεν ενέκρινε αυτού του είδους τις ακρότητες. Η φτώχεια και η πραγματική εξαθλίωση των εργατών στα ανθρακωρυχεία αποτυπώνεται στα ποιήματα του Εμίλ Βερχάερεν και τα γλυπτά του Κονσταντέν Μενιέ.
Με την παρότρυνση του αδερφού του, μετακομίζει στις Βρυξέλλες για να γίνει ζωγράφος. Διδάσκεται την προοπτική και αποτυπώνει τις καθημερινές σκηνές της ζωής των εργατών. Το 1881 μετακομίζει στη Χάγη κι εκεί γνωρίζει την Σίεν, με το σημαδεμένο πρόσωπο από την ευλογιά. Η μοναχική ιερόδουλος γίνεται συντροφιά του και ο Βίνσεντ τη στηρίζει κατά την εγκυμοσύνη της. Ηθικός αλλά όχι βιολογικός πατέρας των δυο παιδιών της, ζει μαζί της ως το 1883 και αποτυπώνει τα σημάδια της Σίεν σε περισσότερα από 60 σχέδια και ακουαρέλες.
Τα έργα αυτής της περιόδου είναι εμποτισμένα από τη μοναξιά, χωρίς όμως να έχουν αποκτήσει ακόμα την ταυτότητα ενός αδιαμφισβήτητου Βαν Γκογκ. Παχιές πινελιές απλώνονται υγρές στην επιφάνεια και παραμένουν, θαρρείς αιώνια, έτσι ζωντανές όπως την πρώτη ώρα.
Για λίγο καιρό ταξιδεύει, αλλά κουρασμένος από το άγονο καλλιτεχνικό τοπίο της Δρένδης, καταφεύγει το 1885 στους γονείς του, στη Νουένεν. Τέσσερις μήνες αργότερα ο πατέρας του φεύγει από τη ζωή τόσο απλά όπως «το πέσιμο ενός φθινοπωρινού φύλου», όπως θα γράψει στον Τεό. Η σχέση τους μετά την απώλεια του πατέρα γίνεται όλο και πιο στενή. Ο Τεό θα είναι ο μόνος που θα τον στηρίξει ηθικά και υλικά για να γίνει ζωγράφος.
Ο Βίνσεντ πάντα θα αναζητεί την οικογένειά του, τα παιδικά του βιώματα, σε όλη του τη ζωή. Το νεκροταφείο με τον παλιό πύργο που δέχτηκε το πατρικό σώμα θα αποτυπωθεί σε έναν πίνακα. Τα κοράκια του ώριμου Βαν Γκογκ θα πετάξουν για πρώτη φορά πάνω από τον «Παλιό πύργο του Νεκροταφείου της Νουένεν». Το οικοδόμημα συμπαγές, όπως το αρχέτυπο του πατέρα. Ημιέρημο. Χαμηλά στις ρίζες του πύργου υπάρχει ένας σταυρός, πιο μεγάλος από τους άλλους. Ίσως να’ χε πάνω του το όνομα του Θεόδωρου Βαν Γκογκ.
Η παραμονή του στη Νουένεν τον έφερε κοντά στο αγροτικό τοπίο και τον Ζαν Φρανσουά Μιλέ, καθώς αντέγραφε τις μυστηριακές φιγούρες του. Οι αγροτικές εικόνες του Βαν Γκογκ παίρνουν μια άλλη όψη μέσα από την έκφραση του πόνου και της στωικότητας. Την όψη του μάρτυρα. Από το 1884 προετοιμάζεται για το μεγάλο του έργο, κάνοντας σπουδές πάνω σε κουρασμένα χέρια και πρόσωπα. Τον Απρίλη του 1885 έρχονται οι «Πατατοφάγοι» . Ένα φτωχό δείπνο κάτω από το φως μιας λάμπας, μια δεύτερη Θεία Κοινωνία, ένα Μυστήριο.
Μύστης, με το πινέλο του ζωγράφου, δίνει ζωή στις φιγούρες των αγροτών στο συμπαγές σκοτάδι του πίνακα. Τα συναισθήματα του Βίνσεντ, η αλληλεγγύη, ο πόνος του, η μοναξιά του είναι εκεί. Στο πρώτο μεγάλο του έργο, που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ όσο ζούσε.
Κείμενο: Ελίζα Ελεονώρα Φραγγελάκη (Lavart)
Σχέδιο: Ειρήνη Θεοδωρίδου (Lavart)