[dropcap size=big]1[/dropcap] Φεβρουαρίου του 1877 φεύγει από τη ζωή ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Πολυτάλαντος και με κοφτερό πνεύμα, ασχολείται με τη συγγραφή, τη δημοσιογραφία, την κριτική καλλιτεχνικών δημιουργημάτων και αποτελεί έναν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της δημοτικής γλώσσας.
Οι περισσότεροι τον θυμούνται ίσως από το πεζογράφημά του Τα ψηλά βουνά (1918), ωστόσο ο Παπαντωνίου ασχολήθηκε και με την ποίηση με μεγάλη επιτυχία. Οι τέσσερις συλλογές του (Πολεμικά τραγούδια – 1898, Χελιδόνια – 1920, Πεζοί ρυθμοί – 1923, Θεία Δώρα – 1932) αποτελούν απόδειξη της ευαισθησίας και της μουσικότητας της πένας του.
Ὁ παπαγάλος
Σὰν ἔμαθε τὴ λέξη καλησπέρα
ὁ παπαγάλος, εἶπε ξαφνικά:
«Εἶμαι σοφός, γνωρίζω ἑλληνικὰ
τί κάθομαι ἐδῶ πέρα!»
Τὴν πράσινη ζακέτα του φορεῖ
καὶ στὸ συνέδριο τῶν πουλιῶν πηγαίνει,
γιὰ νὰ τοὺς πεῖ μιὰ γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μιὰ στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα
καὶ τοὺς λέει: καλησπέρα!
Ὁ λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τί διαβασμένος, λένε, ὁ παπαγάλος!
Θἆναι σοφὸς αὐτὸς πολὺ μεγάλος,
ἀφοῦ μπορεῖ κι ἀνθρώπινα μιλεῖ!
Ἀπ᾿ τὶς Ἰνδίες φερμένος, ποιὸς τὸ ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του νἄχει φέρει,
μὲ τὶ σοφοὺς ἐμίλησε, καὶ πόσα
νὰ ξέρει στῶν γραμματικῶν τὴ γλώσσα!
«Κυρ-παπαγάλε, θἄχουμε τὴν τύχη
ν᾿ ἀκούσουμε τὶ λὲς καὶ πάρα πέρα;»
Ὁ παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει,
μὰ τὶ νὰ πεῖ; Ξανάπε: καλησπέρα!
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο παραπάνω ποίημα ανήκει στη συλλογή Χελιδόνια (1920) και αποτελεί μια ευφυέστατη αλληγορία. Η πρώτη, επιπόλαιη ίσως, ανάγνωση, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα χιουμοριστικό, απλό ποίημα που σκοπό έχει να προκαλέσει το γέλιο στον αναγνώστη. Στην πραγματικότητα όμως, ο Παπαντωνίου καταδεικνύει με διακριτικά καυστικό τρόπο τη συμπεριφορά του ανθρώπου στη σύγχρονη Ελλάδα.
Ο παπαγάλος συμβολίζει τον ημιμαθή που, παρόλες τις ελλιπείς του γνώσεις, νιώθει έντονη την ανάγκη της αυτοπροβολής. Στην κοινωνία που το «φαίνεσθαι» έχει μεγαλύτερη σημασία από το «είναι», μια εντυπωσιακή περιβολή και η φήμη του ταξιδεμένου στο εξωτερικό αρκεί για να προκαλέσει δέος. Οι άνθρωποι – πουλιά παρασύρονται και κλίνουν το κεφάλι μπροστά στη φανταχτερή εικόνα και τη σοφία που προϋποθέτει ο ξένος πολιτισμός, δίχως το παραμικρό ίχνος κριτικής σκέψης. Πρόκειται για την τέλεια εκδοχή του ραγιαδισμού, η οποία, κατά ένα θλιβερό τρόπο, παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα.
Ο λόγος του Παπαντωνίου, απλός, μεστός, εύστοχος, καταδεικνύει με συγκλονιστική ακρίβεια ένα από τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου το οποίο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα δεινά του.. η ευπιστία του μπροστά σε κάτι ολότελα εξωτικό και η αίσθηση κατωτερότητας απέναντι σε μια λαμπερή εικόνα.
Τροφή για σκέψη σε μια κοινωνία που αναγάγει σε είδωλα ανθρώπους πλαστικούς, συμφεροντολόγους, ημιμαθείς και κενούς, οι οποίοι τελικά το μόνο που μπορούν να ψελλίσουν είναι το «καλησπέρα» που έμαθε να επαναλαμβάνει και το συμπαθές πτηνό του ποιήματος.