Το έργο ήταν μία από τις τρεις – τέσσερις πιθανές επιλογές που συζητήσαμε με τη Γλυκερία Καλαϊτζή και το Θέατρο «Τ» όταν μου προτάθηκε η συνεργασία. Τελικά επικράτησε ο Μαριβώ και η Φιλονικία. Ίσως γιατί έχει πλάκα. Ή τουλάχιστον έτσι δείχνει στην αρχή. Ή γιατί έχει μια πολύ ιδιαίτερη γλώσσα. Αυτή τη γλώσσα που γοητεύει αλλά δε μιλιέται εύκολα και δεν ξέρεις ακριβώς τι να την κάνεις. Ή γιατί είναι ένα έργο περίπου τριακοσίων ετών που δε φαίνεται να έχει κάποια σχέση με το σήμερα, αλλά παρόλα αυτά όταν το διαβάζεις σου αφήνει στο τέλος κάτι. Μια αδιόρατη αίσθηση ότι στο γλυκό που έφαγες το καρυδάκι μπορεί να ήταν χαλασμένο. Ή αυτή την ύπουλη αγωνία του πρωινού hangover ότι κάτι συνέβη χθες που δεν έπρεπε να έχει συμβεί, αλλά αυτή τη στιγμή δεν το θυμάσαι. Ή αυτό το δυσάρεστο ερώτημα που επιμένει να επανέρχεται μέσα στη μέρα ενίοτε χωρίς κανένα προφανή λόγο: «Και τώρα τι γίνεται»;
Ο Μαριβώ στήνει ένα πείραμα όπου δυο αγόρια και δυο κορίτσια 18 χρονών που μεγάλωσαν χωρίς να έχουν συναντήσει άλλον άνθρωπο εκτός από τους δύο απρόσωπους παιδαγωγούς τους, θα συναντηθούν γα πρώτη φορά. Υπό το βλέμμα κάποιου που παρακολουθεί τι θα προκύψει, προκειμένου να διαπιστωθεί ποιο από τα δύο φύλα έκανε την πρώτη απιστία. Κάπου εκεί λοιπόν αρχίζει να προκύπτει και το «γιατί αυτό το έργο». Μέσα σε 20 σύντομες σκηνές -οι εναλλαγές και οι ανατροπές είναι καταιγιστικές- ο Μαριβώ βάζει τα ερωτήματα που η δυτική σκέψη διαπραγματεύτηκε τους επόμενους δυόμιση αιώνες: Υπάρχουν εγγενή χαρακτηριστικά στο υποκείμενο, ή τα πάντα είναι προϊόν πολιτισμικών εγγραφών; Υφίσταται η έννοια του εαυτού ως συνέχεια συνείδησης, ή πραγματώνεται ως ένα «φαίνεσθαι» μόνο κάτω από ένα τρίτο βλέμμα; Η γλώσσα μπορεί να εκφράσει την εμπειρία ή είναι απλώς μια αγωνιώδης προσπάθεια να επικοινωνήσουμε καταδικασμένη εκ προοιμίου να αποτύχει; Είμαστε εμείς που μιλάμε, ή η γλώσσα μας εγκλωβίζει στα όρια της; Η ηθική είναι μια φυσική αντίσταση στο ένστικτο προς χάριν του συνανθρώπου, ή ένα εκμαθημένο σύνολο κανόνων που υπάρχει για να αυτοδικαιώνεται; Μπορεί το υποκείμενο να υπάρχει σε μια οποιαδήποτε κοινωνική δομή διαμορφώνοντας τον εαυτό του, ή η ενσωμάτωσή του σ’ αυτή το έχει ήδη διαμορφώσει ερήμην του πάνω στα πρότυπά της;
Πέρα από τις ερωτήσεις όμως, το πιο ενδιαφέρον πράγμα που ανακαλύψαμε είναι το πόσο εντυπωσιακές είναι οι αναλογίες όσον αφορά το εξωτερικό βλέμμα. Πόσο αντίστοιχα πειράματα της σήμερον -εντός της οθόνης και εν γνώσει των συμμετεχόντων- σερβίρουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ως εύπεπτο καταναλωτικό προϊόν προς παρατήρηση. Φυσικά πάντα σε ένα πλαίσιο που επανεπιβεβαιώνει την ηθική συγκρότηση της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται. Το υποκείμενο του πειράματος που θα δικαιωθεί, θα είναι τελικά «το καλύτερο παιδί». Έστω κι αν η συνθήκη που το αναδεικνύει ως τέτοιο είναι κατασκευασμένη.
Από τη στιγμή που το έργο αποκάλυψε τις προκείμενές του, η δουλειά της σκηνοθεσίας ήταν μάλλον αυτονόητη: έπρεπε να διατηρηθούν. Επειδή όμως ο Μαριβώ δεν έγραφε διαλέξεις αλλά θέατρο -με πολύ βαθιά γνώση των σκηνικών κανόνων- παράλληλα έπρεπε να διατηρηθούν και η θεατρικότητα, οι ρυθμοί και οι θερμοκρασίες του κειμένου. Ποιότητες τις οποίες ανέγνωσαν και ξεκλείδωσαν οι ηθοποιοί, έξι νέοι καλλιτέχνες από τις τελευταίες φουρνιές αποφοίτων της δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ. Οι οποίοι κατάφεραν να εγγράψουν στα σώματά τους –με την καθοδήγηση της Ειρήνης Καλογηρά που επιμελείται την κίνηση- αυτή τη λεπτή ισορροπία που εγείρει το έργο ως απαίτηση.