Ο Μάταιος Αγώνας Εκλογίκευσης Ενός Πόθου

Ο Κανίβαλος Που Έφαγε Έναν Ρουμάνο / Δημήτρης Σωτάκης / Κέδρος

«Ο χρόνος είχε γλιστρήσει μέσα από μια χαραμάδα, και εμείς δεν είχαμε προλάβει να παραστούμε στη βάφτισή μας, στην αναγέννηση, στην ανάδυση από το σκοτάδι που μας έκρυβε το αιώνιο φως του παραδείσου»

Δημήτρης Σωτάκης

Ο Ζέριν αγαπά τη Ρουμανία. Τη λατρεύει, θα έλεγε κανείς, κρίνοντας από τις εξαντλητικές του γνώσεις για τις πόλεις και τους δρόμους των πόλεών της. Γι’ αυτό άλλωστε φυλά στο σπίτι του και τόσους χάρτες. Του αρέσει να χάνεται εκεί, να φαντάζεται τον εαυτό του ως έναν ακόμη περαστικό στα σοκάκια του Αράντ, τα πάρκα της Σλάτινα, τα φρούρια της Οράντεα. Ολομόναχος αλλά περιτριγυρισμένος από την πολύβουη οχλαγωγία που τραγουδούν οι φωνές των ανθρώπων εκεί. Των Ρουμάνων. Διότι ο Ζέριν γνωρίζει τα ποτάμια και τα βουνά, τις επαναστάσεις και τις κυβερνήσεις, τα πιάτα και τους πίνακες της Ρουμανίας. Αυτό που αγνοεί, ωστόσο, και αυτό που διψά απεγνωσμένα να γνωρίσει, είναι οι άνθρωποι.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός πως όταν μια οικογένεια Ρουμάνων εγκατασταθεί στην ίδια πόλη, εκείνος επιθυμεί να τους προσεγγίσει. Έστω, να τους ατενίσει για λίγο από μακριά, λίγες κλεφτές ματιές στο παρουσιαστικό τους, την περπατησιά τους, την κορμοστασιά τους. Δεν κρατιέται, μάλιστα. «Ο ευγενικός, μορφωμένος, καλότροπος Ζέριν, ο ευκατάστατος και αγαπητός εργένης, θέλει να μάθει τα πάντα για εσάς, φίλτατοι Ρουμάνοι». Και αυτό ακριβώς επιχειρεί. Εκείνο λοιπόν που εμφανίζεται ως ένα ζεστό καλωσόρισμα βαριανασαίνει με την ευχαρίστηση ενός κρυμμένου πόθου που σιγά σιγά εκπληρώνεται και…επεκτείνεται. Με κάθε νέα συνάντηση, ο Ζέριν ανοίγει λίγο παραπάνω τη σιδερόφρακτη πόρτα που οδηγεί στον εσωτερικό του κόσμο. Με κάθε κουβέντα μαζί τους τους εκτιμά ολοένα και περισσότερο, με κάθε ματιά τους τιθασεύει δυσκολότερα τις πεταλούδες που φτεροκοπούν στο στομάχι του. Τους φέρνει δώρα, τους φροντίζει, τους ερωτεύεται. Και μια μέρα απλώς αποφασίζει να γίνει μέρος της ζωής του, έτσι απλά, αφήνοντας την πόρτα που οδηγεί μέσα του ορθάνοιχτη και αφύλαχτη.

«Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» αποτελεί μια ιστορία με γραμμική ανάπτυξη πλοκής, με τους χαρακτήρες ως δοχεία που γεμίζουν και ξεχειλίζουν με τις υπαρξιακές ανησυχίες του συγγραφέα. Αυτές συνοψίζονται σε ερωτήματα για την προσπάθεια εκλογίκευσης ενός ανεξήγητου πόθου, την επιθυμία της παραίτησης μπροστά στον κίνδυνο της αβεβαιότητας, την ανάγκη της πλήρους παράδοσης του ελέγχου των πράξεων και άρα ευθυνών και τη διαρκώς διαταρασσόμενη ισορροπία στον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών ρόλων. Τα θέματα αυτά θίγονται λιγότερο μέσα από τις ενδόμυχες σκέψεις του πρωταγωνιστή και περισσότερο από τα συμφραζόμενα που πλαισιώνουν τη διάδρασή του με τους Ρουμάνους, λιγότερο από το κείμενο και περισσότερο από το περικείμενο. Η κρυφή αρμονία όμως που φαίνεται να οδηγεί τον ομαλό σφυγμό του Ζέριν δεν αμφισβητείται ποτέ, δε δοκιμάζεται ως παράλογη ή ακραία, οδηγώντας τον έτσι σε ολοένα και βαθύτερα νερά δίχως κάποια ουσιαστική σύγκρουση. Αν η ελαστικότητα της προσωπικότητας του Ζέριν είναι ήδη λαβωμένη στην αρχή της ιστορίας, τότε η ολοκληρωτική παραμόρφωση της χαρακτηροδομής του προκύπτει με απίστευτη σβελτάδα και ταχύτητα. Και εκεί ακριβώς έγκειται η μοναδική αδυναμία του έργου: η ανυπαρξία μιας δοκιμασίας που να δικαιολογεί την κορύφωσή του.

Ο Δημήτρης Σωτάκης καταφέρνει να συμπυκνώσει την ιδέα που γέννησε την ιστορία του μέσα σε 228 σελίδες, ξεκινώντας από την προσμονή, περνώντας στη δράση και καταλήγοντας στην παράνοια. Είναι μια παράνοια ωστόσο που δεν είχε τον απαραίτητο χώρο για να ανασάνει και να αναπτυχθεί, να γίνει πιστευτή και οικεία για τον αναγνώστη. Παραμένει ελκυστική στη σύλληψή της, ναι, αδυνατεί ωστόσο να δικαιολογήσει την έντασή της μέσα από τις πράξεις του Ζέριν. Ανήμπορη λοιπόν να επικαλεστεί το στρεβλό ρεαλισμό της λογοτεχνίας του παραλόγου, καταρρέει υπό το βάρος μιας εξαιρετικής ιδέας που δεν μπόρεσε να βρει την κατάλληλη δεξαμενή να τη στεγάσει.

Με συνοπτικές περιγραφές, γρήγορη εναλλαγή σκηνών και ένα πρωτότυπο όχημα για τη μεταφορά μιας ήδη γνωστής θεματικής, το «ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο» ξεγελά τους αναγνώστες για την κυριολεξία του τίτλου του. Ή μήπως όχι;

Κείμενο: Νικήτας Διαμαντόπουλος (Lavart)

Πηγές Φωτογραφιών: 1

Μοιράσου το

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

YelloWizard.gr
YelloWizard.gr
YelloWizard.gr