Στη σκηνή του Θεάτρου Τ ανεβαίνει το αντισυμβατικό, και πρωτοποριακό για την εποχή του, έργο της Μέλπως Αξιώτη, “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;”, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Τσουρουνάκη και σε ερμηνεία της Αννέτας Κορτσαρίδου. Ένας ιδιαίτερος μονόλογος, ποιητικός, αδιάλειπτος, συνειρμικός, που συνυφαίνει ονειρικά τις ιστορίες 4 ανθρώπων, και με υλικά τις μεταφορές και τους συμβολισμούς, κατορθώνει τη συρραφή τους, μιλώντας για την σύνδεση, την υπέρβαση και το ανώτερο. Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Τσουρουνάκη στηρίχτηκε στην “εικόνα ενός προσώπου που ξεπερνά κατά τι τα όρια του φυσικού” και συναντήθηκε με την υποκριτική δεινότητα της Αννέτας Κορτσαρίδου δημιουργώντας έναν “ακίνητο”, και παράλληλα “αεικίνητο”, αφηγηματικό χορό. Ο σκηνοθέτης και η ηθοποιός μίλησαν στη Lavart για το έργο, την παράσταση και την μεταξύ τους συνεργασία.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Ο λόγος της Μέλπως Αξιώτη είναι συνειρμικός, υπερρεαλιστικός, άλλοτε ποιητικός και άλλοτε προφορικός. Κυρίως ο αναγνώστης νιώθει και αφουγκράζεται το κείμενο, το οποίο απευθύνεται ταυτόχρονα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο του. Συμβαίνει το ίδιο και στον θεατή που θα παρακολουθήσει την παράσταση;
Μιχάλης Τσουρουνάκης – Η Αξιώτη εκφράζει το συλλογικό στην αιωνιότητά του, εκφράζει την ασύνειδη μνήμη. Ακολουθώντας την κατεύθυνση αυτή προσπαθούμε να συνδεθούμε όχι μέσω της λογικής ανάλυσης αλλά της ασύνειδης γνώσης. Αυτό που σας περιγράφω πιο πάνω το είπε καλύτερα ένας θεατής μετά την πρεμιέρα “.. γύρισα πίσω στη παιδική μου ηλικία, τότε που ερχόταν η γιαγιά μου και μου έλεγε ιστορίες. Δεν τις καταλάβαινα ακριβώς αλλά μου άρεσαν πολύ και τις έλεγα να μην σταματάει και να μου λέει κι άλλες κι άλλες…”
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Οι ιστορίες του Γιάννη, της Άννας, της Μάρθας και της Θαλής, στην διάρκεια μοιάζουν να απομακρύνονται και να συνδέονται, να διαφοροποιούνται και μοιράζονται το ίδιο κέντρο. Όλες εξελίσσονται διαδοχικά μέχρι να καταφέρουν να συναντηθούν. Πώς συμβαίνει σκηνοθετικά αυτή η πορεία;
Μιχάλης Τσουρουνάκης – Στις αλάνες του Πειραιά έχω ματώσει πολλές φορές – αμέτρητες – τα πόδια μου μαθαίνοντας τα κόλπα της μπάλας. Οπότε ήρθε η ώρα να σας κάνω μια ωραιότατη τρίπλα. Με ενδιαφέρει το «τι» και το «γιατί», το «πως» θα προκύψει. Προσπαθώ, παρ’ ότι γνωρίζω την δυσκολία του εγχειρήματος, για το ερήμην.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Διαβάζοντας το κείμενο και αποφασίζοντας να το διαβάσετε ποια ήταν η πρώτη εικόνα που δημιουργήσατε στο μυαλό σας; Ποια η απαρχή της σκηνοθετικής ματιάς σας που πάνω σε αυτή χτίστηκε η παράσταση;
Μιχάλης Τσουρουνάκης – Πολύ εύστοχη η ερώτησή σας, είναι αλήθεια ότι διαβάζοντας το κείμενο έφτιαξα την εικόνα ενός προσώπου που ξεπερνούσε κατά τι τα όρια του φυσικού στην προσπάθεια να γίνει πιο όμορφο, πιο αποδεκτό. Τελικά σε αυτή την διαδρομή του ανθρώπου να συναντήσει τον άνθρωπο, η πράξη είναι η αφαίρεση. Το φυσικό πρόσωπο μας επιτρέπει να δούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το πρόσωπο που μας αναλογεί είναι το δικό μας πρόσωπο. Μόλις το αποδεχτούμε τότε έχουμε πιθανότητες να το αποδεχτούν και οι άλλοι.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Το «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;» μιλά για απλές ιστορίες και διαδρομές της ζωής και παρακολουθεί τους ήρωές του σε διάφορες χρονικές φάσεις και περιόδους της ζωής τους. Απομονώνοντας τις ιστορίες με ποια εσείς συνδέεστε πιο πολύ –ίσως και αγαπήσατε περισσότερο- και γιατί;
Μιχάλης Τσουρουνάκης – Ας παρομοιάσουμε ένα έργο με πρόταση. Αν απομονώσουμε μια λέξη από την πρόταση χάνουμε το νόημά της, τα συναισθήματα που μας προκαλεί. Υπό αυτή την έννοια δεν μπορώ να «αγαπήσω» κάποιον ήρωα, αλλά «αγαπώ» το όλον ως ένα πρόσωπο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η επιθυμία, η απελευθέρωση και το ποθούμενο συναντιούνται στον τίτλο του έργου «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;». Ποιον υπότιτλο θα δίνατε εσείς με κέντρο την παράστασή σας;
Μιχάλης Τσουρουνάκης – «Κάνουμε ένα μακρύ ταξίδι για να φτάσουμε στον ταξιδιώτη».
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Οι ιστορίες λέγονται και διανθίζονται μέσα από τον λόγο της αφηγήτριας. Και όταν λέμε λόγο, εννοούμε καθαρά από αυτόν, διότι επικοινωνείτε με τους θεατές κυρίως με λέξεις και εκφράσεις, παρά με μια κινητική γλώσσα. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό το εγχείρημα για εσάς;
Αννέτα Κορτσαρίδου – Η ακινησία στο θέατρο είναι μία δύσκολη συνθήκη. Πόσο μάλλον σ’έναν μονόλογο. Ο ηθοποιός δεν εκτονώνει την ενέργειά του μέσα από δράσεις. Ωστόσο το σώμα μου ”δουλεύει” ασταμάτητα.Όλοι οι μύες είναι σε εγρήγορση. Αλλιώς δε θα ειπωθούν οι λέξεις. Το θέατρο είναι μία σωματική διαδικασία και όχι εγκεφαλική. Ταυτόχρονα μέσα σε αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο, λειτουργώ με απόλυτη ελευθερία. Αυτός ήταν και ο στόχος του σκηνοθέτη.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Μέσα από την πορεία οι χαρακτήρες εξελίσσονται και γεύονται τα συναισθήματα της ζωής. Άλλοτε γλυκά και άλλοτε πικρά. Στο τέλος ποιο συναίσθημα μένει;
Αννέτα Κορτσαρίδου – Το θυμικό του κάθε ανθρώπου συν-κινείται με διαφορετικό τρόπο. Μέσα από τις ιστορίες αυτών των τεσσάρων ηρώων, ο θεατής θα κάνει μία προσωπική διαδρομή, «…στα περασμένα χρόνια και στα σημερνά». Θα συνδεθεί με διαφορετικό τρόπο. Η παράσταση μας μένει σε άρση, σαν να μην τελειώνει,να συνεχίζεται. Κι αυτό πιστεύω ότι είναι το συναίσθημα που μένει. Η απόφασή μας να πάρουμε ενεργητική θέση απέναντι στην τραγικότητα της ζωής και να προχωρήσουμε,να πάμε παρακάτω. Να παίξουμε με τη σοβαρότητα και τη χαρά ενός παιδιού, το παιχνίδι της ζωής. Αν είμαστε παρόντες και ανοιχτοί σ’αυτό το παιχνίδι, θα μπορέσουμε να συναντήσουμε και την Μαρία μας, «…που θα φωτίσει ανάβοντας όλες τις λάμπες του ουρανού η Μαρία μας».
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Η Μαρία του τίτλου αφορά την σύνδεση, την υπέρβαση, το ποθητό και το ζητούμενο. Ποια είναι για εσάς, η δική σας Μαρία;
Αννέτα Κορτσαρίδου – Γράφει στο τέλος η Μέλπω Αξιώτη: «Εκείνος ο μεγάλος άνθρωπος ο ομαδικός…». Η δική μου Μαρία είναι οι άνθρωποι που συνάντησα και μαζί τους προχώρησα ένα βήμα πιο μπροστά.Είναι οι άνθρωποι που θα σναντήσω και θα με προσκαλέσουν σε χορό. Κι εγώ θα απαντήσω: Ναι. Στη ζωή όπως και στο θέατρο πάμε από το «εγώ» στο «εμείς». Αλλιώς δεν υπάρχει κανένα νόημα.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Σε προηγούμενη συνέντευξή σας έχετε δηλώσει πως «Στο θέατρο λέμε ιστορίες. Εγώ λέω, κάθε βράδυ όταν παίζω μια παράσταση, την δική μου ιστορία». Το «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;» έγινε δική σας ιστορία και με ποιον τρόπο;
Αννέτα Κορτσαρίδου – Ήρθα σε επαφή πρώτη φορά με αυτό το κείμενο πριν από 25 χρόνια. Το δουλεύαμε στο θεατρικό εργαστήρι ”Εστία”, με το δάσκαλό μου, τον Γιάννη Ρήγα. Σε ένα σημείο της νουβέλας γράφει η Αξιώτη:«Έτρεμα μήπως δεν προλάβω να τα γνωρίσω όλα γύρω μου. Έτρεμα, πάλι, ύστερα, μήπως τελειώσουν όλα και δεν πομείνει τίποτα άλλο για την συνέχεια της ζωής. Αλλά η ζωή είναι μεγάλη και ησύχασα». Όταν το διάβασα αισθάνθηκα -ίσως για πρώτη φορά – να αμβλύνονται οι φόβοι μου. Όλα αυτά τα χρόνια πάντα γυρίζω σ’ αυτά τα λόγια για να πάρω δύναμη και κουράγιο.
Μαρία Καστανάρα (Lavart) – Κοιτώντας πίσω, στην πρώτη πρόβα, ίσως και στην πρώτη ανάγνωση, πώς εξελίχθηκε μέσα σας όλο αυτό το διάστημα ο ρόλος;
Αννέτα Κορτσαρίδου – Ο σκηνοθέτης, μου ζήτησε να πω την ιστορία μέσα από το ρόλο της αφηγήτριας χωρίς φτιασίδια, αλλά με το ξάφνιασμα, την αθωότητα, τη χαρά, τη ζαβολιά και τη σοβαρότητα ενός παιδιού. Είναι δύσκολο για έναν ηθοποιό να αισθάνεται ότι δεν ”παίζει” τίποτα. Εμπιστεύτηκα τον εαυτό μου και τον σκηνοθέτη μου. Με βοήθησε πολύ. Όταν κατάφερα να κάνω αυτό που μου ζητούσε την πρώτη φορά ήταν μεγάλη η χαρά. Αυτή η συνάντηση με τον Μιχάλη Τσουρουνάκη ήταν σημαντική για μένα. Χορέψαμε μαζί ένα πολύ ωραίο βαλς. Τον ευχαριστώ για όλα!
Συνέντευξη: Μαρία Καστανάρα (Lavart)
Φωτογραφίες: Νίκος Γρυλλάκης
Φωτογραφία εξωφύλλου: Χρήστος Κυριαζίδης