«..Ένας ανεπαίσθητος, διάχυτος έρωτας πένθους περιβάλλει την τραγωδία…» (Γιώργος Χειμωνάς)
Μεγαλεία αλλά και εφιάλτες. Το Καλό που άλλοτε ισοφαρίζει κι άλλοτε υποκύπτει στο Κακό. Μια ολόκληρη δεξαμενή σημείων και τεράτων είναι που συνθέτει τη ζωή μας με τρόπο τραγικό: η απρόσμενη μοίρα, ηθικά διλήμματα, η μάχη πνεύματος και αισθημάτων…
Ο άνθρωπος του παραπάνω τραγικού τοπίου έρχεται αντιμέτωπος με φόβο, με κακές συνειδήσεις, με οδυνηρά δίπολα και κυρίως συναντά στην πορεία του απόρριψη από τον κόσμο. Όταν δεν υπάρχει απόρριψη, δεν υπάρχει και τραγωδία. Ο τραγικός άνθρωπος κουβαλά ο ίδιος στους ώμους του τη σημασία και το βάρος της τραγωδίας ώσπου στο τέλος να αναδειχθεί, να ορθωθεί…
Η τραγωδία της απόρριψης του Οιδίποδα και η τραγωδία της απόρριψης του Χριστού.
Είναι πράγματι ο Οιδίποδας το σύμβολο της απόλυτης κορύφωσης του τραγικού;
Η άγνοια του Οιδίποδα τον οδήγησε στην απόρριψη του. Απορρίφθηκε από τον κόσμο, αυτοτιμωρήθηκε και έτσι αυτοεξόριστος, τυφλός στα μάτια και στο νου περιφέρονταν εκτός των τειχών της πόλης. Είναι όντως αυτή ή έσχατη τραγωδία;
Για τον Αρχαίο Έλληνα, ναι. Όχι όμως για τον κάθε άνθρωπο ως άνθρωπο όλων των εποχών. Το σύμβολο του Οιδίποδα δεν είναι οικουμενικό γιατί δε συντελείται σε τόπο οικουμενικό (Χρήστος Μαλεβίτσης «Περὶ τοῦ Τραγικοῦ», 1986)
Στην τραγωδία της απόρριψης του Χριστού, η απαξίωση ξεκινά αρχικά εκ των έσω, από τους ίδιους τους μαθητές του. Από κακή συνείδηση, από φόβο ή από φιλαργυρία, έρχεται με σταδιακή κορύφωση η έσχατη απόληξη: η απόρριψη από τον κόσμο ώσπου στο τέλος αυτή να γίνει ριζική και το πλήθος να του επιβάλει τον πιο οδυνηρό και επονείδιστο θάνατο με όλο τον Αριστοτελικό «φόβο» και «έλεος» της τραγωδίας, τη Σταύρωση. Επιθυμεί τόσο να εξαφανίσει κάθε ίχνος του, που και τα ρούχα του στο τέλος θα κληρωθούν.
Η τραγωδία της θεατρικής σκηνής κι η τραγωδία επί της ιστορίας του ανθρώπου, με την πνευματική έννοια της τραγωδίας. Στην τραγωδία της θεατρικής σκηνής επέρχεται τραγικά η αυτοτιμωρία. Στο δράμα του Χριστού δεν πρόκειται πλέον για το πάθος του υιού του Λάιου αλλά για το πάθος του υιού του ανθρώπου και η τιμωρία επέρχεται από τον κόσμο, το πλήθος στην κορυφή του Όρους σαν μια ιεροτελεστία. Από τη μια το Αριστοτελικό «βουνό» που στην κορύφωση της δομής του μύθου, την κρίσιμη στιγμή, έρχεται η αυτοτιμωρία και από την άλλη το ιερό όρος με την ολοσχερή απόρριψη από τον κόσμο.
Και με εμάς, τι συμβαίνει σε σχέση με τη τραγωδία του Οιδίποδα; Τι αλλάζει στον κόσμο μας η διαπίστωση αυτή;
Στην ουσία τίποτα αλλά και τα πάντα. Υπάρχει μόνο η ζωή αυτούσια. Ο κόσμος του Οιδίποδα είναι ο κόσμος της σκηνής και ο σκηνικός κόσμος είναι ο αντικατοπτρισμός ενός κόσμου αληθινού και ζωντανού, που δεν είναι στατικός αλλά διαρκώς αλλάζει και μας περνά σε μια στιγμή από την ευτυχία στη δυστυχία. Κι εμείς, με Οιδιπόδεια άγνοια για το τι μας ξημερώνει αλλά και με τη σοφία του τέλους, εμπλεκόμαστε στην «τραγωδία» που μας περιβάλλει σαν αυτή να είναι «συνθήκη» της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και με το δράμα του Χριστού;
Στο ίδιο τοπίο με το παραπάνω μένουμε να πορευόμαστε κουβαλώντας μαζί με την ιστορία μας το νόημά της σταύρωσης και της ανάστασης. Με την απόλυτη ελευθερία του καθενός να επιχειρήσει την εξόρυξή αυτού του νοήματος – αν και σίγουρο είναι πως δίχως την εξόρυξή του όποιου νοήματος είναι σαν αυτό να μην υπήρξε ποτέ- γιατί η τραγωδία είτε σκηνική, είτε ιστορική, είτε ανθρώπινη, εμπεριέχει ως συνθήκη της το πένθος, την οδύνη και μέσα από αυτά προκύπτει η αποκάλυψη του αιώνιου.