Στην παράσταση Εγώ Ποτέ του Γιώργου Νεράντζη
[dropcap size=big]Έ[/dropcap]να δυστοπικό σκηνικό. Ίσως είναι δυο άνθρωποι στο φεγγάρι. Μόνοι. Απομονωμένοι. Ίσως και να μην υπάρχουν καν. Η τρέλα περπατά ανάμεσά τους αόρατη. Ο ύπνος είναι ο θάνατος. Η λήθη είναι θάνατος. Η φιλοσοφία του Μπέκετ, ο απόκοσμος κόσμος του, ο σκοτεινός, ο μηδενιστικός, ο μανιακός, τρελός κόσμος του παρουσιάζεται μέσα από τα κείμενα του Γιώργου Νεράντζη.
Είναι πραγματικά δύσκολο να μπει κανείς σε μια διαδικασία καταγραφής της φιλοσοφικής προαίρεσης της παράστασης Εγώ Ποτέ. Είναι εξίσου δύσκολο να κάνεις την κατάβαση στο ασυνείδητο όπως σου ζητά ο Μπέκετ. Από τη στιγμή που το αίτιο-αιτιατό χάνει την οντολογική του υπόσταση, κάθε προσπάθεια έκβασης σε κάποιο νόημα είναι μάταιη. Το παραπάνω δεν είναι απαραίτητα κακό. Στο Εγώ Ποτέ τα νοήματα, αν παραδεχθούμε ότι υπάρχουν, είναι το λιγότερο συγκεχυμένα, πιο πολύ χαοτικά, διασκορπίζονται στον χώρο και μετεωρίζονται εσαεί. Ένα ποιητικό κείμενο, σκοτεινό με όλα τα στοιχεία του μηδενισμού. Η αυτόματη γραφή είναι ο κανόνας, η οραματική διαδικασία ενός διαταραγμένου μυαλού, η τρέλα προσωποποιείται και μοιάζει να κατέχει τα σκήπτρα της εξουσίας. Κάπου εκεί και η έννοια του χρόνου θρυμματίζεται, και τα θραύσματα μάλλον αφήνουν πληγές. Μέσα από την δυστοπία ανθίζει ο εύμορφος λόγος, ένα ακόμα παράταιρο στοιχείο στο αντιφατικό σκηνικό.
[dropcap size=big]Η[/dropcap] σκηνοθεσία του Γιώργου Νεράντζη ακολουθεί πιστά τον κανόνα της ασυνέχειας. Όλες οι κινήσεις φαίνεται να έχουν λόγο ύπαρξης, κι όμως δεν έχουν, περιμένεις τα πάντα, αλλά και το τίποτα. Ο ύπνος-θάνατος ίσως να έχει έναν οργανικό ρόλο, αλλά ούτε αυτό είναι ξεκάθαρο. Ατμόσφαιρα διαστημική και ονειρική, ο μεταμοντερνισμός* βρίσκεται στο ζενίθ του με αυτήν την προσέγγιση. Πολύχρωμα φώτα, ιμπρεσιονιστική διάθεση χρωμάτων, παιδικά παιχνίδια, αστυνομικά κράνη, αστέρια, ιμάντες αναρρίχησης συνθέτουν ένας χάος ποπ-αρτ αισθητικής. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος αν η σκηνοθεσία πετυχαίνει την προαίρεσή της. Πάντως αν αυτή ήταν η διαρκής αναζωπύρωση του αβέβαιου, τότε το κατάφερε και με το παραπάνω.
Η υποκριτική πρέπει να ληφθεί υπόψιν ως συνολική οντότητα. Τα μέρη της είναι σχεδόν αδύνατο να διαχωριστούν από το όλον. Ως σύνολο, λοιπόν, ακολουθεί τις κατευθυντήριες του μεταμοντερνισμού. Έλλειψη συναισθήματος, απότομες αλλαγές της ροής του λόγου, παύσεις που αποκτούν οργανικό ρόλο, αποστασιοποίηση από κάθε είδους συγκεκριμένη δομή χαρακτήρα. Η εκτέλεση των παραπάνω δεν συμβαίνει βέβαια πάντοτε με την ίδια δυναμική. Πάλι δεν μπορώ να εκφράσω με σιγουριά αν κάτι μεταλαμπαδεύτηκε απολύτως σωστά ή όχι, η σκηνοθετική και συγγραφική διάθεση εκφράζει έναν βαθύ υποκειμενισμό, τόσο φιλοσοφικά όσο και τεχνικά. Αν μιλήσουμε, όμως, για θέατρο κατά τον Μπέκετ η υποκριτική κινείται σε χαμηλούς τόνους, ούτε υπερβολικούς ούτε όμως και αξιοθαύμαστους.
[dropcap size=big]Τ[/dropcap]ο Εγώ Ποτέ έχει, και μάλλον επιθυμεί να έχει, τη χροιά μιας απόλυτα προσωπικής άποψης πάνω στον Μπέκετ. Δεν είμαι σε θέση να εκφράσω με απόλυτη σιγουριά αν προσθέτει κάτι παραπάνω στο «φαινόμενο Μπέκετ». Ωστόσο, αν κάποιος κοιτάξει το έργο αυτό στο Θέατρο Έξω από τα Τείχη με παραπάνω προσοχή, ίσως καταφέρει να πάρει μέρος σε μια μυητική διαδικασία, μια μύηση σε μια καθαρά ιδιωτική οπτική γωνία και, γιατί όχι, ζωή.
*Σχόλιο του Συντάκτη
Ο μεταμοντερνισμός στην Ελλάδα σίγουρα έφθασε καθυστερημένα και σε μικρές δόσεις. Η τόλμη στα ελληνικά δρώμενα δεν έφτασε ποτέ σε τεράστιο βαθμό. Δεν θα έβλεπες ποτέ τους Ίκς του Πήτερ Μπρουκ σε ελληνικό σανίδι. Ίσως είναι η ηθικολογία, ίσως το ιερό σέβας, ίσως πάλι απλά και μόνο το γεγονός ότι δεν υπήρχαν οι δομές όπως στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη του ‘70-‘80. Τα παραπάνω όμως δεν διαγράφουν το γεγονός ότι το μεταμοντέρνο θέατρο πλέον μετρά 40 χρόνια ζωής. Δεν είναι δηλαδή κάτι καινούργιο και δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως κάτι καινούργιο. Ίσα-ίσα θεωρώ ότι αυτή η τάση στερεί από το θέατρο στην Ελλάδα το πλαίσιο της εξέλιξης. Παγκόσμια πλέον γίνεται σταδιακά φανερή μια αποστροφή από τον μηδενισμό του περασμένου αιώνα και μια διεύρυνση της ορθολογικότητας. Αυτή η θέση μπαίνει και στον χώρο του θεάματος. Ας πάψουμε να ψάχνουμε το επιτηδευμένα καινοτόμο και ας επικεντρωθούμε στα ουσιαστικά χιλιοειπωμένα, που όμως δεν τα λέει κανείς πια. Όλο και κάποιος έχει να πει μια αρχέτυπη αλήθεια με τρόπο που δεν έχει ξανακουστεί, δηλαδή με τον ΔΙΚΟ ΤΟΥ τρόπο. Ο μεταμοντερνισμός είχε λόγο ύπαρξης στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα στο πλαίσιο της κορύφωσης της αμφισβήτησης. Στο σήμερα της απόλυτης προσβασιμότητας στα πάντα (ακόμα και στην τρέλα) μοιάζει με θέαμα κατάθεσης μιας κάποιας τεχνικής και όχι ψυχής.
Συντελεστές
Κείμενο-σκηνοθεσία: Γιώργος Νεράντζης
Σκηνικά-κοστούμια: Χρύσα Μάντακα
Φωτισμοί: Στράτος Κουτράκης
Σκηνογραφικές Κατασκευές: Στέργιος Πρώιος
Κατασκευή κοστουμιών: Κική Ιωαννίδου
Τεχνική υποστήριξη: Αναστασία Περδίκη
Παίζουν: Γιάννης Περδίκης, Λίζα Μιμιλίδου, Μπάμπης Κοροξενός, Άρις Βαμβακίδης, Δώρα Σαράτση
Κείμενο: Χρήστος Φώτης (Lavart)