«Δεν μπορώ να συλλάβω κάποιο τύπο ομορφιάς, στο οποίο δεν υπάρχει μελαγχολία»
Ναι, ο Μπωντλαίρ θεωρούσε πως η ποίηση έπρεπε να επικαλείται το παράδοξο και κατασκευασμένο, το μακάβριο και σάπιο. Να μην επαναπαύεται στην εξύμνηση της αμόλυντης φύσης, μια κουρδιστή επανάληψη που χαϊδεύει τα αυτιά με προβλεπόμενους ύμνους και δοξασίες για την ανωτερότητα του παρθένου. Είναι αλήθεια πως φανταζόταν την αμαρτία ως ένα ακόμη καύσιμο για την έμπνευση -η ακολασία ήταν για εκείνον η δεύτερη και τρίτη ρίζα της ομορφιάς, ο καρπός της οποίας βλασταίνει ανεξάρτητα της ανθρώπινης ανάμειξης. Η ομορφιά, εξάλλου, είναι μια οντότητα άνευ ορίων, δεν χωρά σε κανένα σκεύος καμωμένο από ανθρώπινα άκρα, και, το σημαντικότερο ίσως απ’ όλα: δεν απαντά σε καμιά ερώτηση, δεν υπακούει σε κανόνες και δεν ευθυγραμμίζεται στις επιταγές κανενός. Έτσι, με βήματα που γρήγορα μετατράπηκαν σε δρασκελιές που έγιναν άλματα, ο Μπωντλαίρ οδηγήθηκε σε ένα σκοτεινό πόρισμα (που βαθιά μέσα του γνώριζε ήδη): η ομορφιά σχίζεται σε δύο κόσμους, την «Σπλήνα» και το «Ιδεώδες».
Ως το μεγαλύτερο όργανο του λεμφικού ιστού στον ανθρώπινο οργανισμό, η σπλήνα επωμίζεται τον ρόλο του φίλτρου -καθαρίζει το αίμα από αντιγόνα και μικροοργανισμούς, από γηρασμένα και ξένα σωματίδια. Ως έννοια στο ανακατεμένο και ανακατασκευασμένο χάος του Μπωντλαίρ, η «Σπλήνα» συσσωρεύει στον πυρήνα της όλα τα στραβά του κόσμου -μοναξιά, απόγνωση, φόνος, αρρώστια, θάνατος. Το «Ιδεώδες», από την άλλη, είναι η συνομάδωση των αισθήσεων σε μια ενιαία φόρμα -η εκστατική ευχαρίστηση που ακολουθεί την κυριαρχία επί των εμποδίων που ορίζει η «Σπλήνα». Ξεπερνώντας δηλαδή τις παροδικές κακουχίες που προσφέρει κάθε έκφανση της ανθρώπινης δυστυχίας, το άτομο ανυψώνεται και μετατρέπεται στον κατακτητή -έναν κατακτητή που γνωρίζει πως αργά ή γρήγορα θα χάσει όλα όσα με τόσο κόπο κατάφερε να συγκεντρώσει. Όπλα του στον αέναο αγώνα κατά της «Σπλήνας» είναι το κρασί, το όπιο, τα ταξίδια, ο έρωτας, το πάθος. Διότι στομώνοντας τον πόνο και τη δυσφορία που σέρνεται αργά αλλά σταθερά προς το ταλαιπωρημένο του μυαλό -ένα μισοζώντανο κουφάρι, το άτομο καταφέρνει να δημιουργήσει μια δική του συνθετική ουτοπία: την ψευδαίσθηση του «Ιδεώδους», ένα ομοίωμα της έννοιας που με τόση ευλάβεια και φροντίδα τοποθετεί κάθε νύχτα στον βωμό των επιθυμιών του.
Και ναι, η «Σπλήνα» θα ξαναγυρίσει -το γνωρίζει αυτό, ο Μπωντλαίρ- να, χτυπά ήδη την πόρτα του. Αργά στην αρχή, ένα μαλακό γρατσούνισμα στο μαλακό ξύλο -ένα ξέπνοο νύχιασμα στη συνέχεια -μια ανυπόμονη γροθιά αμέσως μετά -και μια δεύτερη που την συνοδεύει, και μια τρίτη που αρχίζει να τρυπά το ξύλο και μια τέταρτη που το ξεσκίζει σαν χαρτί, το καταβροχθίζει θαρρείς με τα νύχια, μέχρι οι παλάμες να γλιστρούν ματωμένες και οι αρθρώσεις των δακτύλων να τρυπήσουν με σκλήθρες. Η «Σπλήνα», όμως, συνεχίζει. Ω ναι. Δεν πτοείται. Ποιο είναι, τότε, το φάρμακο, κ. Μπωντλαίρ; Το «Ιδεώδες» βρίσκεται ακόμα στον βωμό του, μέσα στην γυάλινη προθήκη -είναι κρίμα να το αναταράξουμε, να το βγάλουμε από το κρυστάλλινο φέρετρό του. Πως θα πληρώσουμε την «Σπλήνα», τότε; Πως θα κορώσουμε το μένος της; Την πείνα της. Αχά! Το ομοίωμα του «Ιδεώδους», σας ακούω να ψιθυρίζετε. Μα αρκεί; Δεν θα καταλάβει το θηρίο τη διαφορά μεταξύ τους; Ποια είναι, άραγε, η διαφορά αυτή; Διαφέρουν σε μορφή και νόημα; Πως διαφέρουν, αν με πείσω πως είναι ένα και το αυτό;
Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)